Το αναδημοσιεύω χωρίς κανένα επιπλέον σχόλιο, πέραν του ότι αποτελεί μεγάλη ντροπή για τη χώρα που διαμόρφωσε την έννοια της ‘παιδείας’ όπως σήμερα την αντιλαμβάνεται όλος ο πλανήτης.
Όποιος επιθυμεί να δει τις λεπτομέρειες μπορεί να το κάνει εδώ.
Ο Δημήτρης Τσίγκος γεννήθηκε στον Ασπρόπυργο. Σπούδασε Επιστήμη Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης & πήρε MBA από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι ιδρυτής της Starttech Ventures. Ήταν Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Νέων Επιχειρηματιών, της Ένωσης Πληροφορικών Ελλάδος & ιδρυτής της Ελληνικής Ένωσης Νεοφυών Επιχειρήσεων. Επίσης ήταν European Young Leader 40 under 40, US State Department IVLP Alumni, μέλος ομάδας σύνταξης του Rome Manifesto και Marshall Memorial Fellow.
Το αναδημοσιεύω χωρίς κανένα επιπλέον σχόλιο, πέραν του ότι αποτελεί μεγάλη ντροπή για τη χώρα που διαμόρφωσε την έννοια της ‘παιδείας’ όπως σήμερα την αντιλαμβάνεται όλος ο πλανήτης.
Όποιος επιθυμεί να δει τις λεπτομέρειες μπορεί να το κάνει εδώ.
Με ιδιαίτερη χαρά ενημερώνω για τη διεξαγωγή του FuturEd AI Hackathon, μιας διοργάνωσης που πραγματοποιείται στο Ηράκλειο στις 2 και 3 Οκτωβρίου 2025 από την Epignosis σε συνεργασία με το Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών του Πανεπιστημίου Κρήτης. Πρόκειται για μια ξεχωριστή πρωτοβουλία που έχει στόχο να φέρει κοντά φοιτητές, απόφοιτους, ερευνητές αλλά και κάθε ενδιαφερόμενο ώστε να σχεδιάσουμε όλοι μαζί τις λύσεις που θα αλλάξουν την εκπαίδευση μέσα από την Τεχνητή Νοημοσύνη.
Για εμένα προσωπικά, το Hackathon αυτό έχει και έναν έντονα συναισθηματικό χαρακτήρα. Είμαι απόφοιτος του Τμήματος Επιστήμης Υπολογιστών του Πανεπιστημίου Κρήτης εκεί σφυρηλατήθηκαν όχι μόνο οι πρώτες γνώσεις αλλά και οι φιλοδοξίες που καθόρισαν τη μετέπειτα πορεία μου. Στους χώρους του τμήματος, πριν από 25 χρόνια, ιδρύθηκε η Virtual Trip, η «εταιρεία των φοιτητών» που αποτέλεσε τη βάση για ό,τι ακολούθησε. Από εκείνον τον σπόρο γεννήθηκε σταδιακά η Επίγνωσις, η οποία σήμερα οργανώνει το Hackathon. Είναι ένας κύκλος που κλείνει με τον πιο όμορφο τρόπο: επιστρέφοντας στην πηγή για να μοιραστούμε έμπνευση και δημιουργικότητα με τις νέες γενιές.
Το FuturEd AI Hackathon απευθύνεται πρωτίστως στην κοινότητα του Τμήματος — φοιτητές, απόφοιτους, ερευνητές — αλλά και σε οποιονδήποτε άλλον θέλει να συμμετάσχει. Δεν απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις· αρκούν η περιέργεια, η δημιουργικότητα και η διάθεση για συνεργασία. Μέσα σε δύο ημέρες, ομάδες 2–3 ατόμων θα δουλέψουν εντατικά για να αναπτύξουν πρωτότυπες ιδέες γύρω από την προσωποποιημένη μάθηση, την προσβασιμότητα στην εκπαίδευση και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της διδασκαλίας.
Κατά τη διάρκεια του Hackathon θα υπάρχει υποστήριξη από έμπειρους μέντορες που θα βοηθήσουν τους συμμετέχοντες να αξιοποιήσουν σύγχρονα εργαλεία Τεχνητής Νοημοσύνης και να εστιάσουν σε πραγματικές ανάγκες της εκπαίδευσης. Οι καλύτερες ομάδες θα βραβευτούν με χρηματικά έπαθλα (€3.000, €2.000 και €1.000 αντίστοιχα), ενώ όλες θα έχουν την ευκαιρία να παρουσιάσουν τη δουλειά τους και να δικτυωθούν με ανθρώπους από τον χώρο της τεχνολογίας και της εκπαίδευσης.
Η Κρήτη υπήρξε για εμάς τόπος αφετηρίας και δημιουργίας· είναι συμβολικό που το συγκεκριμένο Hackathon γίνεται εδώ, στον τόπο που μας ενέπνευσε πριν από ένα τέταρτο του αιώνα. Πιστεύουμε ακράδαντα πως η επόμενη μεγάλη καινοτομία στην εκπαίδευση μπορεί να ξεκινήσει ξανά από το Ηράκλειο, από την κοινότητα που απέδειξε ότι η γνώση, όταν συνδυάζεται με πάθος, μπορεί να παράξει θαύματα.
Σας καλώ λοιπόν όλους να συμμετάσχετε. Δηλώστε συμμετοχή έως τις 19 Σεπτεμβρίου στην ιστοσελίδα hackathon.csd.uoc.gr, βρείτε την ομάδα σας και ετοιμαστείτε για δύο ημέρες γεμάτες δημιουργία, συνεργασία και έμπνευση. Η εκπαίδευση του μέλλοντος μας περιμένει — ας τη διαμορφώσουμε μαζί.
Σημείωση: Αυτό το άρθρο περιλαμβάνει περιεχόμενο που παρήχθη από το ChatGPT.
H Samantha Cristoforetti, κορυφαία Ιταλίδα αστροναύτισσα της European Space Agency - ESA και πρώτη γυναίκα Διοικήτρια του Διεθνούς Διαστημικού Σταθμού (ISS), έχει ένα μήνυμα για τα παιδιά, τους δασκάλους και τους καθηγητές του Ασπροπύργου:
Αυτή η πραγματικότητα είχε αναγνωριστεί από την ελληνική κοινωνία και αποτελούσε ένα ιδιαίτερα σπάνιο παράδειγμα ισότητας: Ανεξάρτητα κοινωνικής τάξης, οικονομικής επιφάνειας ή πολιτικών πεποιθήσεων, οι νέοι ήθελαν όλοι να μπουν στις ίδιες σχολές. Η κατάσταση αυτή εξηγεί και το μοναδικό φαινόμενο αξιόπιστου και αδιάβλητου θεσμού στη σύγχρονη ιστορία, εκείνου των πανελλαδικών εξετάσεων.
Η κατάσταση όμως εδώ και μερικά χρόνια αλλάζει. Πλέον ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας - από τη μεσαία τάξη και πάνω - αρχίζει να αδιαφορεί για το δημόσιο σχολείο, πηγαίνοντας μαζικά στην ιδιωτική εκπαίδευση (θυμηθείτε: «εσείς, σε ποιο σχολείο πάτε;», η ερώτηση που χαρακτηρίζει τη γενιά μας). Παράλληλα, άρχισε να κανονικοποιείται η απόφαση για βασικές σπουδές στο εξωτερικό: Αρχικά αφορούσε αποκλειστικά όσους δεν τα κατάφερναν να περάσουν στις πανελλαδικές, ενώ σιγά - σιγά άρχισε να γίνεται από μόνη της πρώτη επιλογή. Έτσι λοιπόν, δεν αργεί η στιγμή που οι καλύτεροι μαθητές της χώρας δεν θα επιλέγουν κάποια από τα ιδρύματα που ανέφερα στην αρχή του άρθρου αλλά κάποιες σχολές του εξωτερικού.
Που οδηγεί αυτό όμως τελικά, ειδικά αν γίνει σε ευρεία κλίμακα; Δυστυχώς οδηγεί στην εγκατάλειψη της χώρας ναό στη μετατροπή της, στην καλύτερη περίπτωση, σε έναν τόπο διακοπών. Αφού πρώτα εγκαταλείψαμε την ύπαιθρο να ερημώσει και μαζευτήκαμε όλοι στην Αθήνα, σιγά σιγά θα την εγκαταλείψουμε και αυτήν για να ζήσουμε κάπου αλλού.
Το υπέροχο βιβλίο του Robert Reich με τον εύγλωττο τίτλο “The Common Good” περιγράφει πολύ παραστατικά την τεράστια σημασία της δημόσιας παιδείας για την ισότητα, την κοινωνική συνοχή και τελικά την ευημερία μιας κοινωνίας. Με τεράστια ευθύνη των κυβερνώντων, η Ελλάδα κινείται προς την απολύτως λανθασμένη κατεύθυνση και αν δεν αλλάξει ρότα σύντομα, κινδυνεύουμε να αντιμετωπίσουμε βαρύτατες συνέπειες στο σύντομο μέλλον.
Προφανώς κάποιος θα μπορούσε να συμφωνεί ή να διαφωνεί με αυτήν τη συνταγματική επιταγή. Αυτό όμως δεν αλλάζει την πραγματικότητα ότι όντως αυτή είναι η επιταγή του Συντάγματος μας και ότι ισχύει κατ’ απόλυτο τρόπο μέχρι να καταργηθεί ή να τροποποιηθεί.
Αν λοιπόν κάποια ελληνική κυβέρνηση ή γενικότερα μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία επιθυμεί να νομοθετήσει περί της λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων έχει αποκλειστικά έναν και μόνο τρόπο να το κάνει, εφόσον δεν θέλει να προχωρήσει σε συνταγματική εκτροπή: Να τροποποιήσει το συγκεκριμένο άρθρο του Συντάγματος.
Η λογική που λέει ότι υπάρχει ένα «λογικό αίτημα», το οποίο συγκεντρώνει την υποστήριξη της πλειοψηφίας του κοινοβουλίου, ίσως και της κοινωνίας συνολικά, οπότε ‘δεν πειράζει και τόσο’ να παραβιάσουμε το Σύνταγμα είναι αδιανόητα επικίνδυνη και θα οδηγήσει στην καταστροφή της δημοκρατίας μας.
Τα λόγια λοιπόν περιττεύουν: Αν η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη θέλει να φέρει στη χώρα μας τα ιδιωτικά πανεπιστήμια (είτε τα πει «μη κρατικά» ή «ελεύθερα» ή ότι άλλο σκαρφιστούν οι επικοινωνιολόγοι), οφείλει πρώτα να προχωρήσει σε αναθεώρηση του σχετικού άρθρου του Συντάγματος.
Διαφορετικά θα πρόκειται γη εκτροπή που θα την καταστήσει υπεύθυνη απέναντι στην ιστορία, στον ελληνικό και και στην ελληνική δικαιοσύνη.
Μια από τις κεντρικότερες αναμνήσεις μου από το 1ο έτος στο πανεπιστήμιο Κρήτης είναι ο Θανάσης Φειδάς να μας διδάσκει Απειροστικό Ι & ΙΙ.
Πολύ καλός δάσκαλος, είχε τη (δυστυχώς σπάνια) ικανότητα να κάνει τα μαθηματικά να φαίνονται απλά (ο Απειροστικός ΙΙ αντικειμενικά δεν είναι το απλούστερο πράγμα στον κόσμο).
Ήταν αυστηρός στις εξετάσεις αλλά δίκαιος. Τότε νευριάζαμε, τώρα το εκτιμώ πολύ. Μόνο έτσι το να «περάσεις το μάθημα» έχει κάποια αξία.
Σήμερα λοιπόν στενοχωρήθηκα πολύ όταν διάβασα την παρακάτω είδηση. Ο Θανάσης Φειδάς ήταν ένας άξιος πανεπιστημιακός δάσκαλος. Θα ήθελα να τον ευχαριστήσω δημόσια, συλλυπούμενος ειλικρινά τους δικούς του ανθρώπους.
Τέλος, όσον αφορά το Πανεπιστήμιο Κρήτης, εύχομαι να βρει καλούς συνεχιστές.
Πέραν του ότι είναι ένα υπέροχο ανάγνωσμα από μόνο του (χαρισματικός ο συγγραφέας και άψογη η μετάφραση), δεν μπορώ να κρύψω τον ενθουσιασμό μου διαβάζοντας για δυο τεράστιες προσωπικότητες, τον Kurt Gödel και τον Alan Turing (ειδικά όταν διάβασα για τους «αριθμούς Gödel», έπαθα πλάκα) μέσα από την αλληλεπίδραση τους με τον von Neumann για τη θεμελίωση της Επιστήμης Υπολογιστών αλλά και της δημιουργίας των πρώτων υπολογιστικών μηχανών γενικού σκοπού.
Ίσως από την άλλη να μην είναι θλιβερό αλλά να είναι μαγικό. Το ότι μπορεί κάποιος να «γράφει» χρήσιμα πρόγραμμα χωρίς να ξέρει τίποτα για λογική και αλγόριθμους, ούτε φυσικά για το υλικό στο οποίο αυτοί «τρέχουν», μπορεί να ιδωθεί ενδεχομένως και ως μια ύστατη μορφή εκδημοκρατισμού.
Εκδημοκρατισμός όμως που περιέχει μεγάλες παγίδες, όπως για παράδειγμα μας δίδαξαν οι δυο συντριβές των ολοκαίνουργιων Boeing 737 Max λόγω σφάλματος λογισμικού…
Αναρωτιέμαι, στις εταιρείες που εργαζόμαστε, μην πω και σε ερευνητικά ιδρύματα, «παράγουμε software» ή απλώς ενώνουμε κουτάκια;
Σήμερα θα γινόσουν ογδόντα έξι ετών.
Θα περίμενες άραγε να ζήσεις τόσο; Πολλές από τις συμμαθήτριές σου ζούν και είναι σχετικά καλά στην υγεία τους. Μακάρι να τα εκατοστίσουν και να τα ξεπεράσουν, θα είναι ένας τρόπος η μικρή Έλενα να μάθει για σένα από πρώτο χέρι! Σε κάθε περίπτωση, θα μπορούσες ακόμα να ήσουν μαζί μας. Δεν είσαι όμως, έτσι αποφάσισε ο Θεός, η μοίρα, το σύμπαν ή απλά η τύχη.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι θα σκεφτόσουν σήμερα. Ξέρω, είναι αδύνατον να το γνωρίζουμε αυτό. Μπορούν όμως να γίνουν κάποιες βάσιμες εικασίες. Θα μπορούσε να ξεκινήσει κάποιος από τις αξίες που καθόρισαν τη ζωή σου. Μεθοδολογικά είναι μάλλον ο πιο σωστός τρόπος, φοβάμαι όμως πως ένας τρίτος μπορεί να μιλήσει καλύτερα για τις αξίες ενός προσώπου απ' ότι το ίδιο του το παιδί. Η αγάπη είναι, κατά κάποιο τρόπο, ένας φακός παραμορφωτικός.
Θα μείνω λοιπόν σε κάτι που σίγουρα γνώριζα: Τι ήταν αυτά που σε απασχολούσαν.
Πρώτα απ' όλα σε απασχολούσαν τα παιδιά σου. Ήθελες να είναι καλά, να τα δεις ευτυχισμένα στις οικογένειές τους και να προοδεύουν. Σε φαντάζομαι χαμογελώντας να μου θυμίζεις το σοφό ρητό του Σόλωνα, όμως θα το ρισκάρω: Νομίζω θα ήσουν ικανοποιημένη.
Μετά σε απασχολούσε ο σύζυγός σου. Ο μπαμπάς μας. Η πάλη με την άνοια είναι άνιση. Πέρα από τον ασθενή, τη βιώνει εξίσου και όποιος τον φροντίζει και, το θυμάμαι καλά, δεν ήθελες να τον φροντίζει κανείς άλλος. Έχω τύψεις γιατί νομίζω πως αυτό τελικά επιδείνωσε την υγεία σου. Όσες φορές κι αν 'τρέξω' και πάλι στο μυαλό μου την εξέλιξη των γεγονότων, στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγω: Όσο κι αι έπρεπε να γίνει διαφορικά, όσο κι αν ήταν τεχνικά εφικτό να αναλάβει κάποιος άλλος, δεν θα το επέτρεπες ποτέ (ίσως εδώ να φανερώνεται μια αξία, για τις οποίες μιλούσαμε παραπάνω). Σε κάθε περίπτωση, τα πράγματα εξελίχθηκαν όσο καλά γινόταν. Η απουσία σου έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα, όμως οι καλύτερες δυνατές λύσεις δόθηκαν. Ο μπαμπάς, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, έμεινε μαζί μας έξι ακόμα χρόνια. Ικανοποιημένη εδώ δεν θα ήσουν, ποτέ δεν συμβιβάστηκες με την απώλεια. Θα το καταλάβαινες όμως σίγουρα πως η πραγματικότητα θέτει τα τελικά όρια.
Σε απασχολούσε η ευρύτερη οικογένεια σου, τα αδέρφια και τα ανίψια σου. Εδώ θα σε περίμενε μεγάλη στενοχώρια. Μπορεί να έφυγες πρώτη, όμως και τα αγαπημένα σου αδέρφια επίσης έφυγαν σχετικά νωρίς. Όταν όμως ξεπερνούσες την θλίψη θα το έβλεπες, σε γενικές γραμμές η οικογένεια προοδεύει.
Ερχόμαστε τώρα στα πιο δύσκολα: Σε απασχολούσε πολύ η εκπαίδευση. Τόσο σε όλη τη χώρα όσο και ειδικά στον Ασπρόπυργο. Σίγουρα θα χαιρόσουν με κάποιες επιτυχίες των σχολείων της περιοχής, με κάποιους συναδέλφους σου που ξεπερνούν τους εαυτούς τους φέρνοντας απρόσμενα καλά αποτελέσματα. Όμως οι ήρωες, όσο κι αν είναι θαυμαστοί, δεν αλλάζουν μόνοι τους τη ροή των πραγμάτων. Το συζητούσαμε, αυτές είναι οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Η εκπαίδευση στη χώρα μας, μη εξαιρουμένης της γενέτειράς μας, βυθίζεται αργά αλλά σταθερά στην παρακμή. Αυτό θα σε γέμιζε απαισιοδοξία. Νομίζω σε είχε ήδη γεμίσει ήδη, το μακρινό 2011.
Σε απασχολούσαν τέλος δυο βασικότατες έννοιες. Κάποιοι θα τις έλεγαν πολιτικές, εσύ όμως ποτέ δεν χρησιμοποίησες αυτήν τη λέξη. Νομίζω είχες κατακτήσει το προνόμιο να βλέπεις τα πράγματα, τις έννοιες στην ουσία τους, απαλλαγμένα από τους διάφορους "-ισμούς": Η δικαιοσύνη και η ισότητα στις ευκαιρίες.
Υπηρέτησες την εκπαίδευση τριάντα επτά ολόκληρα χρόνια. Τη μισή ζωή σου. Αυτά τα χρόνια, η διαδρομή από τον Ασπρόπυργο, στις Βουκολίες, στην Κάνδανο και στο Πέραμα Μυλοποτάμου, στα Μέγαρα, στην Κερατέα, στην Ελευσίνα και πάλι πίσω στον Ασπρόπυργο, δεν ήταν παρά μια μάχη, ή μάλλον καλύτερα, μια ωδή στη δικαιοσύνη και στην ισότητα των ευκαιριών.
Η δικαιοσύνη ξεκινά από το σχολείο. Εκεί το παιδί χτίζει τα θεμέλιά του για την κατανόηση της κορυφαίας αυτής έννοιας. Αν από το εκπαιδευτικό μας σύστημα απουσιάζει η δικαιοσύνη, αν το παιδί βλέπει να επικρατεί το άδικο, πώς είναι δυνατόν μετά να υπηρετήσει το δίκαιο στην κοινωνία; Όχι, δεν θα το κάνει και δεν θα φταίει για αυτό. Για κάθε συμπολίτη μας που αδικοπραττεί, ευθύνονται πρώτοι κάποιοι δάσκαλοι και κάποιοι καθηγητές.
Το ίδιο, ίσως ακόμα περισσότερο, ισχύει και για την ισότητα των ευκαιριών. Θυμάμαι να μου λες πως δεν μπορούσες να είσαι σημαιοφόρος, παρότι πρώτη σε βαθμολογία, καθώς τη δεκατία του 1950 ακόμα απαγορευόταν στις κοπέλες. Θυμάμαι την περηφάνια σου να λες πως ήσουν η πρώτη από το χωριό μας που πέρασε σε ανώτατη σχολή και ποτέ δεν θα ξεχάσω την περιγραφή της συζήτησης σου με τον παππού μου ώστε εκείνος όντως τελικά να δώσει την άδειά του να σπουδάσεις. Θυμάμαι να μου λες για τα απομακρυσμένα σχολεία στα οποία υπηρέτησες, υπό συνθήκες ακραίες που μόνο στον κινηματογράφο μπορεί να δει κανείς.
Μια ζωή λοιπόν αφιερωμένη στην ισότητα των ευκαριών στη μόρφωση. Και που φτάσαμε σήμερα, το 2022; Φτάσαμε να χαρακτηρίζει τη γενιά μας η ντροπιαστική ερώτηση "εσείς, σε ποιο σχολείο πηγαίνετε;".
Θα ήσουν, φοβάμαι, απολύτως απογοητευμένη.
Κάποια στιγμή κοντά στο απρόσμενο τέλος απηυδισμένη μου είχες πει: "να φύγετε, δεν γίνεται τίποτα εδώ, έχει χαθεί το παιχνίδι". Σου είχα απαντήσει θυμωμένος πως 'λες βλακείες'. Ότι 'υπάρχουν δυσκολίες', σίγουρα, 'αλλά όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο'. Σήμερα, έντεκα χρόνια μετά, το βλέπω: Ήμουν εντελώς εκτός πραγματικότητας. Το μυαλό μου πάει στους στίχους των Κατσιμιχαίων: "το κόλπο είναι στημένο και στα μέτρα σας". Είχες μεγάλο δίκιο.
Οι σκέψεις αυτές καταλήγουν στο εξής ερώτημα που φαντάζομαι βασανίζει πολλούς: Μπορεί η (όπως και να την ορίσει κανείς) επιτυχία στην ιδιωτική σφαίρα να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μιας αξιοβίωτης ζωής, την στιγμή που διαλύεται η δημόσια σφαίρα;
Μπορούμε να ζήσουμε στα όμορφα κλουβιά μας, παραδεχόμενοι την ήττα μας στην πόλη, μέσα εν τέλει από τη διάλυση, την κατάρρευση της πόλης; Μπορούμε να υπάρχουν ως πολίτες χωρίς πόλη; Ή μήπως το σύστημα για το οποίο μιλούσαν οι Κατσιμιχαίοι μας κάνει πιόνια σε μια σκακιέρα που παίζουν άλλοι; Μια αόρατη (ενίοτε και ορατή) ολιγαρχία της οποίας δηλώνουμε υπάκουοι υπήκοοι;
Η απάντησή μου είναι σαφής: Όχι, δεν είναι αξιοβίωτη η ζωή αυτή. Ο άνθρωπος είναι ον πολιτικό, έχει ανάγκη τη δημόσια σφαίρα. Η πόλη φέρνει τον πολιτισμό, αυτή μας κάνει πολίτες. Η πόλη, όχι το κλουβί του καθενός! Είμαι βέβαιος πως θα συμφωνούσες.
Θα ήθελα πολύ να κάνουμε αυτήν τη συζήτηση. Είναι μεγάλη η θλίψη που ξέρω ότι δεν θα την κάνουμε ποτέ. Και πάλι όμως, ακόμα και όταν αναρωτιέμαι "τι θα μου απαντούσες" και η απάντηση αυτή με βοηθά να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη, είναι βοήθεια μεγάλη.
Την οποία βοήθεια πια, έντεκα χρόνια μετά, έχω μάθει να την αποδέχομαι, να τη σέβομαι, μέχρι και να την απολαμβάνω.
Αγαπητοί φίλοι,
Σε συνέχεια προηγούμενου άρθρου μου, πολλοί φίλοι με ρώτησαν "για ποιο λόγο είμαι τόσο αντίθετος στη φύλαξη των πανεπιστημίων;". Καταλαβαίνω πως η ερώτησή τους είναι απόλυτα καλοπροαίρετη. Την ίδια στιγμή όμως είναι ενδεικτική του προβλήματος που υπάρχει στην ελληνική δημόσια σφαίρα, όπου η βιομηχανοποιημένη προπαγάνδα δεν αφήνει κανένα χώρο γόνιμου διαλόγου.
Με αυτήν την αδιανόητη προπαγάνδα, τα πανεπιστήμια παρουσιάζονται περίπου ως εστίες εγκληματικότητας που χρήζουν αστυνομικής λύσης, την οποία κάποιοι σταλινικοί και αναρχοαυτόνομοι δεν αφήνουν να λάβει χώρα. Το πρόβλημα όμως είναι εκείνο που περιγράψει πολλά στελέχη των ελληνικών πανεπιστημίων, συχνά μάλιστα προερχόμενα από τον πολιτικό χώρο του κυβερνώντος κόμματος: Το μείζον ζήτημα είναι πως η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων είναι 75% λιγότερη του κανονικού!
Όταν λοιπόν υπάρχει τέτοια ένδεια πόρων και η ελληνική κυβέρνηση, για την εξυπηρέτηση του δόγματος 'νόμος και τάξη' με στόχο τη δεξαμενή ψήφων της άκρας δεξιάς, αποφασίζει να διαθέσει ....30 εκατομμύρια ευρώ για την ...''πανεπιστημιακή αστυνομία", τότε είναι πολύ λογικό όλα τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας να εξεγείρονται.
Ναι, σίγουρα υπάρχει πρόβλημα φύλαξης στο ΟΠΑ, ίσως σε κάποιες σχολές του ΕΚΠΑ, του ΕΜΠ και του ΑΠΘ. Αυτά μόνο είναι το ελληνικό πανεπιστήμιο; Όχι δεν είναι μόνο αυτά. Υπάρχει πληθώρα πανεπιστημίων σε όλη τη χώρα που κάνει σοβαρότατο εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο, που είναι ακραία υποχρηματοδοτημένη και που αντί να τους δώσουν πόρους να κάνουν εκπαίδευση και έρευνα, τους λένε πως χρειάζονται "πανεπιστημιακή αστυνομία".
Πέραν πάσης αμφιβολίας βρισκόμαστε εν μέσω μιας πρωτόγνωρης επιχείρησης προπαγάνδας που απαξιώνει συνειδητά το ελληνικό πανεπιστήμιο με σκοπό τελικά να το ιδιωτικοποιήσει, όπως έκανε ήδη με επιτυχία στη β' βάθμια εκπαίδευση ("αλήθεια, εσείς σε ποιο [ιδιωτικό] σχολείο πηγαίνετε;" - η ερώτηση - ντροπή για την κοινωνία μας - κάθε σύγχρονου γονέα).
Πραγματικά κανείς λοιπόν δεν διαφωνεί για την ανάγκη φύλαξης στα πανεπιστήμια. Δικαίως όμως εξεγείρονται στην πανεπιστημιακή κοινότητα όταν βλέπουν μια μαζικη και αδιανόητη στρέβλωση της πραγματικότητας και μαζί με αυτή μια διάθεση πόρων όχι για την ίδια την εκπαίδευση και την έρευνα αλλά για την αστυνόμευση (πράξη που θα ενισχύσει αναμφίβολα τα φαινόμενα βίας και θα τα 'εξάγει' στη μεγάλη πλειοψηφία των πανεπιστημίων, από όπου μέχρι τώρα απουσιάζουν).
Το πρόβλημα κατ' εμέ πηγάζει από μια δογματική και αρρωστημένη αντίληψη ότι η δημόσια, δωρεάν τριτοβάμια εκπαίδευση είναι αναποτελεσματική. Τα δεδομένα όμως δείχνουν πως δεν είναι καθόλου αναποτελεσματική, αντίθετα μάλιστα, αποδίδει εξαιρετικά σε ένα περιβάλλον ακραίας υποχρηματοδότησης.
Τα πράγματα λοιπόν είναι απλά: Αύξηση του τακτικού προϋπολογισμού για την παιδεία, ώστε μεταξύ άλλων να καλυφθούν και οι ανάγκες φύλαξης - όμως πρώτα και κύρια να βελτιωθεί η εκπαίδευση και η έρευνα. Η παρουσία αστυνομικών μέσα στις Σχολές θα φέρει μόνο σύγκρουση και αναστάτωση και, το κυριότερο, θα είναι μια τεράστια σπατάλη πόρων που θα πάει πολύ πίσω το ελληνικό πανεπιστήμιο.
Οι νέοι της χώρας αξίζουν κάτι καλύτερο από αυτό.
Πριν από αρκετά χρόνια, όταν ήμουν πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Νέων Επιχειρηματιών - "Yes for Europe" (2011-2015), ακούγαμε δεκάδες ευρωπαϊκές περιφέρειες, πολλές φορές και χώρες ολόκληρες, να υπερηφανεύονται ότι είναι, ή ίσως πως σύντομα θα γίνουν, "η Silicon Valley της Ευρώπης". Το φαινόμενο είχε πάρει πραγματικά ακραίες διαστάσεις: Αν δεν με απατά η μνήμη μου το 2012 είχαμε μετρήσει περισσότερες από δεκαπέντε (15) "Silicon Valley της Ευρώπης".
Πέρα από το αστείο του πράγματος δύσκολα μπορεί κανείς να μην σχολιάσει το πόσο ρηχή είναι οι ανάλυση των εκάστοτε 'ιθυνόντων', τόσο σε τοπικό & περιφερειακό όσο και σε εθνικό & ευρωπαϊκό επίπεδο. Μιας μορφής πολιτικού και κοινωνικού επαρχιωτισμού που δεν αρμόζει στην Ευρώπη. Προφανώς είμαι ο τελευταίος που θα αρνηθεί την τεράστια αξία και τα αδιανότητα επιτεύγματα του οικοσυστήματος που μάθαμε να ονομάζουμε συλλήβδην "Silicon Valley". Αυτό που έχει συμβεί εκεί μετά τον Β' ΠΠ και ιδιαίτερα τα τελευταία πενήντα χρόνια είναι πραγματικά μοναδικό και αξιοθαύμαστο. Είναι όμως στα όρια του βλακώδους αν νομίζει κανείς ότι μπορεί να το αντιγράψει ή, ακόμα περισσότερο, ότι πρέπει να το αντιγράψει.
Στο Yes for Europe λέγαμε ότι "η Ευρώπη δικαιούται ένα δικό της, αυτόχθονο και πρωτότυπο μοντέλο ανάπτυξης το οποίο θα δίνει έμφαση κατά κύριο λόγο στη βιωσιμότητα και στην ισότιμη συμμετοχή". Νομίζω ότι η παραπάνω θέση είναι σήμερα απόλυτα επίκαιρη. Πλήθος αναλύσεων (πολύ συχνά μέσα από την ίδια τη Silicon Valley) αναδεικνύει τα τεράστια προβλήματα του συγκεκριμένου μοντέλου, είτε μέσα από εξώφθαλμες περιπτώσεις όπως η Theranos και η WeWork ή ακόμα και από περισσότερο περίπλοκες, θα έλεγε κανείς μέχρι και επικίνδυνα ύπουλες, όπως η τροπή που έχουν πάρει οι εταιρείες των κοινωνικών δικτύων.
Μέσα σε όλα αυτά, παραδέχομαι πως το πρόσωπό μου απέκτησε ένα πικρό χαμόγελο όταν τις προάλλες διάβασα για ...μια ακόμα ελληνική Silicon Valley που θα 'δημιουργηθεί στις παλιές εγκαταστάσεις της ΧΡΩΠΕΙ'. Το γεγονός ότι κάποιοι πιστεύουν πως η Silicon Valley έχει να κάνει με ...ντουβάρια έχει σίγουρα μια κωμική διάσταση. Αν σκεφτούμε πως η άποψη αυτή εκφράζεται από ανθρώπους επιφορτισμένους με τη λήψη σημαντικών αποφάσεων για τη χώρα, το αστείο μετατρέπεται σε μεγάλο κίνδυνο. Ή μάλλον σε προάγγελο πολλών ακόμα και μεγάλων χαμένων ευκαιριών.
Η Ελλάδα μπορεί να τα καταφέρει πολύ καλύτερα. Δεν χρειάζονται τα ντουβάρια της ΧΡΩΠΕΙ ούτε τα υποτιθέμενα κεφάλαια των ΣΔΙΤ. Αυτό που χρειάζεται είναι μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για την ανάπτυξης της οικονομίας της γνώσης, της συνεργασίας και της δημιουργικότητας η οποία κατά κύριο λόγο έχει να κάνει με τη δημόσια πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και κατά δεύτερο λόγο με την τριτοβάθμια εκπαίδευση και την έρευνα.
Πόσο είπαμε πως είναι ο προϋπολογισμός για την παιδεία ως ποσοστό του ΑΕΠ; Εκείνο το 15% που ζητούσαν οι γενιές του '60 και του '70 για πόσα χρόνια θα μείνει όνειρο μακρινό και απατηλό;
Σχετικά άρθρα από το ιστολόγιο:
Στα φοιτητικά μου χρόνια ήμουν πρόεδρος του Συλλόγου Φοιτητών του Τμήματος Επιστήμης Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Μεταξύ άλλων, μαζί με άλλους συμφοιτητές μου, εκπροσωπούσαμε τους φοιτητές στη Γενική Συνέλευση του Τμήματος - Μια ιδιαίτερα χρήσιμη εμπειρία πρέπει να πω η οποία με βοήθησε πολύ στη συνέχεια του επαγγελματικού μου βίου. Σε μια από αυτές τις συνεδριάσεις με μεγάλη έκπληξη άκουσα πως κάθε χρόνο το Υπουργείο Παιδείας "ρωτούσε" το Τμήμα πόσους εισακτέους φοιτητές ήθελε να έχει στο επόμενο έτος. Το Τμήμα πάντοτε απαντούσε "40" και τότε, μιλάμε για τα τέλη της δεκαετίας του 1990, το Υπουργείο σταθερά, με το "έτσι θέλω" αποφάσιζε "60".
Όταν μπήκα εγώ στο Τμήμα αυτό, πράγματι πέρναμε 60 νέους φοιτητές κάθε χρόνο, οι οποίοι όμως τελικά γίνονταν σχεδόν 70, αφού επιπλέον πέρναμε από διάφορες άλλες κατηγορίες, όπως ομογενείς, κλπ. Ο λόγος που το Τμήμα μας ζητούσε να έχει 40 φοιτητές δεν ήταν άλλος ότι τόσους νόμιζε πως μπορούσε να υποστηρίξει παρέχοντας ένα υψηλότατο επίπεδο σπουδών. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ο αυταρχισμός του ελληνικού κράτους που απαιτούσε να πάρει 50% περισσότερους φοιτητές δίχως να αυξήσει αντιστοίχως την χρηματοδότηση.
Ένας πολιτικός για τον οποίον έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά θετικά και πολλά αρνητικά, παρ' ολίγον πρωθυπουργός της χώρας μετά το 53-53-50 του Ιανουαρίου του 1996, ήταν ο Γεράσιμος Αρσένης (ο "50" στην παραπάνω τριπλέτα, όπου τα "53" ήταν του Σημίτη και του Άκη). Δεν είναι σκοπός μου στο άρθρο αυτό να κάνω μια συνολική αποτίμηση του έργου του Γεράσιμου Αρσένη, μπορώ όμως μετά βεβαιότητας να πω ότι στον χώρο της παιδείας βαρύνεται με ένα μεγάλο έγκλημα, έγκλημα μάλιστα που (ως συνήθως) βαφτίστηκε με ένα ωραίο όνομα: "Άνοιγμα του Πανεπιστημίου στην Κοινωνία".
Το 1995 και το 1996 που έδως πανελλήνιες οι πιθανότητες να περάσει κανείς σε ΑΕΙ ή ΤΕΙ ήταν σχετικά μικρές (και ήταν πολύ δύσκολο να περάσεις σε σχολές υψηλής προτίμησης - ένα πολύ ταλαιπωρημένο ζήτημα που έχω πολλές φορές θίξει σε αυτό το ιστολόγιο). Αν θυμάμαι καλά, στην πρώτη δέσμη (τώρα νομίζω λέγεται θετική-τεχνολογική κατεύθυνση) περνούσε περίπου ένας στους τρεις, ενώ στην τέταρτη δέσμη (οικονομικές σχολές κλπ) περνούσε ένας στου έξι.
Μετά το κατά Αρσένη άνοιγμα του πανεπιστημίου στην κοινωνία, έπρεπε πραγματικά να προσπαθήσεις για να μην περάσεις, καθώς υπήρχαν θέσεις για ένα ποσοστό της τάξης του 85% με 90% των υποψηφίων. Το ερώτημα βέβαια είναι "που θα περάσεις;". Ξαφνικά γέμισε η Ελλάδα με νέα τμήματα ΑΕΙ και ΤΕΙ τα οποία προκαλούσαν τόσο γέλιο όσο και κλάμα. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου στην Τρίπολη που βρέθηκε με δυο (!) σχεδόν ταυτόσημα τμήματα πληροφορικής, απλώς το ένα υποτίθεται είχε έμφαση στις τηλεπικοινωνίες... (ευτυχώς μετά από χρόνια συγχωνεύτηκαν).
Πανεπιστήμια και ΤΕΙ ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια, δίχως όμως να έχουν τις απαραίτητες υποδομές, δίχως να υπάρχει ο απαραίτητος προϋπολογισμός, δίχως να έχουν το απαραίτητο διδακτικό-ερευνητικό προσωπικό και, εννοείται, δίχως η χώρα να έχει οποιαδήποτε εκπαιδευτική και ερευνητική στρατηγική. Αυτό που συνέβαινε ήταν κάτι αντίστοιχο με την "οικονομική πολιτική των στρατοπέδων": Τα ακαδημαϊκά αυτά ιδρύματα δημιουργούνταν κατά βάση για να "στηρίξουν" άκουσον-άκουσον τις κατά τόπους οικονομίες με έναν ιδιαίτερα χαμηλής ποιότητας τρόπο (ενοίκια, κατανάλωση), καθώς βεβαίως και για να εξυπηρετήσουν διάφορα ρουσφέτια (είναι πολύ χαριτωμένη συχνά η ανθρωπογεωγραφία πολιτικών και άλλων "προσωπικοτήτων" που είναι, ο Μεγαλοδύναμος να τους κάνει, και "πανεπιστημιακοί").
Στο σημείο αυτό να σημειώσω πως δεν ήταν μόνο τα αμέτρητα ανούσια νέα Τμήματα αλλά και η δραματική αύξηση των εισακτέων στα υφιστάμενα: Το Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών που μετά βίας τα έβγαζε πέρα (για να έχει υψηλότετο επίπεδο, πάντα) με 60 εισακτέους, αναγκάστηκε να υποδεχτεί τελικά περί του 150 κάθε έτος!
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να καταλάβει πως μια τόσο τεράστια αύξηση της προσφοράς θέσεων θα είχει υποχρεωτικό επακόλουθο να πέσει η τιμή της θέσης, που στο συγκεκριμένο σύστημα είναι η βάση εισαγωγής. Πέρα από αυτό βέβαια δημιουργήθηκαν μια σειρά από παρακμιακά φαινόμενα, καθώς φτάσαμε να έχουμε τμήματα - σφραγίδες, ιπτάμενους καθηγητές, ανύπαρκτους φοιτητές και πολλά άλλα. Γιατί έγιναν όλα αυτά; Διότι το κατ' όνομα και μόνο "άνοιγμα του πανεπιστημίου στην κοινωνία" πολύ απλά είχε μοναδικό αποτέλεσμα την απόλυτη απαξίωση του πανεπιστημίου.
Καθώς κανείς δεν είχε τη δύναμη να θίξει την ουσία του ζητήματος, ότι δηλαδή ο αριθμός των εισακτέων πρέπει να μειωθεί σημαντικά, ότι πρέπει να έχουμε πολύ λιγότερα τμήματα και ότι αυτά τα λιγότερα τμήματα πρέπει να τα χρηματοδοτήσουμε πολύ, πολύ καλύτερα τόσο από τον τακτικό προϋπολογισμό για βασική έρευνα και εκπαιδευτικές δραστηριότητες όσο και με σειρά άλλων προγραμμάτων για εφαρμοσμένη έρευνα, επειδή λοιπόν κανείς δεν είχε τη δύναμη να μιλήσει την γλώσσα της αλήθειας, εφευρέθηκε το τέχνασμα της "βάσης του 10".
Οι πανελλήνιες εξετάσεις είναι απλά ένα φίλτρο κατάταξης. Δεν έχει σημασία ο απόλυτος βαθμός. Μπορεί μια χρονιά να έχει (πολύ) δύσκολα θέματα και ένας άριστος μαθητής να γράψει μαθηματικά 14. Μπορεί μια άλλη χρονιά να έχει (πολύ) εύκολα θέματα και ένας μέτριος μαθητής να γράψει μαθηματικά 17. Το απόλυτο νούμερο δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Η διαδικασία απλώς κατατάσσει τους υποψήφιους φοιτητές σε μια σειρά και μετά ανάλογα με τις προτιμήσεις τους και τις διαθέσιμες θέσεις, εισάγονται στα τμήματα.
Το πρόβλημα είναι ότι οι διαθέσιμες θέσεις είναι πάρα, πάρα πολλές, σε τμήματα που κανείς πραγματικά δεν θέλει να πάει, οπότε σε μια χρονιά με (σχετικά) δυσκολότερα θέματα θα δει κανείς φαινόμενα όπως αυτό που συζητήθηκε έντονα φέτος με το μαθηματικό της Σάμου, να περνά κανείς με πολύ χαμηλή βαθμολογία. Επειδή λοιπόν η γαλαζοπράσινη κακιστοκρατία δεν μπορούσε να πει στους τοπικούς κομματάρχες "ξέρεις, αυτό το Τμήμα που έχετε στο χωριό σας πρέπει να κλείσει", προσπάθησε να τους το πει πλαγίως "θα το κλείσουμε διότι δυστυχώς κανείς δεν περνάει τη βάση του 10 για να έρθει". Μιλάμε δηλαδή για απίστευτες γραφικότητες.
Η ορθολογική αντιμετώπιση του θέματος λοιπόν πρώτα και κύρια είναι η σημαντική μείωση του αριθμού τμημάτων και ταυτόχρονα η μείωση των εισακτέων ανά τμήμα. Παράλληλα, πρέπει επιτέλους να γίνει μια μακροπρόθεσμη εκπαιδευτική και ερευνητική στρατηγική για να δούμε πόσους νέους επιστήμονες τελικά χρειαζόμαστε σε κάθε γνωστικό πεδίο. Κατά τη διάρκεια του Erasmus μου στη Σουηδία μου είχε κάνει εντύπωση ο πολύ χαμηλός αριθμός των φοιτητών ανά έτος στο Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης. Τον συνέκρινα τότε με τους χιλιάδες νέους φοιτητές μαθηματικών που είχαμε κάθε χρόνο στην Ελλάδα (θυμάμαι είχα μετρήσει το 1998 τμήματα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Πάτρα και Ηράκλειο και όλοι μαζί είχαν > 1.000 νέους φοιτητές κάθε χρόνο, όταν η Στοκχόλμη είχε < 100). Το ερώτημα προκύπτει ξεκάθαρα: Γιατί συνέβη αυτό;
Συνέβη λοιπόν γιατί η κακιστοκρατία που κυβερνά την Ελλάδα τα τελευταία 50 χρόνια είχε μόνο δυο σταθερές:
- Οι πανελλήνιες είναι αδιάβλητες
- Από το δημόσιο δεν απολύεσαι ποτέ
...αυτή η στρέβλωση οδήγησε στην παρανοϊκή έννοια του "αδιόριστου πτυχιούχου" και της "επετηρίδας". Ήταν δηλαδή το κράτος υποχρεωμένο να προσλάβει τους πτυχιούχους, για αυτό και η ελληνική οικογένεια έκανε τέτοια τεράστια προσπάθεια να μπουν τα παιδιά της στο πανεπιστήμιο. Όχι για να μορφωθούν, αλλά για να αποκατασταθούν;
Που φτάσαμε λοιπόν; Φτάσαμε στο τραγελαφικό οι σχολές που τελικά "διορίζονται", επί παραδείγματι οι αστυνομικοί, να έχουν υψηλότατες βάσεις, ενώ άλλες, που "δεν διορίζονται" να είναι πρακτικά στα αζήτητα.
Αν κατάφεραν λοιπόν κάτι οι γαλαζοπράσινοι κύριοι και κυρίες που με απύθμενο θράσος σήμερα μας κουνάνε το δάχτυλο, ήταν μόνο εξής: Πλέον στις διαδηλώσεις μπορείς να φας ξύλο από αριστούχους, αφού τέτοιοι βαθμοί χρειάζονται για να μπει κάποιος στα τμήματα που οδηγούν στην Ελληνική Αστυνομία (βέβαια, επειδή οι αριστούχοι καμιά φορά χρησιμοποιούν και τον εγκέφαλό τους και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο για την κακιστοκρατία, φυσικά άνοιξαν και την πίσω πόρτα για είσοδο ημετέρων στην Ελληνική Αστυνομία μέσω ειδικών φρουρών κλπ).
Έχοντας κάνει λοιπόν σαφή τη θέση μου, ότι δηλαδή θέλουμε λιγότερα τμήματα, λιγότερους φοιτητές ανά τμήμα, πολύ (εννοώ πολύ) μεγαλύτερη χρηματοδότηση ανά τμήμα και (επιτέλους) μια ολοκληρωμένη εθνική εκπαιδευτική & ερευνητική στρατηγική, θα ήθελα να σημειώσω και το εξής:
Ζούμε σε μια κατάσταση βαθιάς παρακμής όπου οι διευθύνουσες ομάδες που κατέχουν τους θεσμούς (κράτος), είναι στην πραγματικότητα εναντίον του έθνους (ή του λαού, αν προτιμάτε). Αυτή λοιπόν η διευθύνουσα ομάδα, ενώ θεωρητικά θα ήθελε να ενισχύσει τους θεσμούς (πχ το Πανεπιστήμιο), στην πραγματικότητα της είναι εντελώς αδιάφορο πλέον. Όπως κάνουν οι πλούσιοι στις τριτοκοσμικές χώρες, η ομάδα αυτή είναι αυστηρά διαχωρισμένη από την υπόλοιπη κοινωνία: Τα παιδιά της πάνε σε ιδιωτικά σχολεία, εξετάζονται στα ΙΒ και σπουδάζουν στα πανεπιστήμα του εξωτερικού, κοιτώντας με λύπηση ή βδελυγμία εμάς τους βαλκάνιους ιθαγενείς.
Μέσα από την τάση αυτή, που αρχικά υπήρχε μόνο στην κορυφή της πυραμίδας αλλά σιγά σιγά πηγαίνει και προς την (και πάλι, ο Μεγαλοδύναμος να την κάνει) ανώτερη-μεσαία τάξη, θα σπάσει ίσως το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολίτευσης γύρω από τις πανελλήνιες και τον διορισμό στο δημόσιο. Θα σπάσει όμως μέσα από μια διαδικασία αποσάθρωσης η οποία δεν θα αφήσει τίποτα λειτουργικό πίσω της, παρά μόνο κάποιες νησίδες επιστημονικής και ερευνητικής αριστείας αποκλειστικά και μόνο χάρη στην αυταπάρνηση ορισμένων καθηγητών, ερευνητών και φοιτητών.
Είναι ένας κίνδυνος που πρέπει άμεσα να τον δει πρώτα και κύρια η νεολαία και να απαιτήσει τον εκσυγχρονισμό, την αναδιάρθρωση και την ισχυροποίηση των εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων της χώρας, διαδικασία που οπωσδήποτε πρέπει να έχει τα χαρακτηριστικά που περιγράφησαν παραπάνω. Τέλος, αν και θα χρειαζόταν ένα (ή και περισσότερα) άρθρο μόνο για αυτό, δεν γίνεται να μην πει κανείς ότι πρέπει να γίνει και μια πολύ σοβαρή αυτοκριτική στη μέση εκπαίδευση για το επίπεδο των σπουδών που παρέχει. Η αυτοκριτική αυτή οφείλει να ξεκινήσει (και ευελπιστώ ότι θα το κάνει) από την κοινότητα των ίδιων των καθηγητών.
![]() |
Ο Έκτορας προτρέπει τον Πάρη να πάρει μέρος στη μάχη. |
Αγαπημένε Δάσκαλε Μιχάλη Χαραλαμπίδη, Ήταν Ιούνιος του 1996, διάβαζα μαθηματικά για τις πανελλήνιες εξετάσεις της επόμενης μέρας. Στιγμή ιερ...