Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελένη Μπουγιατιώτου - Τσίγκου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελένη Μπουγιατιώτου - Τσίγκου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

Ογδόντα έξι

Σήμερα θα γινόσουν ογδόντα έξι ετών. 

Θα περίμενες άραγε να ζήσεις τόσο; Πολλές από τις συμμαθήτριές σου ζούν και είναι σχετικά καλά στην υγεία τους. Μακάρι να τα εκατοστίσουν και να τα ξεπεράσουν, θα είναι ένας τρόπος η μικρή Έλενα να μάθει για σένα από πρώτο χέρι! Σε κάθε περίπτωση, θα μπορούσες ακόμα να ήσουν μαζί μας. Δεν είσαι όμως, έτσι αποφάσισε ο Θεός, η μοίρα, το σύμπαν ή απλά η τύχη.

Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι θα σκεφτόσουν σήμερα. Ξέρω, είναι αδύνατον να το γνωρίζουμε αυτό. Μπορούν όμως να γίνουν κάποιες βάσιμες εικασίες. Θα μπορούσε να ξεκινήσει κάποιος από τις αξίες που καθόρισαν τη ζωή σου. Μεθοδολογικά είναι μάλλον ο πιο σωστός τρόπος, φοβάμαι όμως πως ένας τρίτος μπορεί να μιλήσει καλύτερα για τις αξίες ενός προσώπου απ' ότι το ίδιο του το παιδί. Η αγάπη είναι, κατά κάποιο τρόπο, ένας φακός παραμορφωτικός.

Θα μείνω λοιπόν σε κάτι που σίγουρα γνώριζα: Τι ήταν αυτά που σε απασχολούσαν.

Πρώτα απ' όλα σε απασχολούσαν τα παιδιά σου. Ήθελες να είναι καλά, να τα δεις ευτυχισμένα στις οικογένειές τους και να προοδεύουν. Σε φαντάζομαι χαμογελώντας να μου θυμίζεις το σοφό ρητό του Σόλωνα, όμως θα το ρισκάρω: Νομίζω θα ήσουν ικανοποιημένη.

Μετά σε απασχολούσε ο σύζυγός σου. Ο μπαμπάς μας. Η πάλη με την άνοια είναι άνιση. Πέρα από τον ασθενή, τη βιώνει εξίσου και όποιος τον φροντίζει και, το θυμάμαι καλά, δεν ήθελες να τον φροντίζει κανείς άλλος. Έχω τύψεις γιατί νομίζω πως αυτό τελικά επιδείνωσε την υγεία σου. Όσες φορές κι αν 'τρέξω' και πάλι στο μυαλό μου την εξέλιξη των γεγονότων, στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγω: Όσο κι αι έπρεπε να γίνει διαφορικά, όσο κι αν ήταν τεχνικά εφικτό να αναλάβει κάποιος άλλος, δεν θα το επέτρεπες ποτέ (ίσως εδώ να φανερώνεται μια αξία, για τις οποίες μιλούσαμε παραπάνω). Σε κάθε περίπτωση, τα πράγματα εξελίχθηκαν όσο καλά γινόταν. Η απουσία σου έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα, όμως οι καλύτερες δυνατές λύσεις δόθηκαν. Ο μπαμπάς, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, έμεινε μαζί μας έξι ακόμα χρόνια. Ικανοποιημένη εδώ δεν θα ήσουν, ποτέ δεν συμβιβάστηκες με την απώλεια. Θα το καταλάβαινες όμως σίγουρα πως η πραγματικότητα θέτει τα τελικά όρια.

Σε απασχολούσε η ευρύτερη οικογένεια σου, τα αδέρφια και τα ανίψια σου. Εδώ θα σε περίμενε μεγάλη στενοχώρια. Μπορεί να έφυγες πρώτη, όμως και τα αγαπημένα σου αδέρφια επίσης έφυγαν σχετικά νωρίς. Όταν όμως ξεπερνούσες την θλίψη θα το έβλεπες, σε γενικές γραμμές η οικογένεια προοδεύει.

Ερχόμαστε τώρα στα πιο δύσκολα: Σε απασχολούσε πολύ η εκπαίδευση. Τόσο σε όλη τη χώρα όσο και ειδικά στον Ασπρόπυργο. Σίγουρα θα χαιρόσουν με κάποιες επιτυχίες των σχολείων της περιοχής, με κάποιους συναδέλφους σου που ξεπερνούν τους εαυτούς τους φέρνοντας απρόσμενα καλά αποτελέσματα. Όμως οι ήρωες, όσο κι αν είναι θαυμαστοί, δεν αλλάζουν μόνοι τους τη ροή των πραγμάτων. Το συζητούσαμε, αυτές είναι οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Η εκπαίδευση στη χώρα μας, μη εξαιρουμένης της γενέτειράς μας, βυθίζεται αργά αλλά σταθερά στην παρακμή. Αυτό θα σε γέμιζε απαισιοδοξία. Νομίζω σε είχε ήδη γεμίσει ήδη, το μακρινό 2011.

Σε απασχολούσαν τέλος δυο βασικότατες έννοιες. Κάποιοι θα τις έλεγαν πολιτικές, εσύ όμως ποτέ δεν χρησιμοποίησες αυτήν τη λέξη. Νομίζω είχες κατακτήσει το προνόμιο να βλέπεις τα πράγματα, τις έννοιες στην ουσία τους, απαλλαγμένα από τους διάφορους "-ισμούς": Η δικαιοσύνη και η ισότητα στις ευκαιρίες.

Υπηρέτησες την εκπαίδευση τριάντα επτά ολόκληρα χρόνια. Τη μισή ζωή σου. Αυτά τα χρόνια, η διαδρομή από τον Ασπρόπυργο, στις Βουκολίες, στην Κάνδανο και στο Πέραμα Μυλοποτάμου, στα Μέγαρα, στην Κερατέα, στην Ελευσίνα και πάλι πίσω στον Ασπρόπυργο, δεν ήταν παρά μια μάχη, ή μάλλον καλύτερα, μια ωδή στη δικαιοσύνη και στην ισότητα των ευκαιριών.

Η δικαιοσύνη ξεκινά από το σχολείο. Εκεί το παιδί χτίζει τα θεμέλιά του για την κατανόηση της κορυφαίας αυτής έννοιας. Αν από το εκπαιδευτικό μας σύστημα απουσιάζει η δικαιοσύνη, αν το παιδί βλέπει να επικρατεί το άδικο, πώς είναι δυνατόν μετά να υπηρετήσει το δίκαιο στην κοινωνία; Όχι, δεν θα το κάνει και δεν θα φταίει για αυτό. Για κάθε συμπολίτη μας που αδικοπραττεί, ευθύνονται πρώτοι κάποιοι δάσκαλοι και κάποιοι καθηγητές.

Το ίδιο, ίσως ακόμα περισσότερο, ισχύει και για την ισότητα των ευκαιριών. Θυμάμαι να μου λες πως δεν μπορούσες να είσαι σημαιοφόρος, παρότι πρώτη σε βαθμολογία, καθώς τη δεκατία του 1950 ακόμα απαγορευόταν στις κοπέλες. Θυμάμαι την περηφάνια σου να λες πως ήσουν η πρώτη από το χωριό μας που πέρασε σε ανώτατη σχολή και ποτέ δεν θα ξεχάσω την περιγραφή της συζήτησης σου με τον παππού μου ώστε εκείνος όντως τελικά να δώσει την άδειά του να σπουδάσεις. Θυμάμαι να μου λες για τα απομακρυσμένα σχολεία στα οποία υπηρέτησες, υπό συνθήκες ακραίες που μόνο στον κινηματογράφο μπορεί να δει κανείς.

Μια ζωή λοιπόν αφιερωμένη στην ισότητα των ευκαριών στη  μόρφωση. Και που φτάσαμε σήμερα, το 2022; Φτάσαμε να χαρακτηρίζει τη γενιά μας η ντροπιαστική ερώτηση "εσείς, σε ποιο σχολείο πηγαίνετε;".

Θα ήσουν, φοβάμαι, απολύτως απογοητευμένη.

Κάποια στιγμή κοντά στο απρόσμενο τέλος απηυδισμένη μου είχες πει: "να φύγετε, δεν γίνεται τίποτα εδώ, έχει χαθεί το παιχνίδι". Σου είχα απαντήσει θυμωμένος πως 'λες βλακείες'. Ότι 'υπάρχουν δυσκολίες', σίγουρα, 'αλλά όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο'. Σήμερα, έντεκα χρόνια μετά, το βλέπω: Ήμουν εντελώς εκτός πραγματικότητας. Το μυαλό μου πάει στους στίχους των Κατσιμιχαίων: "το κόλπο είναι στημένο και στα μέτρα σας". Είχες μεγάλο δίκιο.

Οι σκέψεις αυτές καταλήγουν στο εξής ερώτημα που φαντάζομαι βασανίζει πολλούς: Μπορεί η (όπως και να την ορίσει κανείς) επιτυχία στην ιδιωτική σφαίρα να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μιας αξιοβίωτης ζωής, την στιγμή που διαλύεται η δημόσια σφαίρα;

Μπορούμε να ζήσουμε στα όμορφα κλουβιά μας, παραδεχόμενοι την ήττα μας στην πόλη, μέσα εν τέλει από τη διάλυση, την κατάρρευση της πόλης; Μπορούμε να υπάρχουν ως πολίτες χωρίς πόλη; Ή μήπως το σύστημα για το οποίο μιλούσαν οι Κατσιμιχαίοι μας κάνει πιόνια σε μια σκακιέρα που παίζουν άλλοι; Μια αόρατη (ενίοτε και ορατή) ολιγαρχία της οποίας δηλώνουμε υπάκουοι υπήκοοι;

Η απάντησή μου είναι σαφής: Όχι, δεν είναι αξιοβίωτη η ζωή αυτή. Ο άνθρωπος είναι ον πολιτικό, έχει ανάγκη τη δημόσια σφαίρα. Η πόλη φέρνει τον πολιτισμό, αυτή μας κάνει πολίτες. Η πόλη, όχι το κλουβί του καθενός! Είμαι βέβαιος πως θα συμφωνούσες.

Θα ήθελα πολύ να κάνουμε αυτήν τη συζήτηση. Είναι μεγάλη η θλίψη που ξέρω ότι δεν θα την κάνουμε ποτέ. Και πάλι όμως, ακόμα και όταν αναρωτιέμαι "τι θα μου απαντούσες" και η απάντηση αυτή με βοηθά να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη, είναι βοήθεια μεγάλη. 

Την οποία βοήθεια πια, έντεκα χρόνια μετά, έχω μάθει να την αποδέχομαι, να τη σέβομαι, μέχρι και να την απολαμβάνω.

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

Σε θυμάμαι

Σε θυμάμαι


Σε θυμάμαι να κατεβαίνεις τη Σαλαμίνος κοντά στο σπίτι
Ίσως γυρίζεις απ’ το σχολείο ή μπορεί να είχες πάει για ψώνια
Κουρασμένη φαντάζεις όμως χαμογελάς
Τη δουλειά πάντα χαιρόσουν

«Τι κάνεις Δημήτρη μου;» με ρωτάς
Με τρόπο που κάνει το σύμπαν να γεμίζει αγάπη
Φορτίο βαρύ
Και συνάμα ενέργεια αστείρευτη

Δεν είναι εύκολο να αγαπάς
Μα είναι σίγουρα το καλύτερο

«Να γίνεις ένας καλός και χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία»
Μου πες ένα πρωί τα πρώτα χρόνια του ογδόντα
Κι αυτή η προτροπή η τόσο απλά ειπωμένη
Αντηχεί ακόμα στα αυτιά μου
Νομίζω συνέχεια και πιο δυνατά
Σαν μελωδία γλυκιά και σαν πυξίδα ακριβείας

«Δεν γίνεται να μην υπάρχει θεός»
Μου είχες πει λίγο καιρό πριν το τέλος
Κι αυτή η απόλυτη σιγουριά σου
παράξενη τότε πολύ μου ακούστηκε

Μα τώρα πια καταλαβαίνω
Το σωστό έχει αξία από μόνο του
Θεός δεν μπορεί να μην είναι
Γιατί ο Θεός είναι μέσα μας
Οι πράξεις μας οι ίδιες τον φτιάχνουν

Γρήγορα ή αργά
Ο χρόνος την αλήθεια πάντα στο φως θα τη φέρει

Έφυγες μα είσαι παντού
Πως μπορούν οι νεκροί μιλάνε;
Δέκα χρόνια κι όλα μοιάζουν σαν χθες
Το ‘χες γράψει εξάλλου κι εσύ
Μόνο τότε πεθαίνουνε, όταν τους λησμονάνε

Σε θυμάμαι, μαμά
Σε θυμάμαι

Ασπρόπυργος, 27 Σεπτεμβρίου 2021

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Για τον Κώστα Μπουγιατιώτη

Σήμερα, παραμονή πρωτοχρονιάς του 2021, μας άφησε ο θείος μου, μικρός και αγαπημένος αδερφός της μητέρας μου, Κώστας Μπουγιατιώτης σε ηλικία 81 ετών. Απεβίωσε μετά από σύντομη νοσηλεία στο Θριάσιο Νοσοκομείο λόγω επιπλοκών του νέου κορωνοϊού. Η δύσκολη αυτή στιγμή γίνεται ακόμα δυσκολότερη από το γεγονός της αδιανόητης μοναξιάς που βιώνουν τα θύματα της πανδημίας στο τελευταίο στάδιο της ζωής τους. 

Σχεδόν ολόκληρη η οικογένεια του θείου μου νοσεί από τον κορωνοϊό. Η σύζυγος, τα παιδιά και τα εγγόνια του. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε απότομα, έγινε εισαγωγή στο νοσοκομείο και μόλις δυο μέρες αργότερα εξέπνευσε. Βάσει των κανονισμών για τον περιορισμό της πανδημίας, δεν μπορούσε να έχει συνοδό στο νοσοκομείο. Επίσης, δεδομένου ότι η οικογένειά του νοσεί, δεν θα μπορέσουν να τηρηθούν τα νεκρικά έθιμα και οι σχετικές παραδόσεις της περιοχής και στην εξόδιο ακολουθία δεν θα μπορέσουν να παρευρεθούν οι στενοί συγγενείς του. Μια μοναξιά που αναμφίβολα γεννά μεγάλη θλίψη.

Ο Κώστας Μπουγιατιώτης γεννήθηκε στον Ασπρόπυργο το 1939, τρίτο παιδί του Φώτη Μπουγιατιώτη και της Σιδερής Τσίγκου. Ο παππούς μου χάρηκε που "επιτέλους έκανε παιδί", αφού είχε ήδη δυο κόρες, την Ξανθή το 1935 και την Ελένη το 1936, φράση που στα αυτιά μας τώρα ηχεί απολύτως απαράδεκτη, τότε όμως ήταν απολύτως φυσιολογική.

Η οικογένεια ήταν πολύ φτωχή και τα παιδιά χρόνια δύσκολα. Ο παππούς μου ήταν τσοπάνος και τα πρόβατα σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν σταθερό εισόδημα ενώ η εκμετάλλευση που υφίσταντο οι κτηνοτρόφοι της εποχής από τους μεσάζοντες ξεπερνά τη χειρότερη σημερινή φαντασία. Οι μεγάλες δυσκολίες της παιδικής ηλικίας όμως είχαν και μια θετική συνέπεια: Τα τρία αδέρφια, η Ξανθή, η Ελένη και ο Κωστάκης (καθότι ο μικρός της οικογένειας, συνεχίσαμε να τον αποκαλούμε έτσι μέχρι τα γεράματά του) ανέπτυξαν έναν ισχυρότατο δεσμό. Μια σχέση αλληλοϋποστήριξης και ενδιαφέροντος που συχνά έφτανε στην αυταπάρνηση. Έχω την εντύπωση πως σήμερα ένας ειδικός θα έκρινε την σχέση αυτή ως 'υπερβολική', ότι ίσως έφτανε μερικές φορές να είναι βάρος παρά βοήθεια. Σε κάθε περίπτωση ήταν απαραίητη για την επιβιωσή τους στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και στα μαύρα χρόνια που την ακολούθησαν.

Το ενδιαφέρον ήταν πως ο Κωστάκης εξελίχθηκε σε άριστο μαθητή. Ήμουν περίπου 25 ετών όταν έτυχε να δω τον θείο μου, που εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος στα Ναυπηγεία Σκαραμαγά, να γράφει ένα χειρόγραφο σημείωμα και εξεπλάγην από τον άριστο γραφικό του χαρακτήρα και την ορθογραφία του - Σίγουρα κάτι πολύ ανώτερο εκείνου που περιμένεις από έναν άνθρωπο με τη δική του τυπική μόρφωση και επάγγελμα.

Δυστυχώς όμως η φτώχεια είναι σκληρή: Η μητέρα μου ήταν άριστη μαθήτρια, όπως και ο θείος. Ήταν όμως πρακτικά αδύνατον για οικονομικούς λόγους να σπουδάσουν και οι δυο, η οικογένεια χρειαζόταν χέρια στις δουλειές. Ο Κωστάκης έκανε πίσω και εκείνη που σπούδασε ήταν η μητέρα μου, η Ελένη. Είναι τόσο περίεργο να συνειδητοποιώ πως η ίδια μου η ύπαρξη εν τέλει καθορίστηκε από μια απόφαση που πάρθηκε σε ένα φτωχό κτηνοτροφικό σπίτι στις αρχές της δεκαετίας του '50. Πέρα από κάθε αμφιβολία, αν η μητέρα μου δεν είχε σπουδάσει θα είχε ζήσει μια εντελώς διαφορετική ζωή, με ότι αυτό συνεπάγεται. Ξέρω ότι η μητέρα μου ένιωθε μέχρι το τέλος της ζωής της μεγάλη ευγνωμοσύνη για το γεγονός αυτό, που ίσως συνετέλεσε στο πόσο δεμένοι που φαινόταν με τον αδερφό της.

Η συνέχεια για τον θείο μου ήταν η εξής: Στα τέλη της δεκαερίας του '50 έκανε τη θητεία του στην αεροπορία όπου ειδικεύτηκε ως ηλεκτρολόγος ενώ συνέχισε την εκπαίδευσή του στο ίδιο αντικείμενο, στην αρχή της δεκαετίας του '60 στις "Τεχνικές Σχολές Αθηνών και Περιστερίου 'Ο Αϊνστάιν'". Εργάστηκε στη συνέχεια σαν ηλεκτρολόγος σε ένα νοσοκομείο των Αθηνών και κάποια στιγμή προσελήφθη στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά την εποχή που εκείνα άνηκαν στον Σταύρο Νιάρχο και εξειδικεύτηκε στην ηλεκτρολογία της ναυπηγικής. Έζησε όλη τη διαδρομή της μεγάλης αυτής επιχείρησης, που εν τέλει έγινε προβληματική, ένα διάστημα έμεινε κλειστή και στη συνέχεια πέρασε στο ελληνικό δημόσιο - τα προβλήματά της όμως συνεχίζονται μέχρι σήμερα, δυστυχώς.

Το 1976 ο Κώστας Μπουγιατιώτης παντρεύτηκε την Φωτεινή Αγαθή και έκανε μια πολύ όμορφη οικογένεια αποκτώντας μάλιστα δυο κόρες, την Ισιδώρα και την Κατερίνα. Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές έρχεται στο μυαλό μου ένας ορμητικός χείμαρρος αναμνήσεων από τα παιδιά μου χρόνια, τις επισκέψεις στο πατρικό της μαμάς για να δούμε τον παππού και τη γιαγιά, τις εκδρομές 'στο μαντρί' που κάναμε κάθε χρόνο την Καθαρά Δευτέρα και την πρωτομαγιά, τον τρύγο που γινόταν στα αμπέλια στα Σκούρτα και αμέτρητες άλλες βόλτες, εκδρομές και διακοπές που κάναμε μαζί. Νιώθω πραγματικά πολύ τυχερός που οι άνθρωποι αυτοί εμπλούτισαν την παιδική μου ηλικία, ενώ μεγαλώνοντας έβλεπα στον θείο μου έναν άνθρωπο με τον οποίο μπορούσα πάντοτε να κάνω μια αξιόλογη συζήτηση, με τον λόγο του να είναι πάντα σοβαρός, ρεαλιστικός και μετρημένος. 

Τα εργασιακά προβλήματα βέβαια συνεχίστηκαν και κάποια διαστήματα εντάθηκαν ιδιαίτερα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ που κάποια στιγμή στα μέσα της δεκαετίας του '80 τα ναυπηγεία είχαν μείνει κλειστά για πολλούς μήνες και οι εργαζόμενοί τους πρακτικά ήταν άνεργοι. Σε κάποια στιγμή απόγνωσης, άκουσα τον θείο μου να λέει στον πατέρα μου ότι "το να παίρνεις μικρό μισθό, είναι πρόβλημα αλλά κάπως παλεύεται. Το να είσαι άνεργος όμως και να μην παίρνεις τίποτα, όχι, δεν παλεύεται". Πρέπει να ήμουν ίσως 8 ή 9 ετών τότε όταν είδα στα μάτια και στον τόνο της φωνής ενός δικού μου ανθρώπου τι σημαίνει η ανεργία.

Ευτυχώς δόθηκε κάποια λύση τότε στα αδιέξοδα των ναυπηγείων και ο θείος μου συνέχισε να εργάζεται μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε. Εργαζόμενος σκληρά και με πενιχρά μέσα, κατάφερε να κάνει ένα πραγματικό άλμα στο βιοτικό επίπεδο της οικογένειάς του: Και οι δυο του κόρες απέκτησαν ανώτερη μόρφωση και βρήκαν μια καλή εργασία, έχτισε ένα υπέροχο σπίτι επαρκές για να στεγάσει την οικογένειά του και αργότερα τις οικογένειες των παιδιών του και, όταν πλέον είχε συνταξιοδοτηθεί, έφτιαξε έναν καταπληκτικό ελαιώνα στα κτήματα που ο πατέρας του παλιότερα χρησιμοποιούσε για τα πρόβατα.

Διάβασα πρόσφατα ένα γνωστό μυθιστόρημα, τον "Στόουνερ" του John Williams. O ήρωας του μυθιστορήματος εκείνου εκ πρώτης όψεως ζει μια απλή, προβλέψιμη, για κάποιους ίσως μέτρια και βαρετή ζωή. Μετά από λίγο όμως καταλαβαίνει ο αναγνώστης πως αυτή ακριβώς η "ζωή του απλού ανθρώπου" μπορεί να είναι έμπλεη νοήματος και συναισθημάτων σε βαθμό που δύσκολα μπορεί κανείς να περιμένει, ενώ αντίθετα άνθρωποι που πέτυχαν την καταξίωση, την αναγνωρισιμότητα και την προβολή μπορεί εν τέλει να στερήθηκαν αυτά ακριβώς τα βασικά: Το νόημα και το συναίσθημα.

Ο θείος μου έζησε μέχρι τα 81 του χρόνια. Είδε δυο εγγόνια, τα οποία σήμερα είναι 11 ετών. Είδε τα παιδιά του να προοδεύουν και να είναι ευτυχισμένα. Σίγουρα αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες και οη ζωή του είχε συχνά προκλήσεις και εντάσεις. Έζησε όμως αληθινά, έζησε με νόημα και με αξιοπρέπεια. Πάλεψε σε συνθήκες πολύ δύσκολες επιδεικνύοντας ακεραιότητα χαρακτήρα που όσα λόγια θαυμασμού κι αν γράψω, δεν θα είναι επαρκή. Αντιμετώπισε με λεβεντιά τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν τα τελευταία χρόνια και δεν λύγισε ποτέ, ούτε όταν ήρθε αντιμέτωπος με τον κορωνοϊό.  

Πάντα εκεί στις δύσκολες στιγμές, ο Κώστας Μπουγιατιώτης ήταν ένας άνθρωπος αξιόπιστος και ειλικρινά καλοπροαίρετος στον οποίο μπορούσες να βασιστείς. Ήταν ένας εξαίρετος γιος, αδερφός, σύζυγος, πατέρας και παππούς. Σίγουρα ήταν και ένας ιδιαίτερα αγαπημένος θείος που θα τον θυμάμαι με αγάπη μέχρι το τέλος της ζωής μου.


Ο θείος μου, Κώστας Μπουγιατιώτης στις αρχές της δεκαετίας του '90



Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

Αδιάφορο οι μήνες κι αν περνάνε

Το 2002 πέθανε σε ιδιαίτερα μεγάλη ηλικία μια θεία της μαμάς μου την οποία όλοι ξέραμε ως "θείτσα Μαρίκα". Τα εγγόνια της (δεύτερά μου ξαδέρφια δηλαδή), που τότε μάλλον θα πήγαιναν στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, είχαν στενοχωρηθεί πολύ. Όπως έμαθα αργότερα από τους ίδιους, η μητέρα μου προσπαθώντας να τους παρηγορήσει τους έδωσε τους εξής στίχους γραμμένους σε ένα χαρτί:

Αδιάφορο κι αν πέθανες
Εμείς δεν σε ξεχνάμε
Τότε οι νεκροί πεθαίνουνε

Όταν τους λησμονάνε.


Το ιδιόχειρο σημείωμα της μητέρας μου προς τα ανίψια της όταν πέθανε η γιαγιά τους


Τα χρόνια πέρασαν και κάποια στιγμή αποφάσισα να μάθω την προέλευση των στίχων αυτών. Γρήγορα βρήκα πως πρόκειται για το ποίημα "Η ζωντανή νεκρή" του Κώστα Ουράνη.

Το παραθέτω εδώ:

Ἡ ζωντανὴ νεκρή

Δὲν πέθανες! Στὴν κάμαρα ἀκόμα τ᾿ ἄρωμά σου
εἶναι ἁπλωμένο ὡς τώρα δὰ νὰ μ᾿ ἄφησες, κι ἀπάνω
στὸν καναπὲ ἀτέλειωτο μένει τὸ κεντημά σου
καὶ τὸ κομμάτι πού ῾παιζες εἶναι ἀνοιχτὸ στὸ πιάνο.

Ἀπάνω στὸ τραπέζι μου πάντα ἡ δική σου εἰκόνα,
ποῦ πάντα μὲ τὴν ἥμερη ματιά της μὲ κοιτάζει,
καὶ δὲν εἶναι ὁ ἄνεμος, μὰ εἶσαι ἐσύ, τὴν πόρτα
ποὺ μισανοίγεις γιὰ νὰ μπεῖς τὴν ὥρα ποὺ βραδυάζει.

Δὲν πέθανες. Εἶσαι παντοῦ καὶ εἶσαι μέσα σὲ ὅλα:
στῶν ρόδων τὸ ξεφύλλισμα, στὸ στεναγμὸ τοῦ ἀγέρα,
στὰ νέφη ποὺ χρυσίζουνε σὰν πάει νὰ σβήσει ἡ μέρα
κι ὡς καὶ τὶς νύχτες δίπλα μου σὲ νοιώθω ξαπλωμένη...

Δὲν πέθανες. Ἀδιάφορο οἱ μῆνες κι ἂν περνᾶνε:
τότε οἱ νεκροὶ πεθαίνουνε, ὅταν τοὺς λησμονᾶνε!

Οχτώ χρόνια μετά, το μυαλό μου ακόμα δεν έχει μπορέσει πλήρως να επεξεργαστεί τι έγινε εκείνη την Τρίτη το πρωί. Η απώλεια ίσως να ξεπερνά τις ερμηνευτικές μας δυνατότητες. Όποτε δυσκολεύτηκα πολύ, πάντα βρήκα γαλήνη στην ανάγνωση αυτού του ποιήματος. Είναι μαγικό πράγμα η ποίηση και εξαιρετικός ο Κώστας Ουράνης.


Η μητέρα μου στα Χανιά τον Αύγουστο του 2009
Η Ελένη Μπουγιατιώτου μας άφησε απρόσμενα το πρωί της Τρίτης 27 Σεπτεμβρίου 2011, δυο μέρες αφότου έκλεισε τα 75 της χρόνια.


Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Σήμερα θα 'ταν τα γενέθλια σου

Σε σκέφτομαι να κάθεσαι στον καναπέ. Να σε ρωτάω τι κάνεις και να μου απαντάς ότι τώρα πια γέρασες και σημασία έχει τι κάνουμε εμείς. Να με ρωτάς τι γίνεται στη δουλειά. Τι κάνουν ο Βαγγέλης, ο Θανάσης και ο Σάκης με το ηλεκτρονικό φροντιστήριο. Να σου λέω ότι πάνε καλύτερα τα πράγματα και να απαντάς αμέσως ότι με δουλειά και υπομονή όλα θα γίνουν.

Φαντάζομαι να σου λέω πως ο Βαγγέλης και ο Σάκης παντρεύτηκαν και έχουν δυο παιδιά πια. Να χαίρεσαι, να μου λες να ζήσουν μα και αμέσως να αναρωτιέσαι εγώ τι κάνω, τι περιμένω, κι εγώ αμέσως να απαντάω πως όλα θα γίνουν στην ώρα τους.

Σκέφτομαι μετά να με ρωτάς τι κάνει ο κύριος Πρύτανης κι εγώ να σου λέω τα δυσάρεστα. Φαντάζομαι να στενοχωριέσαι, να αναρωτιέσαι μα πως έγινε αυτό, να λες ότι ήταν άδικο.

Μετά ίσως η σκέψη σου πήγαινε στα αδέρφια σου. Θα μου έλεγες για τη θεία Ξανθή, πόσο είχε δουλέψει, πόσο είχε ταλαιπωρηθεί. Και πόσο όμως πρέπει να χάρηκε με τις κόρες, τον γαμπρό και την εγγονή της. Δύσκολη η ζωή, σίγουρα, υπάρχει όμως και ανταμοιβή θα μου έλεγες.

Σίγουρα θα μιλούσες μετά για τον θείο τον Κωστάκη. Θα μου λεγες ξανά ότι θα μπορούσε να έχει σπουδάσει και να κάνει σπουδαία πράγματα, όμως οι καταστάσεις, τότε στη δεκαετία του 50, ήταν δύσκολες και δεν το επέτρεψαν αυτό να γίνει. Ευγνωμοσύνη θα έδειχνες ακόμα μια φορά για τη μεγάλη βοήθεια του.

Μετά θα μου έλεγες για τον μπαμπά. Φλεβάρη του 2011 χιόνιζε, είχε πέσει και είχε χτυπήσει. Πόναγε στον ώμο. Είπα θα τον πάω στο νοσοκομείο να δούμε, γιατί ο γιατρός λέει πως τα χτυπήματα αυτά καμιά φορά είναι ύπουλα. Πρόσεξε Δημήτρη μου μου είχες πει γιατί έχει δουλέψει πολύ και είναι καλός άνθρωπος. Καμιά φορά τους γέρους στα νοσοκομεία δεν τους προσέχουν πολύ, είχες συνεχίσει. 

Ξαφνιάστηκα τότε. Για ποιο λόγο έλεγες το αυτονόητο, αυτό που ξέραμε όλοι; Ίσως μετά από χρόνια να έχω καταλάβει. Τα αυτονόητα νιώθουμε την ανάγκη να τα επαναλαμβάνουμε σε στιγμές κομβικές, όπου οι λέξεις έχουν άλλη διάσταση και άλλη σημασία. Ένα πρόσεχε, ένα σ'αγαπώ, μπορεί να συμπηκνώσει όλη την αγάπη του κόσμου.

Δεν ξέρω αν θα μπορούσες να ξεπεράσεις την απώλεια του. Η στενοχώρια σου σίγουρα θα ήταν ανείπωτη, ίσως όμως και να έλεγες πως επιτέλους αναπαύτηκε και ότι, από ένα σημείο και μετά, η ζωή με το αλτσχάιμερ δεν έχει νόημα κανένα. Ήταν άδικο αυτό που συνέβαινε και σε είχε καταβάλλει.

Μετά όμως θα μιλούσαμε για τα ευχάριστα. Θα με ρωτούσες για τη Βάλια και τον μικρό Γιώργο. Πως τα πηγαίνουν στο προνήπιο, εάν έχουν προσαρμοστεί, εάν έχουν κάνει φίλους. Τι κάνει η Καλίνα, ο κύριος Γιάννης και η κυρία Κική. Αν πηγαίνουμε στο Άστρος και αν οι δικοί τους είναι όλοι καλά.

Ίσως μετά να μιλούσαμε και για την κοινωνία. Σοκαρισμένη θα ήσουν σίγουρα από τα γεγονότα. Πως πάψαμε να είμαστε άνθρωποι σε τόσες πτυχές της ζωής μας. Αν χρειαστεί, μη διστάσετε να φύγετε μου είχες πει. Τόσο από τον Ασπρόπυργο όσο και από την Ελλάδα. Σημασία έχει να προχωρήσετε μπροστά, να προοδεύσετε και μόνον έτσι θα μπορέσετε να βοηθήσετε και τον τόπο.

Χθες ήμουν σε μια συναυλία του Σαββόπουλου στο Ηρώδειο. Πρώτη φορά. Θυμήθηκα εκείνη την επίσκεψη στο νέο μουσείο της Ακρόπολης - ήταν δίπλα, βλέπεις - που ανέβαλα εκείνο το Αυγουστιάτικο Σάββατο για μια άλλη φορά. Μια άλλη φορά που δεν ήρθε ποτέ.

Είπε ο Σαββόπουλος ότι του λείπουν μερικές στιγμές αφόρητα οι γονείς του. Νομίζω πολλοί στο ακροατήριο ένιωσαν να μιλάει στην καρδιά τους - είναι αφόρητο το κενό. Γεμίζει συχνά με μια πολύ γλυκιά ανάμνηση, με ένα λαμπερό φως. Δεν παύει να είναι κενό όμως και στη δύσκολη στιγμή πάντα θα υπενθυμίσει την απώλεια.

Είπε ακόμα για ένα τραγούδι από την εποχή των γονιών του - που νομίζω θα το θυμόσουν κι εσύ, σίγουρα:

«Ας ερχόσουν για λίγο
μοναχά για ένα βράδυ
να γεμίσεις με φως
το φριχτό μου σκοτάδι
και στα δυο σου τα χέρια
να με σφίξεις ζεστά
ας ερχόσουν για λίγο
κι ας χανόσουν μετά»

Το ξέρω, είναι διαφορετικό το περιεχόμενο του τραγουδιού. Λέει όμως κάτι τόσο δυνατό. Ας ερχόσουν για λίγο κι ας χανόσουν μετά.

Σκέφτομαι πάλι πως αν με έβλεπες να δακρύζω γράφοντας ένα κείμενο χαράματα 25ης Σεπτεμβρίου, μάλλον θα μου  χαμογελούσες με μια σιγουριά που τόσο με ηρεμούσε ότι κι αν συνέβαινε, και θα μου έλεγες πως τότε, όταν χάσαμε τον παππού, πόσο χαζή ήσουν που αντέδρασες με τόσο ακραία θλίψη, γιατί τι πιο φυσικό για έναν γέρο από το να πεθάνει. Γιατί λοιπόν εγώ να κάνω έτσι;

Τα χρόνια περνάνε. Η ανάμνηση όμως είναι πιο ζωντανή από ποτέ. Το μυαλό μου είναι ακόμα μπερδεμένο. Την απώλεια δεν μπορώ να τη διαχειριστώ καλά. Ίσως μεγαλώνοντας να αρχίσω να τα καταφέρνω καλύτερα.

Ήταν δυο μέρες μετά τα γενέθλια σου. Πάγωσα όταν άκουσα τον Βασίλη στο τηλέφωνο. Λίγη ώρα μετά, τρεις λέξεις κυριαρχούσαν στο μυαλό μου. Πίστη, Λόγος, Αγάπη. Ένα τρίπτυχο υπέροχο για να πορεύεται κάνεις στη ζωή. Ελπίζω πως θα συμφωνούσες.

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

Ενα γράμμα στη Μαμά και στον Μπαμπά — Του Βασίλη Τσίγκου

Δημοσιεύτηκε από τον Βασίλη Τσίγκο στο Facebook στις 27/9/2017
 
27/09/2011. Μια ημερομηνία η οποία στάθηκε σταθμός στην έως τώρα ζωή μου. Ξαφνικά μπαίνοντας στην πατρική μας κατοικία στον Ασπροπυργο (με απορία πως δεν είχες κατέβεις να ανοίξεις ακομα το γραφείο, όπως έκανες καθε εργάσιμη) διαπιστώνω με τρόμο οτι κοιμάσαι. Κοιμάσαι όμως όχι για την βραδινή σου ανάπαυση, αλλά κοιμάσαι (με μια πολύ γλυκιά έκφραση στο πρόσωπο σου) για το μεγάλο ταξιδι που ολοι ξέρουμε οτι κάποια στιγμή θα κάνουμε, αλλα ποτέ, μα ποτέ δεν θελουμε να πιστέψουμε οτι θα συμβεί σε εμάς ή σε δικούς μας άνθρωπους.

Ξάφνου συνειδητοποιώ οτι η ζωή μου δεν θα είναι πια η ιδια. Δεν θα ξανακούσω την φωνή σου. Δεν θα είσαι εκεί, όπως ήσουν πάντοτε, είτε έκανα κάτι σωστό και με επιβράβευες ή έκανα κάτι λάθος και με τον τρόπο που μόνο εσυ ήξερες (δίχως να προσβάλλεις ή να μειώσεις τον συνομιλητή σου) μου έδινες να καταλάβω οτι πρέπει να το διορθώσω.

Η απώλεια δύσκολα διαχειρίσιμη διότι ήταν ξαφνική. Σε ενοχλούσε αφάνταστα που ο μπαμπάς είχε αρχίσει να ξεχνάει και θυμώνες με αυτό. Εγώ και ο Δημήτρης σου λέγαμε Μαμά μην στεναχωριέσαι, εμείς είμαστε εδώ και θα βοηθήσουμε τον μπαμπά. Θέλαμε εγώ και ο Δημήτρης να απολαύσετε αμφότεροι την ζωή σας ως συνταξιούχοι μετα απο απίστευτη κούραση που είχατε πέρασει, εσύ ως καθηγήτρια φιλόλογος - με πάθος για την εκπαίδευση - για 37 έτη συνεχόμενης διδασκαλιας και ο μπαμπάς ως Λογιστης στον ΑΣΠΡΟ από το 1948 και στο γραφείο του αργότερα.

Πηγαίναμε οικογενειακώς διακοπές καθε καλοκαιρι και αποτελούσαμε θέαμα για την ομήγυρη μας. Δυο αγόρια στα 30+ να συνοδεύουμε τους υπερηλίκους γονείς μας στις διακοπές τους. Εγώ και ο Δημήτρης όμως χαιρόμασταν παρα πολυ για αυτές τις μέρες που περναγαμε μαζί σας, ιδίως στα Χανιά της Κρήτης που περάσαμε τα 10 τελευταία καλοκαίρια έως την 27/09/2011. Ήταν για εμάς το λιγότερο που μπορούσαμε να κάνουμε για δυο ανθρώπους που μας προσέφεραν τα πάντα . Κυριολεκτικά τα πάντα . Η φωτογραφία σας απο το καλοκαιρι του 2010 στο παλιό λιμάνι των Χανίων ειναι ανεξίτηλα χαραγμένη στην μνήμη μας .

Φέτος, την 27/09/2017 ούτε ο μπαμπάς ειναι μαζί μας πια. Εδώ και λίγους μήνες ήρθε να σε βρει να είστε πάλι μαζί οπως ήσασταν απο το μακρινό 1975. Το τραπέζι στο παλιό λιμάνι των Χανίων ειναι άδειο πια . Ευτυχώς όμως εγώ και ο Δημήτρης είμαστε γεμάτοι με αυτά που μας διδάξατε. Σας ευχαριστούμε και τους δυο πάρα πολυ. Ειλικρινά και εκ βαθέων. Μακάρι να προσφέρω και εγώ στον Γιώργο και στη Βαλια και ο Δημήτρης μελλοντικά στα παιδιά του αυτά που κάνατε εσείς για εμάς. Και δεν μιλάω για τα υλικά αγαθά. Μιλάω για την αγάπη που μας δείξατε και το τι σημαίνει αγάπη στην πράξη. Μας λείπετε. Μας λείπετε υπερβολικά. Αλλα είμαστε ευτυχείς και πλήρεις με αυτά που μας δώσατε. Σας αγαπάμε. Να είστε χαμογελαστοί εκεί που είστε. Ναι, έχουμε προβλήματα εδώ, αλλα είμαστε υποχρεωμένοι να τα ξεπεράσουμε και θα τα ξεπεράσουμε.

Με πολλή πολλή αγάπη τα παιδιά σας, Βασίλης και Δημήτρης.

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

Λόγος να ζεις: Ένας καλός άνθρωπος

Δεν ήμουν ποτέ "της εκκλησίας". Δεν είμαι ούτε και τώρα. Συνήθιζα μάλιστα να λέω σε φίλους πως "είμαι άθεος". Είναι σε μένα βλέπετε τόσο απεχθείς οι διάφορες εκκλησιαστικές συμμορίες που λυμαίνονται τον ανθρώπινο φόβο για το θάνατο που με έκαναν εχθρικό απέναντι στην εκκλησία, ίσως και στην έννοια της θρησκείας.

Από τότε όμως που ήρθα αντιμέτωπος με το μη-αναστρέψιμο, προτιμώ να λέω πως είμαι "αγνωστικιστής", χωρίς βέβαια να έχω μελετήσει σε βάθος την επιστημονική έννοια του όρου. Εκφράζει όμως καλά αυτό που νιώθω, αντιγράφοντας από τη Wikipedia μια ρήση του Δραβίνου: "Σκέφτομαι ότι σε γενικές γραμμές (όλο και περισσότερο μάλιστα καθώς γερνάω), αλλά όχι πάντοτε, ο όρος Αγνωστικιστής θα περιέγραφε καλύτερα την πνευματική μου στάση."

Η μητέρα μου αντίθετα ήταν "της εκκλησίας". Πολύ περισσότερο μάλιστα μπορώ να πω ότι είχε βαθιά & ειλικρινή πίστη στο Θεό, στην αυθεντική εκδοχή της, που μάλλον απέχει πολύ από τη σημερινή (και παλιότερη, βεβαίως) πρακτική. Έτσι, κάθε Δεκαπενταύγουστο θα πηγαίναμε οπωσδήποτε στην εκκλησία. Συνήθεια που τηρούσαμε μέχρι και πρόσφατα, τελευταία φορά στις 15 Αυγούστο 2010 στον (πανέμορφο & ιστορικό!) Ι.Ν. του Αγίου Νικολάου στην Σπλάντζια Χανιών.

Πέρσι δεν μπορέσαμε να πάμε τις συνηθισμένες διακοπές στα Χανιά, ούτε όμως πήγαμε στην εκκλησία στον Ασπρόπυργο. Ο λόγος και για τα δυο ήταν η υγεία του πατέρα μου που, φτάνοντας τότε τα 83, είχε αρχίσει να επιβαρύνεται αρκετά. Ήταν νομίζω η πρώτη φορά όσα χρόνια θυμάμαι που συνέβη αυτό.

Σήμερα το πρωί λοιπόν, χωρίς να το έχω προγραμματίσει, ξύπνησα στις 7:30 και πήγα στην εκκλησία στον Ασπρόπυργο. Τελείωσε κατά τις 9:30 και μετά θέλησα να πάω μια βόλτα στο νεκροταφείο. Στάθηκα για αρκετή ώρα στον τάφο της μητέρας μου και είχα συγκινηθεί. Νόμιζα πως δεν ήταν κανείς άλλος εκεί. Λίγο πίσω μου όμως ήταν ένας γέρος καλυβιώτης, άνω των 80 ετών, αγρότης της περιοχής. Όπως έφευγα σιγά-σιγά μου φώναξε "ε, παλληκάρι" για να πάω προς το μέρος του, με χτύπησε φιλικά στον ώμο και μου έδωσε ένα γλυκό από μερικά που είχε μαζί του (!). Μπόρεσα μόνο να του πω ένα "ευχαριστώ" και έφυγα.

Σε μια στιγμή απόγνωσης είναι που καταλαβαίνεις ότι μια αυθεντικά φιλική χειρονομία, ένας ειλικρινής λόγος παρηγοριάς, αξίζουν περισσότερο από όλο τον πλούτο του κόσμου.

Ο άνθρωπος αυτός ίσως να μην με γνώρισε. Είδε πως ήμουν σε δύσκολη κατάσταση, πολύ στενοχωρημένος, και θέλησε πολύ απλά να με στηρίξει με μια τόσο απλή κίνηση. Τόσο απλή που είναι τόσο σπάνια και για αυτό τόσο μοναδική. Πραγματικά μοναδικό συναίσθημα να λαμβάνεις αγάπη από έναν συνάνθρωπό σου σε απόλυτα ανιδιοτελές πλαίσιο.

Σκεφτόμουν αργότερα πως αυτό είναι που θα μπορούσαμε να πούμε "ένας καλός άνθρωπος". Πραγματικά, ένας λόγος που αξίζει να ζει κανείς. Ένας λόγος να μην σε παρασύρει η τεράστια βαρβαρότητα που βιώνουμε παντού & καθημερνά.. Ένας λόγος να προσπαθήσεις να αντισταθείς και να δημιουργήσεις. Πάνω απ'όλα ένας λόγος να κάνεις ότι είναι ανθρωπίνως δυνατό για να παραμείνεις αυθεντικός και ειλικρινής.

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Η απώλεια, η οικογένεια, οι φίλοι και το δέον γενέσθαι


Δύσκολα μπορώ να βρώ λέξεις να περιγράψω πόσο άσχημη χρονιά ήταν για μένα το 2011. Σίγουρα η χειρότερη που έχω ζήσει ποτέ και πιθανότατα η χειρότερη της ζωής μου. Η απρόσμενη απώλεια της μητέρας μου παραμένει κάτι που αδυνατώ να επεξεργαστώ και πολύ περισσότερο να αποδεχτώ. Εύλογα λοιπόν κάτι με σπρώχνει να θέλω να στείλω το 2011 "στον αγύριστο".

Ίσως όμως και να μην είναι έτσι. Ίσως τα πάντα, ή τουλάχιστον τα σημαντικά, να συμβαίνουν για κάποιο λόγο. Ίσως και ο θάνατος να είναι απλά ένα κομμάτι της ζωής. Σίγουρα πάντως, η επαφή αυτή με το μη-αναστρέψιμο πέρα από την απέραντη θλίψη προσφέρει και κάποιες πολύ διδακτικές πλευρές.

Πρώτα απ'όλα η οικογένεια. Δεν μπορώ να πω πολλά, δεν έχω τη δυνατότητα να πω πολλά, η δύναμη των συναισθημάτων αλληλοϋποστήριξης στην οικογένεια υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνατότητές μου να τις περιγράψω. Οι - απολύτως απίστευτες και εξωπραγματικές - αναλαμπές του πατέρα μου, η ακλόνητη στήριξη από και προς τον αδερφό μου, η ειλικρίνεια και η αγνότητα των συναισθημάτων από τους θείους, τα ξαδέρφια, αυτό που συνηθίσουμε να λέμε "το σόι", ήταν & είναι για μένα μια εκπληκτική εμπειρία. Ένας λόγος που αξίζει κανείς να ζει.

Μετά, οι φίλοι. Από διάφορους κύκλους, από πολλά στάδια της ζωής. Το σχολείο, το πανεπιστήμιο, την εργασία, τις κοινωνικές δραστηριότητες, από το εξωτερικό. Στήριξη αγνή. Ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη που αξίζει περισσότερο απ'όλον τον πλούτο του κόσμου, όπως έγραψα τότε. Ένα τηλεφώνημα που παίρνει αξία ασύλληπτη. 

Τελικά, στις οριακές αυτές συνθήκες, όταν ο ορθός λόγος καταρρέει και μόνο η αγάπη μπορεί να σε βγάλει από το αδιέξοδο, καταλαβαίνεις πόσο ανίσχυρος είσαι και πόσο μεγάλη ανάγκη είναι η κοινωνία, οι σχέσεις των ανθρώπων, σε όλα τα επίπεδα.

Δεν έχει νόημα να ζει κανείς μόνος. Ο Φράνσις Μπέικον το είχε πει σωστά: «Όποιος είναι ευχαριστημένος από τη μοναχικότητα είναι άγριο θηρίο, ή Θεός». Η απώλεια σε φτάνει στην απόλυτη μοναξιά και εκεί ανακαλύπτεις τη μαγεία, τη δύναμη των σχέσεων, της κοινωνίας, της συλλογικότητας. Σε βάση απόλυτης ειλικρίνειας και ανιδιοτέλειας.

Βιώνοντας τα παραπάνω, έρχεσαι πιο κοντά στο νόημα της ζωής. Βλέπεις πως αφού όλα είναι ανούσια και το τέλος προδιαγεγραμμένο, το μόνο που έχει αξία είναι να πράττεις το δέον γενέσθαι. Όσο για την αδικία που κυριαρχεί γύρω μας, ξεπερνιέται με την πανίσχυρη φράση του Μενάνδρου: Άγει προς φως την αλήθειαν χρόνος.

Κάποια στιγμή ελπίζω να βρω τη δύναμη για να συγκροτήσω την σκέψη μου και να γράψω τον χαιρετισμό μου. Χαιρετισμό παντοτινό, με πίστη, λόγο και αγάπη

Μέχρι τότε, η μόνη υπόσχεση που μπορώ να δώσω είναι η δημιουργία του "Ιδρύματος Ελληνικής Φιλολογίας Ελένη Μπουγιατιώτου" το οποίο αφενός θα συνεχίσει επί της ουσίας το έργο της στην Ελληνική Φιλολογία, στην οποία αφιέρωσε τη ζωή της, αφετέρου διαχρονικά θα πραγματώνει τη φράση που μου είχε πει, ότι μόνο οι νεκροί πεθαίνουνε όταν τους λησμονούμε. 

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

To δικαίωμα στη Χαρά της Δημιουργίας για όλη την κοινωνία

Δεν είναι λίγοι αυτοί που προωθούν - νομίζουν - την επιχειρηματικότητα μιλώντας για τον "Έλληνα Steve Jobs" ή την "Ελληνική Google". Πρόκειται για μια, στην καλύτερη περίπτωση, αντίληψη επαρχιωτισμού που μόνο την ουσία των πραγμάτων δεν βλέπει.

Όχι, δεν μας ενδιαφέρει να γίνουμε η "Ανατολική Γερμανία" της επιχειρηματικότητας. Δεν θέλουμε να έχουμε - νομοτελειακά προσωρινούς - αστέρες. Θέλουμε αντίθετα η επιχειρηματικότητα να είναι μια μαζική, καθολική επιλογή για όλη την κοινωνία. Θέλουμε εκατομμύρια Έλληνες να νιώσουν τη χαρά της δημιουργίας. Είναι κάτι για πολλούς, δυνητικά για όλους, όχι για μια μικρή ελίτ.

Με πολύ μεγάλη χαρά μίλησα σήμερα για τα θέματα αυτά στην εξαιρετική εκδήλωση της Μονάδας Καινοτομίας & Επιχειρηματικότητας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ιδιαίτερα θέλω να δώσω έμφαση στο τέλος της παρουσίασης: Όχι, η επιχειρηματικότητα δεν αφορά (μόνο) το "να κάνεις εταιρεία". Αντίθετα, η επιχειρηματικότητα είναι στάση ζωής, η οποία ολοκληρώνεται με τη διασφάλιση της συνέχειας, της μεταλαμπάδευσης της δημιουργικότητας στην επόμενη γενιά.

Τελικά, μιλάμε για την ευτυχία.



Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

Άγει προς φως την αλήθειαν χρόνος

Είναι απόγευμα, έχουν περάσει τρεις κουραστικές μα πολύ δημιουργικές μέρες στο G20YES στη Νίκαια. Περπατάω στην παραλία, σκέφτομαι τη μητέρα μου, όλα αυτά -τόσα πολλά- που έμαθα από εκείνη. Ειδικά το "άγει προς φως την αλήθειαν χρόνος" του Μενάνδρου που συναντώ πολύ συχνά στις σημειώσεις της. Είναι πολύ αισιόδοξο, νομίζω. Δίνει αυτοπεποίθηση. Ας κάνει καθένας μας το "δέον γενέσθαι" και η δικαίωση θα έρθει με απόλυτη βεβαιότητα, αργά ή γρήγορα.

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Το μέγιστο των μαθημάτων

Όλους εσάς που δίνετε ένα χέρι βοήθειας, κάνοντας το ανυπέρβλητο να φαντάζει εφικτό. Όλους εσάς που όταν καταρρέει ο ορθολογισμός είστε εκεί, δείχνοντας πως πράγματι η αγάπη νικάει τον θάνατο. Όλους εσάς θέλω να ευχαριστήσω από τα βάθη της καρδιάς μου που είστε δίπλα μου από τις 27 του Σεπτέμβρη, διδάσκοντας το μέγιστο των μαθημάτων. Επειδή όμως δεν βρίσκω λόγια που να μπορούν να περιγράψουν τι νιώθω, ας μου επιτρέψετε συμβολικά να σας επιστρέψω την αγάπη που έλαβα, που τόσο πολύ την χρειαζόμουν, με αυτό το τραγούδι.

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Ο Ευριπίδης Κατσιούρης για την Ελένη Μπουγιατιώτου - Τσίγκου



Έσβησε μια πηγή πνευματικού φωτός την 27-9-2011

Κόσμος πολύς αποχαιρέτησε την Ελένη Μπουγιατιώτου – Τσίγκου  μέσα σε βαρύ πένθος στον Ι.Ν. Ευαγγελιστρίας Ασπροπύργου. Την ώρα της εξοδίου ακολουθίας ο κ. Ευριπίδης Κατσιούρης είπε:


«Αγαπητή μας Ελένη,

Κόσμος πολύς μαζεύτηκε για να σε αποχαιρετήσει στην τελευταία σου διαδρομή σε αυτόν τον κόσμο.

Όλοι οπού βρισκόμαστε εδώ αυτήν την ώρα αισθανόμεθα βαθιά τη λύπη και την οδύνη του θανάτου σου, διότι σήμερα φεύγει από κοντά μας ένας αξιόλογος και σπουδαίος άνθρωπος.

Όσοι είχαμε την ευτυχή συγκυρία να σε γνωρίσουμε από κοντά και να γνωρίσουμε τις σπάνιες αρετές σου μπορούμε ευκολότερα να καταλάβουμε το μέγεθος της απώλειας.

Σε λίγο θα σε σκεπάσει το χώμα της μάνας γης του Ασπροπύργου και θα σε κρατήσει σφιχτά στην αγκαλιά του για να σε έχει καμάρι του.

Ελένη,

Στον Ασπρόπυργο άφησες και θα αφήνεις στο διηνεκές μνήμες αναλλοίωτες για την πίστη σου στις ηθικές αξίες, στις αρετές, στην γνώση, στη μόρφωση, παράλληλα με την ταπείνωση και το ανθρώπινο ψυχικό σου μεγαλείο. Σήμερα πενθεί ο τόπος. Σήμερα έσβησε ένας δυνατός πνευματικός προβολέας.

Ό,τι και να πω θα είναι μικρό, λίγο και αδύναμο να περιγράψει το μεγάλο, το πολύ, το σπουδαίο πνευματικό σου έργο που άφησες στον Ασπρόπυργο, στα σχολεία που υπηρέτησες και σε όλους τους χώρους αυτού του τόπου.

Άφησες φεύγοντας μια αναλλοίωτη παρακαταθήκη: Σεβασμό στις αξίες και στον άνθρωπο.

Ελένη,

Όλη μας η ζωή συνοψίζεται σε δυο μόνο πόλους: ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ – ΔΙΚΑΙΩΣΗ. Εσύ φεύγεις από τη ζωή με πλήρη δικαίωση, για όλες τις ανθρώπινες προσπάθειες και για όλα τα ιδανικά που πρέπει να υπηρετεί ο άνθρωπος με ιδιαίτερη έμφαση και αφοσίωση στο παιδί και στην παιδεία.

Δεν είναι υπερβολή αν έλεγα ότι ήσουν μοναδική και ανεπανάληπτη. Δεν θα πω περισσότερα διότι όλοι εμείς και τα χιλιάδες παιδιά που είχαν την τύχη να σε έχουν καθηγήτρια γνώρισαν από κοντά τις σπάνιες αρετές σου.

Θα ήθελα μόνο να πω μια ρήση της Εκκλησίας:

«Πολλά ισχύει δέησις δικαίου ζώντος, προς ευμένεια Δεσπότου Χριστού, για την ψυχή του νεκρού».

Όθεν: Ευχόμεθα όπως ο Θεός σε τάξει όπου οι δίκαιοι αναπαύονται και απολαμβάνουν τα αγαθά του Θεού, είμαστε δε βέβαιοι ότι θα διανθίσεις το χώρο των ψυχών με την παρουσία σου εκεί.

Ακόμα ευχόμεθα στην οικογένειά σου να τους δίνει ο Θεός υγεία για να σε θυμούνται και να είναι υπερήφανοι για σένα.

Εμείς θα σε σκεπτόμεθα πάντοτε και θα είσαι σημείο αναφοράς για τις αρετές σου για τη σοφία σου και για τη συγκρότησή σου ως ανθρώπου.

Προηγήθης ημών.

Αιωνία σου η μνήμη.»

Ως τη Νίκη, Πάντοτε, Μιχάλη Χαραλαμπίδη

Αγαπημένε Δάσκαλε Μιχάλη Χαραλαμπίδη, Ήταν Ιούνιος του 1996, διάβαζα μαθηματικά για τις πανελλήνιες εξετάσεις της επόμενης μέρας. Στιγμή ιερ...