Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγάπη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγάπη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Ένας ύμνος στην Αγάπη: Rosalyn και Jimmy Carter

O Jimmy Carter, πιθανότατα ο καλύτερος και σίγουρα ο προοδευτικότερος Πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ, σήμερα 99 ετών, ασθενής τελικού σταδίου σε παρηγορητική φροντίδα από τον 2/2023, βρήκε τη δύναμη να παραστεί στην κηδεία της επί 77 έτη συζύγου του, σημαντικότατης ακτιβίστριας του γυναικείου κινήματος, Rosalynn, που μας άφησε πρόσφατα σε ηλικία 96 ετών. 

Είναι μια βαθιά συγκινητική και πολύ διδακτική στιγμή. Πράγματι η αγάπη τελικά τα νικά όλα. 




Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

Ο παππούς μου, Φώτης Μπουγιατιώτης

Των Φώτων σήμερα και το πρωί, ίσως επειδή θα ήταν η γιορτή του, η σκέψη μου πήγε στον παππού μου, τον πατέρα της μητέρας μας, Φώτη Μπουγιατιώτη. Ο μπάρμπα-Φώτης, "Φωτ' Ραμπάκος" όπως ήταν γνωστός στον Ασπρόπυργο, γεννήθηκε το 1900, στην αυγή του τελευταίου αιώνα της 2ης χιλιετίας. 

Αν δεν κάνω λάθος, ήταν το μεγαλύτερο παιδί του Κώστα Μπουγιατιώτη και της Ξανθής Μαυράκη. Το ζευγάρι αυτό είχε πολλά παιδιά, ίσως πάνω από δέκα (δώδεκα, είχα ακούσει κάποια στιγμή). Η Ξανθή πέθανε νέα, ίσως κοντά στο 1920, στα βουνά της Φυλής, καθώς περιέθαλπτε κάποιο από τα παιδιά της που είχε προσβληθεί από φυματίωση και, όπως συμβούλευαν τότε, είχε πάει στο βουνό για να αναρρώσει. Αντίθετα ο Κωτσ' Ραμπάκος έφτασε σε μεγάλη ηλικία και απεβίωσε κοντά στο 1950 - η μητέρα μου έλεγε πως ήταν λίγο πριν τελειώσει το γυμνάσιο (δηλαδή το λύκειο της εποχής).

Ο παππούς μου ο Φώτης λοιπόν περί το 1934 παντρεύτηκε τη Σιδερή Τσίγκου και απέκτησαν τρία παιδιά: Την Ξανθή, την Ελένη (τη μαμά μου, δηλαδή!) και τον Κώστα. Η μαμά μου διηγούταν πως όταν γεννήθηκε, η γιαγιά Σιδερή την έκρυψε, καθότι φοβόταν ότι ο παππούς Φώτης, που ήθελε πολύ αγόρι, δεν θα άφηνε το νεογνό να ζήσει. Τελικά ο παππούς απέκτησε το αγόρι που τόσο ήθελε λίγα χρόνια αργότερα και με τη μητέρα μου σφυρηλάτησε μια απίστευτα δυνατή σχέση μέχρι το τέλος της ζωής του.

Δεν είχε πάει στο σχολείο και δεν ήξερε καθόλου γράμματα. Όταν η μητέρα μου σπούδαζε, τον έμαθε να υπογράφει ως εξής: "Φωτ. Μπουγιατιώτης, ποιμήν". Βάζοντας και το επάγγελμά του που δεν ήταν άλλο από τσοπάνος. Τα πρόβατα του τα είχε στην περιοχή 'Ζάστανι', στα σημερινά Νεόκτιστα Ασπροπύργου, που εκτείνονται πίσω από την περιοχή των διυλιστηρίων.

Η οικογένεια ήταν πολύ φτωχή, τα έφερνε βόλτα με μεγάλη δυσκολία. Όταν η μητέρα μου ανακοίνωσε την επιθυμία της να σπουδάσει, αυτό σήμαινε πως το τρίτο παιδί της οικογένειας, επίσης εξαίρετος μαθητής, έπρεπε να κατευθυνθεί προς κάποιο τεχνικό επάγγελμα, παρότι είχε κάθε δυνατότητα να αποκτήσει κι εκείνος πανεπιστημιακή μόρφωση. Οι περιγραφές που άκουσα στην παιδική μου ηλικία για την καθημερινότητα ενός τσοπάνου προπολεμικά είναι δύσκολο να αποδοθούν. Θα πω μόνο ότι στο πέρασμα προς την Αθήνα, στο σημερινό Δαφνί, είχαν την έδρα τους ένοπλοι ληστές οι οποίοι εξουσίαζαν την περιοχή μέχρι περίπου και τη δεκαετία του 1930 ενώ καθόλου δεδομένο δεν ήταν πως η οικογένεια θα είχε επαρκή ποσότητα φαγητού καθημερινά. Το ρεύμα και το νερό ήρθαν μετά τον πόλεμο και τα καινούργια ρούχα & παπούτσια ήταν κάτι ιδιαίτερα σπάνιο.

Στον παππού μου άρεσε το κρασί. Πήγαινε συχνά στην ταβέρνα και από εκεί απευθείας στο μαντρί, με τις φήμες της εποχής να λένε πως το άλογο είχε μάθει απ΄έξω τον δρόμο και είχε τη νοημοσύνη να σταματάει στις γραμμές αν άκουγε να έχετε το τραίνο (ενώ ο παππούς του έδινε παράγγελμα να προχωρήσει!). Αυτή η συνήθεια οδήγησε τον παππού μου σε ένα βαρύ έλκος στομάχου σε μεγάλη ηλικία και τη μητέρα μου σε μια απόλυτη απέχθεια προς οποιαδήποτε μορφή αλκοόλ (την οποία, δυστυχώς, δεν κληρονόμησα εγώ).

Είχε πολεμήσει στη μικρασιατική εκστρατεία, από την οποία γύρισε όπως-όπως με την κατάρρευση του μετώπου. Κυκλοφορούσε πάντα με το ντουφέκι του, πράγμα που θεωρούνταν απόλυτα λογικό για έναν βοσκό της εποχής εκείνης.

Προπολεμικά ο παππούς μου υποστήριζε το λαϊκό κόμμα, όπως οι περισσότεροι κτηνοτρόφοι της περιοχής. Μεταπολεμικά ήταν στη δεξιά παράταξη, ουδέποτε όμως υιοθέτησε ακραίες θέσεις. Ο πατέρας μου τον θαύμαζε γιατί 'είχε φάει ξύλο στην κατοχή, αλλά δεν μίλησε', καθώς ναζί, γερμανόφωνοι και ελληνόφωνοι, τον βασάνιζαν για να αποκαλύψει κρησφύγετα των ανταρτών στο Ποικίλον Όρος, το οποίο όμως δεν έκανε ποτέ.

Οι δεκαετίες του '50 και του '60 έφεραν πολύ μεγάλη οικονομική πίεση. Η μητέρα μου πρωτοδιορίστηκε το 1963 και για πολλά χρόνια ένα σημαντικό μέρος του μισθού της αποπλήρωνε τον δανεισμό προς την αγροτική τράπεζα. Πολλές φορές κινδύνεψε να χάσει το ζωικό του κεφάλαιο, ευτυχώς όμως ο συνδυασμός σκληρής δουλειάς και στήριξης εντός τη οικογένειας απέτρεψε το γεγονός αυτό.

Γύρω στο 1980, μπαίνοντας στην ένατη δεκαετία της ζωής του, η υγεία του άρχισε να χειροτερεύει. Είχε διάφορα ατυχήματα στο βουνό με τα πρόβατα, όπου έχανε την ισορροπία του και έπεφτε. Για να τον προστατεύσουν, τα παιδιά του αποφάσισαν να πουλήσουν τα πρόβατα. Αυτό όμως είχε δραματικές συνέπειες στην ψυχολογία του παππού. Ένιωσε ότι η ζωή του δεν είχε πια νόημα. Η υγεία του πήρε την κάτω βόλτα. Θυμάμαι της αφήγηση των γονιών μου σχετικά με μια επίσκεψη ενός Καθηγητής Καρλαύτης, πολύ γνωστός γιατρός της εποχής, ο οποίος διέγνωσε πως 'ο παππούς πάσχει από ψυχικό αρνητισμό'. Σήμερα θα λέγαμε μάλλον πως είχε γεροντική κατάθλιψη που οδήγησε σε νευρική ανορεξία.

Ο παππούς μας άφησε στις 16 Ιουλίου του 1984. Παραμονή του πανηγυριού της Αγιά-Μαρίνας, που ήταν πολύ σημαντικό για τους τσοπάνηδες. Η μητέρα μου για χρόνια περιέγραφε με δέος της επιθανάτια σκηνή: Ο παππούς αν και απόλυτα καταβεβλημένος, είχε πλήρη διαύγεια. Ζητάει να κάνει ένα τσιγάρο. Η μαμά μου κλαίει και τον ρωτάει "τώρα τι κατάλαβες;" (εννοώντας, που σταμάτησε να τρώει ...). "Μην με μπερδεύεις!", απαντά αυστηρά εκείνος. Τελειώνει το τσιγάρο, τους κοιτάζει όλους, τους αποχαιρετά σιωπηρά και αναχωρεί για την αιωνιότητα. Η μαμά μου δεν μπορεί να το διαχειριστεί και λιποθυμά.

Χρόνια αργότερα μου έλεγε πως είχε μετανιώσει για δυο πράγματα: (α) που συμφώνησε να του πουλήσουν τα πρόβατα ('ας πέθαινε όρθιος, στο βουνό' μου έλεγε, καλύτερα θα ήταν) και (β) που στενοχωρήθηκε τόσο πολύ, δυσκολεύοντας τον παππού μου και καταστρέφοντας την υγεία της (μάλλον εκείνη η λιποθυμία ήταν το πρώτο καρδιολογικό επεισόδιο, πρώιμο σημάδι της καρδιοπάθειας που 27 χρόνια αργότερα πήρε και τη δική της ζωή). "Τι πιο φυσιολογικό", έλεγε, "από το να φτάσει στο τέρμα της ζωής του έναν άνθρωπος 84 ετών, ένας γέρος..." συνέχιζε με παράπονο. Της πήρε πολλά χρόνια όμως να το καταλάβει. 

Παρότι δεν είχα κλείσει τα επτά χρόνια όταν μας άφησε ο παππούς μου και μάλιστα δεν ζούσαμε στο ίδιο σπίτι, έχω πολύ έντονες αναμνήσεις από εκείνον. Ξέρω ότι ερχόταν στο πατρικό μου και μας πρόσεχε όταν ήμουν ίσως 2 ετών. Θυμάμαι να πηγαίνουμε συχνά στο πατρικό της μαμάς να τον δούμε. Με φώναζε "Μητσάκη" και με αγαπούσε πολύ. Ο μπαμπάς μου πάντα έλεγε με πόση αγάπη ο παππούς συμφώνησε να με ονομάσουν Δημήτρη, προς τιμήν του αδικοχαμένου θείου μου, αντί για Φώτη, όπως θα έλεγε το άγραφο πρωτόκολλο της εποχής.

Ο Φώτης Μπουγιατιώτης έζησε τη ζωή του σε συνθήκες που είναι πρακτικά αδύνατο να φανταστούμε εμείς. Όταν γεννήθηκε, η Ελλάδα μετά βίας έφτανε στη Θεσσαλία και όταν απεβίωσε ήταν ένα πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έζησε δυο παγκόσμιους πολέμους, τη ναζιστική κατοχή, τον εμφύλιο και τη δικτατορία ενώ πολέμησε στη μικρασιατική εκστρατεία και ήταν αυτόπτης μάρτυρας της καταστροφής. Η οικονομική δυσπραγία ήταν η σταθερά της ζωής του.

Μέσα από τις τεράστιες αυτές δυσκολίες, κατάφερε να ζήσει με αξιοπρέπεια και να δημιουργήσει μια πολύ δεμένη οικογένεια, καθοδηγούμενη από αρχές. Τα παιδιά του προόδευσαν όλα και τα εγγόνια του επίσης. Σήμερα, 123 χρόνια από τη γέννηση του, είμαστε πολλοί αυτοί που τον θυμόμαστε με αγάπη και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε όσο ζούμε.

Αυτός ο χαρακτήρας, με τα προτερήματα και τα ελαττώματα του, θεωρώ πως είναι πολύ χαρακτηριστικός για τον Έλληνα του 20ου αιώνα. Ενός  ανθρώπου που γεννήθηκε στον τρίτο κόσμο, ίσως και κάτω από αυτόν με τα σημερινά δεδομένα, και παρέδωσε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία.

Θα ήθελα πολύ, το 2100, 123 χρόνια από τη δική μου γέννηση, να μπορεί κάποιος να πει το ίδιο και για τη δική μας γενιά. Ότι επιτύχαμε μια ανάλογη πρόοδο. Θα το ήθελα πολύ, δεν είμαι όμως καθόλου σίγουρος ότι θα το καταφέρουμε. Το σίγουρο είναι ότι θα το προσπαθήσουμε. Αυτό εξάλλου θα μας ζητούσε και ο παππούς Φώτης.


Από αριστερά: Γιώργος Τσίγκος (μπαμπάς), Φώτης Μπουγιατιώτης (παππούς), Βασίλης Τσίγκος (αδερφός), Δημήτρης Τσίγκος (yours truly) και Ελένη Μπουγιατιώτου (μαμά) - Φωτογραφία περί το 1980

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

Σε θυμάμαι

Σε θυμάμαι


Σε θυμάμαι να κατεβαίνεις τη Σαλαμίνος κοντά στο σπίτι
Ίσως γυρίζεις απ’ το σχολείο ή μπορεί να είχες πάει για ψώνια
Κουρασμένη φαντάζεις όμως χαμογελάς
Τη δουλειά πάντα χαιρόσουν

«Τι κάνεις Δημήτρη μου;» με ρωτάς
Με τρόπο που κάνει το σύμπαν να γεμίζει αγάπη
Φορτίο βαρύ
Και συνάμα ενέργεια αστείρευτη

Δεν είναι εύκολο να αγαπάς
Μα είναι σίγουρα το καλύτερο

«Να γίνεις ένας καλός και χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία»
Μου πες ένα πρωί τα πρώτα χρόνια του ογδόντα
Κι αυτή η προτροπή η τόσο απλά ειπωμένη
Αντηχεί ακόμα στα αυτιά μου
Νομίζω συνέχεια και πιο δυνατά
Σαν μελωδία γλυκιά και σαν πυξίδα ακριβείας

«Δεν γίνεται να μην υπάρχει θεός»
Μου είχες πει λίγο καιρό πριν το τέλος
Κι αυτή η απόλυτη σιγουριά σου
παράξενη τότε πολύ μου ακούστηκε

Μα τώρα πια καταλαβαίνω
Το σωστό έχει αξία από μόνο του
Θεός δεν μπορεί να μην είναι
Γιατί ο Θεός είναι μέσα μας
Οι πράξεις μας οι ίδιες τον φτιάχνουν

Γρήγορα ή αργά
Ο χρόνος την αλήθεια πάντα στο φως θα τη φέρει

Έφυγες μα είσαι παντού
Πως μπορούν οι νεκροί μιλάνε;
Δέκα χρόνια κι όλα μοιάζουν σαν χθες
Το ‘χες γράψει εξάλλου κι εσύ
Μόνο τότε πεθαίνουνε, όταν τους λησμονάνε

Σε θυμάμαι, μαμά
Σε θυμάμαι

Ασπρόπυργος, 27 Σεπτεμβρίου 2021

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2021

Μια κριτική στην εικόνα του Αγίου Δημητρίου

Το περασμένο Σάββατο 26 Ιουνίου βρέθηκα στον Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Ασπροπύργου όπου έγινε το εξάμηνο μνημόσυνο του αγαπημένου μου θείου, Κώστα Μπουγιατιώτη. Μπήκα στον ναό λίγο μετά τις 8:00 και παρακολουθούσα τη λειτουργία ενώ το μνημόσυνο ακολούθησε λίγο αργότερα. Εκεί λοιπόν που στεκόμουν και παρακολουθούσα, το βλέμμα μου έπεσε πάνω στην εικόνα του Αγίου Δημητρίου, στον οποίο είναι αφιερωμένος ο ναός αυτός.

Τη συγκεκριμένη εικόνα την έχω δει αμέτρητες φορές, από μικρό παιδάκι. Αν και η "δική μας" ενορία ήταν η διπλανή της Ευαγγελίστριας, πηγαίναμε συχνά στον Άγιο Δημήτρη για διάφορους λόγους, είτε σε γιορτές με το σχολείο ή σε περιστάσεις χαράς ή λύπης ή και απλά για εκκλησιασμό. Πρώτη φορά όμως την πρόσεξα με τόση προσοχή την εικόνα.

Ο εικονιζόμενος Άγιος λοιπόν, του οποίου με μεγάλη τιμή και χαρά φέρω το όνομα, εικονίζεται έφιππος πολεμιστής. Κρατά δόρυ, το άλογό του έχει σηκώσει τα μπροστινά πόδια, ο εχθρός - αντίπαλος στρατιώτης είναι ξαπλωμένος στο έδαφος με τα χέρια ανοιχτά, δεν κρατά πλέον τον οπλισμό του (έχει, δηλαδή, παραδοθεί) και ο Άγιος Δημήτριος ετοιμάζεται το επόμενο δευτερόλεπτο να καρφώσει το δόρυ του στον λαιμό του στρατιώτη ο οποίος κοιτά με βλέμμα απόγνωσης και απελπισίας. 

Είμαι βέβαιος πως θα υπάρχει μια ιστορία που θα δικαιολογεί το γεγονός αυτό. Ο Άγιος Δημήτριος μπορεί να ήταν αμυνόμενος ή να μάχοταν υπέρ της πίστεώς μας ή κάτι τέτοιο. Εξάλλου, καταλαβαίνουμε μέσα από τις εικόνες αυτές πόσο εξοικιωμένη πρέπει να ήταν η κοινωνία της εποχής εκείνης με τη βία, ειδικά με την ακραία βία της θανάτωσης ενός συνανθρώπου μας μέσω της διάτρησης του λαιμού του με ένα δόρυ.

Όλοι οι μεγάλοι μας ήρωες, από τους αρχαίους, τους επαναστάτες του '21 (για παράδειγμα η "πυραμίδα της Αράχωβας") και τους αντάρτες της κατοχής έκαναν παρόμοιες πράξεις για "έναν καλό σκοπό" για αυτό και τους έχουμε κατατάξει στις τάξεις των ηρώων. Γιατί λοιπόν να μου κάνει εντύπωση η εικόνα του Αγίου Δημητρίου ενώ θανατώνει τον αντίπαλο;

Μα, πολύ απλά, διότι η εκκλησία στις μέρες μας πρέπει να έχει μια εκπαιδευτική διάσταση κύρια στόχευση της οποία οφείλει να είναι η μη-βία. To μήνυμα του Θεού της Αγάπης, ανεξάρτητα του αν κάποιος όντων πιστεύει στην ύπαρξη ενός Ανωτέρου Όντος, είναι σήμερα πιο επίκαιρο από ποτέ. Πρέπει να αγαπήσουμε τον εαυτό μας, πρέπει να αγαπήσουμε τον πλησίον μας, πρέπει να αγαπήσουμε όλοι την κοινωνία, όλα τα έθνη και, πάνω απ' όλα, πρέπει να αγαπήσουμε τον πλανήτη που μας φιλοξενεί.

Η καταστροφική δυνατότητα της ανθρωπότητας σήμερα είναι μεγαλύτερη από ποτέ άλλοτε. Αν δώσουμε χώρο στη βία να υπάρξει, είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι η αυτοκαταστροφή του ανθρωπίνου είδους θα έρθει πολύ νωρίτερα απ' ότι ίσως φοβόμαστε.

Ως εκ τούτου, θα περίμενα από την Εκκλησία της Ελλάδος - και απ'όλες τις εκκλησίες, όλων των δογμάτων και όλων των θρησκειών - πρώτα απ' όλα να αποκηρύξουν κάθε μορφή βίας και να την αφαιρέσουν από τα κείμενά τους και, φυσικά, από τις κάθε μορφές απεικονίσεις που χρησιμοποιούν.

Ο Θεός της Αγάπης μας δίδαξε αυτό που λέει το όνομά του: Την Αγάπη. Αγάπη χωρίς όρους και χωρίς προϋποθέσεις. Το μήνυμα αυτό, φοβάμαι, δεν είναι συμβατό με την εικόνα ενός έφιππου πολεμιστή που ετοιμάζεται να διατρήσει με το δόρυ του τον λαιμό του παραδομένου αντιπάλου του. 

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Για τον Κώστα Μπουγιατιώτη

Σήμερα, παραμονή πρωτοχρονιάς του 2021, μας άφησε ο θείος μου, μικρός και αγαπημένος αδερφός της μητέρας μου, Κώστας Μπουγιατιώτης σε ηλικία 81 ετών. Απεβίωσε μετά από σύντομη νοσηλεία στο Θριάσιο Νοσοκομείο λόγω επιπλοκών του νέου κορωνοϊού. Η δύσκολη αυτή στιγμή γίνεται ακόμα δυσκολότερη από το γεγονός της αδιανόητης μοναξιάς που βιώνουν τα θύματα της πανδημίας στο τελευταίο στάδιο της ζωής τους. 

Σχεδόν ολόκληρη η οικογένεια του θείου μου νοσεί από τον κορωνοϊό. Η σύζυγος, τα παιδιά και τα εγγόνια του. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε απότομα, έγινε εισαγωγή στο νοσοκομείο και μόλις δυο μέρες αργότερα εξέπνευσε. Βάσει των κανονισμών για τον περιορισμό της πανδημίας, δεν μπορούσε να έχει συνοδό στο νοσοκομείο. Επίσης, δεδομένου ότι η οικογένειά του νοσεί, δεν θα μπορέσουν να τηρηθούν τα νεκρικά έθιμα και οι σχετικές παραδόσεις της περιοχής και στην εξόδιο ακολουθία δεν θα μπορέσουν να παρευρεθούν οι στενοί συγγενείς του. Μια μοναξιά που αναμφίβολα γεννά μεγάλη θλίψη.

Ο Κώστας Μπουγιατιώτης γεννήθηκε στον Ασπρόπυργο το 1939, τρίτο παιδί του Φώτη Μπουγιατιώτη και της Σιδερής Τσίγκου. Ο παππούς μου χάρηκε που "επιτέλους έκανε παιδί", αφού είχε ήδη δυο κόρες, την Ξανθή το 1935 και την Ελένη το 1936, φράση που στα αυτιά μας τώρα ηχεί απολύτως απαράδεκτη, τότε όμως ήταν απολύτως φυσιολογική.

Η οικογένεια ήταν πολύ φτωχή και τα παιδιά χρόνια δύσκολα. Ο παππούς μου ήταν τσοπάνος και τα πρόβατα σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν σταθερό εισόδημα ενώ η εκμετάλλευση που υφίσταντο οι κτηνοτρόφοι της εποχής από τους μεσάζοντες ξεπερνά τη χειρότερη σημερινή φαντασία. Οι μεγάλες δυσκολίες της παιδικής ηλικίας όμως είχαν και μια θετική συνέπεια: Τα τρία αδέρφια, η Ξανθή, η Ελένη και ο Κωστάκης (καθότι ο μικρός της οικογένειας, συνεχίσαμε να τον αποκαλούμε έτσι μέχρι τα γεράματά του) ανέπτυξαν έναν ισχυρότατο δεσμό. Μια σχέση αλληλοϋποστήριξης και ενδιαφέροντος που συχνά έφτανε στην αυταπάρνηση. Έχω την εντύπωση πως σήμερα ένας ειδικός θα έκρινε την σχέση αυτή ως 'υπερβολική', ότι ίσως έφτανε μερικές φορές να είναι βάρος παρά βοήθεια. Σε κάθε περίπτωση ήταν απαραίητη για την επιβιωσή τους στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και στα μαύρα χρόνια που την ακολούθησαν.

Το ενδιαφέρον ήταν πως ο Κωστάκης εξελίχθηκε σε άριστο μαθητή. Ήμουν περίπου 25 ετών όταν έτυχε να δω τον θείο μου, που εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος στα Ναυπηγεία Σκαραμαγά, να γράφει ένα χειρόγραφο σημείωμα και εξεπλάγην από τον άριστο γραφικό του χαρακτήρα και την ορθογραφία του - Σίγουρα κάτι πολύ ανώτερο εκείνου που περιμένεις από έναν άνθρωπο με τη δική του τυπική μόρφωση και επάγγελμα.

Δυστυχώς όμως η φτώχεια είναι σκληρή: Η μητέρα μου ήταν άριστη μαθήτρια, όπως και ο θείος. Ήταν όμως πρακτικά αδύνατον για οικονομικούς λόγους να σπουδάσουν και οι δυο, η οικογένεια χρειαζόταν χέρια στις δουλειές. Ο Κωστάκης έκανε πίσω και εκείνη που σπούδασε ήταν η μητέρα μου, η Ελένη. Είναι τόσο περίεργο να συνειδητοποιώ πως η ίδια μου η ύπαρξη εν τέλει καθορίστηκε από μια απόφαση που πάρθηκε σε ένα φτωχό κτηνοτροφικό σπίτι στις αρχές της δεκαετίας του '50. Πέρα από κάθε αμφιβολία, αν η μητέρα μου δεν είχε σπουδάσει θα είχε ζήσει μια εντελώς διαφορετική ζωή, με ότι αυτό συνεπάγεται. Ξέρω ότι η μητέρα μου ένιωθε μέχρι το τέλος της ζωής της μεγάλη ευγνωμοσύνη για το γεγονός αυτό, που ίσως συνετέλεσε στο πόσο δεμένοι που φαινόταν με τον αδερφό της.

Η συνέχεια για τον θείο μου ήταν η εξής: Στα τέλη της δεκαερίας του '50 έκανε τη θητεία του στην αεροπορία όπου ειδικεύτηκε ως ηλεκτρολόγος ενώ συνέχισε την εκπαίδευσή του στο ίδιο αντικείμενο, στην αρχή της δεκαετίας του '60 στις "Τεχνικές Σχολές Αθηνών και Περιστερίου 'Ο Αϊνστάιν'". Εργάστηκε στη συνέχεια σαν ηλεκτρολόγος σε ένα νοσοκομείο των Αθηνών και κάποια στιγμή προσελήφθη στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά την εποχή που εκείνα άνηκαν στον Σταύρο Νιάρχο και εξειδικεύτηκε στην ηλεκτρολογία της ναυπηγικής. Έζησε όλη τη διαδρομή της μεγάλης αυτής επιχείρησης, που εν τέλει έγινε προβληματική, ένα διάστημα έμεινε κλειστή και στη συνέχεια πέρασε στο ελληνικό δημόσιο - τα προβλήματά της όμως συνεχίζονται μέχρι σήμερα, δυστυχώς.

Το 1976 ο Κώστας Μπουγιατιώτης παντρεύτηκε την Φωτεινή Αγαθή και έκανε μια πολύ όμορφη οικογένεια αποκτώντας μάλιστα δυο κόρες, την Ισιδώρα και την Κατερίνα. Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές έρχεται στο μυαλό μου ένας ορμητικός χείμαρρος αναμνήσεων από τα παιδιά μου χρόνια, τις επισκέψεις στο πατρικό της μαμάς για να δούμε τον παππού και τη γιαγιά, τις εκδρομές 'στο μαντρί' που κάναμε κάθε χρόνο την Καθαρά Δευτέρα και την πρωτομαγιά, τον τρύγο που γινόταν στα αμπέλια στα Σκούρτα και αμέτρητες άλλες βόλτες, εκδρομές και διακοπές που κάναμε μαζί. Νιώθω πραγματικά πολύ τυχερός που οι άνθρωποι αυτοί εμπλούτισαν την παιδική μου ηλικία, ενώ μεγαλώνοντας έβλεπα στον θείο μου έναν άνθρωπο με τον οποίο μπορούσα πάντοτε να κάνω μια αξιόλογη συζήτηση, με τον λόγο του να είναι πάντα σοβαρός, ρεαλιστικός και μετρημένος. 

Τα εργασιακά προβλήματα βέβαια συνεχίστηκαν και κάποια διαστήματα εντάθηκαν ιδιαίτερα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ που κάποια στιγμή στα μέσα της δεκαετίας του '80 τα ναυπηγεία είχαν μείνει κλειστά για πολλούς μήνες και οι εργαζόμενοί τους πρακτικά ήταν άνεργοι. Σε κάποια στιγμή απόγνωσης, άκουσα τον θείο μου να λέει στον πατέρα μου ότι "το να παίρνεις μικρό μισθό, είναι πρόβλημα αλλά κάπως παλεύεται. Το να είσαι άνεργος όμως και να μην παίρνεις τίποτα, όχι, δεν παλεύεται". Πρέπει να ήμουν ίσως 8 ή 9 ετών τότε όταν είδα στα μάτια και στον τόνο της φωνής ενός δικού μου ανθρώπου τι σημαίνει η ανεργία.

Ευτυχώς δόθηκε κάποια λύση τότε στα αδιέξοδα των ναυπηγείων και ο θείος μου συνέχισε να εργάζεται μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε. Εργαζόμενος σκληρά και με πενιχρά μέσα, κατάφερε να κάνει ένα πραγματικό άλμα στο βιοτικό επίπεδο της οικογένειάς του: Και οι δυο του κόρες απέκτησαν ανώτερη μόρφωση και βρήκαν μια καλή εργασία, έχτισε ένα υπέροχο σπίτι επαρκές για να στεγάσει την οικογένειά του και αργότερα τις οικογένειες των παιδιών του και, όταν πλέον είχε συνταξιοδοτηθεί, έφτιαξε έναν καταπληκτικό ελαιώνα στα κτήματα που ο πατέρας του παλιότερα χρησιμοποιούσε για τα πρόβατα.

Διάβασα πρόσφατα ένα γνωστό μυθιστόρημα, τον "Στόουνερ" του John Williams. O ήρωας του μυθιστορήματος εκείνου εκ πρώτης όψεως ζει μια απλή, προβλέψιμη, για κάποιους ίσως μέτρια και βαρετή ζωή. Μετά από λίγο όμως καταλαβαίνει ο αναγνώστης πως αυτή ακριβώς η "ζωή του απλού ανθρώπου" μπορεί να είναι έμπλεη νοήματος και συναισθημάτων σε βαθμό που δύσκολα μπορεί κανείς να περιμένει, ενώ αντίθετα άνθρωποι που πέτυχαν την καταξίωση, την αναγνωρισιμότητα και την προβολή μπορεί εν τέλει να στερήθηκαν αυτά ακριβώς τα βασικά: Το νόημα και το συναίσθημα.

Ο θείος μου έζησε μέχρι τα 81 του χρόνια. Είδε δυο εγγόνια, τα οποία σήμερα είναι 11 ετών. Είδε τα παιδιά του να προοδεύουν και να είναι ευτυχισμένα. Σίγουρα αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες και οη ζωή του είχε συχνά προκλήσεις και εντάσεις. Έζησε όμως αληθινά, έζησε με νόημα και με αξιοπρέπεια. Πάλεψε σε συνθήκες πολύ δύσκολες επιδεικνύοντας ακεραιότητα χαρακτήρα που όσα λόγια θαυμασμού κι αν γράψω, δεν θα είναι επαρκή. Αντιμετώπισε με λεβεντιά τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν τα τελευταία χρόνια και δεν λύγισε ποτέ, ούτε όταν ήρθε αντιμέτωπος με τον κορωνοϊό.  

Πάντα εκεί στις δύσκολες στιγμές, ο Κώστας Μπουγιατιώτης ήταν ένας άνθρωπος αξιόπιστος και ειλικρινά καλοπροαίρετος στον οποίο μπορούσες να βασιστείς. Ήταν ένας εξαίρετος γιος, αδερφός, σύζυγος, πατέρας και παππούς. Σίγουρα ήταν και ένας ιδιαίτερα αγαπημένος θείος που θα τον θυμάμαι με αγάπη μέχρι το τέλος της ζωής μου.


Ο θείος μου, Κώστας Μπουγιατιώτης στις αρχές της δεκαετίας του '90



Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, ένας Μεγάλος Επαναστάτης

Ένας από τους λόγους που θα μείνει για πάντα στην μνήμη μου το έτος 2020 ήταν γιατί γνώρισα το αληθινό πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Όχι, δεν ήταν μέσα από κάποια μεγάλη δυσκολία ή κάποιου είδους ακραία εμπειρία, όπως συχνά συμβαίνει. Αντίθετα, τον Ιησού Χριστού νομίζω πως μπόρεσα να τον κοιτάξω πρώτη φορά στα μάτια διαβάζοντας τον "Τελευταίο Πειρασμό" του Νίκου Καζαντζάκη. Δεν μου έχει μείνει καμία αμφιβολία πως ήταν μια συνάντηση αποκαλυπτική, απίστευτα διδακτική και εντυπωσιακά ουσιώδης για τη διαμόρφωσή μου, καθώς νομίζω πως μπόρεσα να καταλάβω, τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο, τα μηνύματα που θέλησε να μας δώσει ο "Υιός του Ανθρώπου" αλλά και ο "Υιός του Θεού" για τους θρησκευόμενους.

Ανεξάρτητα λοιπόν της τοποθέτησης καθενός από εμάς σχετικά με την ύπαρξη ή όχι κάποιας ανώτερης δύναμης (δεν φιλοδοξώ στο σύντομο αυτό άρθρο να απαντήσω στο προαιώνιο ερώτημα του εάν υπάρχει τελικά Θεός ή όχι - σημειώνω όμως πως εδώ και χρόνια έκρινα πως το ίδιο το ερώτημα με υπερβαίνει, οπότε δηλώνω πλέον αγνωστικιστής), ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ είναι ένα από τα σημαντικότερο πρόσωπα της παγκόσμιας ιστορίας και θέτει μια κορυφαία υποψηφιότητα για τον τίτλο του μεγαλύτερου, του πιο ριζοσπαστικού επαναστάτη που πάτησε ποτέ στη γη.

Πηγαίνοντας κατευθείαν στο συμπέρασμα, τελειώνοντας τον "Τελευταίο Πειρασμό" μου δημιουργήθηκε μια ισχυρότατη πεποίθηση πως σκοπός της ζωής δεν είναι άλλος από το νόημα. Είναι ίσως κάτι σαν έναν αγώνα νοηματοδοσίας που κάθενας μας συμμετέχει από την στιγμή που υπάρχει και η η ίδια η ποιότητα και η αξία του νοήματος που επιλέγει (ελπίζω) να δώσει κανείς στη ζωή του είναι και το μέτρο της αξίας της. Για να μπορέσει όμως κανείς να πλοηγηθεί σε μια τόσο απαιτητική διαδρομή, χρειάζεται χάρτη και πυξίδα, που τις προσέφερε απλόχερα ο Ναζωραίος: Τη συγχώρεση και την αγάπη.

Αν κάποιος αναλογιστεί τη βαρύτητα των παραπάνω, δεν μπορεί παρά να συγκλονιστεί. Ο Άνθρωπος είναι εν τέλει ένας μικρός Θεός: Έχει την απόλυτη ελευθερία να νοηματοδοτήσει τη ζωή του όπως εκείνος θέλει. Το τίμημα για αυτήν την αδιανόητη εξουσία είναι βέβαια πικρό: Η ελευθερία έρχεται μαζί με το πεπερασμένο της ύπαρξης, ένα τίμημα που κάνει τη μεγάλη πλειοψηφία ημών να παραλύει και να μην μπορεί τελικά να ζήσει. Την στιγμή όμως που κάποιος θα συνειδητοποιήσει αυτήν την τεράστια ελευθερία και εξουσία, την στιγμή που θα επιλέξει να μην τρέμει στην σκέψη του θανάτου, τότε μπορεί πραγματικά να ανυψωθεί σε ένα πολύ ανώτερο επίπεδο. Ο φόβος βέβαια και ο φθόνος καραδοκούν. Σε τελική ανάλυση, ο φόβος και ο φθόνος είναι που μας υπενθυμίζουν διαρκώς την θνητότητά μας και επαναφέροντας το πεπερασμένο της ύπαρξής μας, που το μεταμφιέζουν σε μια υποτιθέμενη ματαιότητα, γίνονται μήτρα κάθε αρνητικής σκέψης, πράξης και ενέργεια.

Στη μεγάλη δυσκολία αυτή, κάθε άνθρωπος, κάθε μικρός Θεός δηλαδή, έχει δυο πανίσχυρα όπλα: Την αγάπη και τη συγχώρεση. Είναι εύκολο να το λες και - πολύ - δύσκολο να το κάνεις. Όποιος όμως καταφέρει να αγαπήσει δίχως όρους και προϋποθέσεις (ακόμα λοιπόν και τον "εχθρό" και τον "αντίπαλο", όπως αγαπά το παιδί, τον γονιό, τον αδερφό ή τον σύντροφο) και όποιος έχει καταφέρει να συγχωρήσει επίσης δίχως όρους και προϋποθέσεις, έχει κάνει αυτός ο Άνθρωπος ένα βήμα προς την ίδια τη θέωση, ένα βήμα προς την εκπλήρωση της δυνατότητάς του να γίνει μικρός Θεός.

Τα παραπάνω νομίζω πως έχουν έναν εκπληκτικά επαναστατικό χαρακτήρα αφού εν τέλει αφορούν στην ίδια την απελευθέρωση του ανθρώπου από τον κορυφαίο των φόβων, τον φόβο του θανάτου, ενώ απαντούν στο πλέον μείζον των ερωτημάτων, στο νόημα της ζωής. Εκτός αυτών των θεμελιωδών όμως, ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ υπήρξε επαναστατικός σε μια σειρά από 'μικρότερα' (τρόπος του λέγειν, μικρότερα) και πιο πρακτικά ζητήματα: Τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία και την ισότητά της με τον άντρα. Την προστασία των φτωχοτέρων και την αναδιανομή του πλεονάσματος. Την αποκήρυξη των φορμαλισμών, των στερεοτύπων και των διακρίσεων. Ο Ιησούς, πέραν πάσης αμφιβολίας, ήταν Ο Κορυφαίος των Επαναστατών.  

Βέβαια, όπως μάλλον ήταν αναμενόμενο, ο λόγος του έχει στρεβλωθεί διαχρονικά σε αδιανόητο βαθμό. Το κατεστημένο φέρθηκε όπως πάντα πονηρά: Αντιμέτωπο με το κύμα που θα το διέλυε, αποφάσισε να αγκαλιάσει τον Χριστιανισμό και επιδόθηκε στο αγαπημένο του σπορ: Τη συνεχή, μεθοδική και μεθοδευμένη στρέβλωση λέξεων και εννοιών ώστε να ντύνει και να παρουσιάζει ως "χριστιανικό" το πλέον αντίθετο όσων εδίδαξε ο Ναζωραίος. Φτάσαμε λοιπόν να έχουν έναν νεο-ειδωλολατρισμό, να έχουμε στρατιωτικού τύπου 'ιεραρχίες' στις τάξεις της εκκλησίας και να βάζουμε ένα υποτιθέμενο χριστιανικό πέπλο στις πιο αισχρές πράξεις εκμετάλλευσης (για να μην πω και συχνά στην ιστορία και στα χειρότερα εγκλήματα της ανθρωπότητας, όπως π.χ. οι σταυροφορίες και η ιερά εξέταση). Αυτά όμως θα ήθελα να τα αναλύσω σε ένα απόμενο άρθρο. 

Σήμερα επιθυμία μου είναι να δηλώσω τη μεγάλη μου έκπληξη, ενθουσιασμό και ικανοποίηση από τις οποίες διακατέχομαι αναλογιζόμενος αυτό που αντιλαμβάνομαι ως αληθινό, ουσιώδες μήνυμα του Ιησού Χριστού: Αγαπάτε αλλήλους. Συγχωρείτε τον συνάνθρωπό σας (και πρώτα, τον ίδιο σας τον εαυτό). Δώστε αληθινό νόημα στο μοναδικό, μαγικό ταξίδι της ζωής, αυτό το ανεπανάληπτο δώρο που μας δίδεται εφάπαξ και εναπόκειται σε καθέναν από εμάς εάν θα το απολαύσει ή όχι.

Εύχομαι από καρδιάς καλά Χριστούγεννα με υγεία, ευτυχία και πρόοδο!


Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

Αδιάφορο οι μήνες κι αν περνάνε

Το 2002 πέθανε σε ιδιαίτερα μεγάλη ηλικία μια θεία της μαμάς μου την οποία όλοι ξέραμε ως "θείτσα Μαρίκα". Τα εγγόνια της (δεύτερά μου ξαδέρφια δηλαδή), που τότε μάλλον θα πήγαιναν στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, είχαν στενοχωρηθεί πολύ. Όπως έμαθα αργότερα από τους ίδιους, η μητέρα μου προσπαθώντας να τους παρηγορήσει τους έδωσε τους εξής στίχους γραμμένους σε ένα χαρτί:

Αδιάφορο κι αν πέθανες
Εμείς δεν σε ξεχνάμε
Τότε οι νεκροί πεθαίνουνε

Όταν τους λησμονάνε.


Το ιδιόχειρο σημείωμα της μητέρας μου προς τα ανίψια της όταν πέθανε η γιαγιά τους


Τα χρόνια πέρασαν και κάποια στιγμή αποφάσισα να μάθω την προέλευση των στίχων αυτών. Γρήγορα βρήκα πως πρόκειται για το ποίημα "Η ζωντανή νεκρή" του Κώστα Ουράνη.

Το παραθέτω εδώ:

Ἡ ζωντανὴ νεκρή

Δὲν πέθανες! Στὴν κάμαρα ἀκόμα τ᾿ ἄρωμά σου
εἶναι ἁπλωμένο ὡς τώρα δὰ νὰ μ᾿ ἄφησες, κι ἀπάνω
στὸν καναπὲ ἀτέλειωτο μένει τὸ κεντημά σου
καὶ τὸ κομμάτι πού ῾παιζες εἶναι ἀνοιχτὸ στὸ πιάνο.

Ἀπάνω στὸ τραπέζι μου πάντα ἡ δική σου εἰκόνα,
ποῦ πάντα μὲ τὴν ἥμερη ματιά της μὲ κοιτάζει,
καὶ δὲν εἶναι ὁ ἄνεμος, μὰ εἶσαι ἐσύ, τὴν πόρτα
ποὺ μισανοίγεις γιὰ νὰ μπεῖς τὴν ὥρα ποὺ βραδυάζει.

Δὲν πέθανες. Εἶσαι παντοῦ καὶ εἶσαι μέσα σὲ ὅλα:
στῶν ρόδων τὸ ξεφύλλισμα, στὸ στεναγμὸ τοῦ ἀγέρα,
στὰ νέφη ποὺ χρυσίζουνε σὰν πάει νὰ σβήσει ἡ μέρα
κι ὡς καὶ τὶς νύχτες δίπλα μου σὲ νοιώθω ξαπλωμένη...

Δὲν πέθανες. Ἀδιάφορο οἱ μῆνες κι ἂν περνᾶνε:
τότε οἱ νεκροὶ πεθαίνουνε, ὅταν τοὺς λησμονᾶνε!

Οχτώ χρόνια μετά, το μυαλό μου ακόμα δεν έχει μπορέσει πλήρως να επεξεργαστεί τι έγινε εκείνη την Τρίτη το πρωί. Η απώλεια ίσως να ξεπερνά τις ερμηνευτικές μας δυνατότητες. Όποτε δυσκολεύτηκα πολύ, πάντα βρήκα γαλήνη στην ανάγνωση αυτού του ποιήματος. Είναι μαγικό πράγμα η ποίηση και εξαιρετικός ο Κώστας Ουράνης.


Η μητέρα μου στα Χανιά τον Αύγουστο του 2009
Η Ελένη Μπουγιατιώτου μας άφησε απρόσμενα το πρωί της Τρίτης 27 Σεπτεμβρίου 2011, δυο μέρες αφότου έκλεισε τα 75 της χρόνια.


Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Σήμερα θα 'ταν τα γενέθλια σου

Σε σκέφτομαι να κάθεσαι στον καναπέ. Να σε ρωτάω τι κάνεις και να μου απαντάς ότι τώρα πια γέρασες και σημασία έχει τι κάνουμε εμείς. Να με ρωτάς τι γίνεται στη δουλειά. Τι κάνουν ο Βαγγέλης, ο Θανάσης και ο Σάκης με το ηλεκτρονικό φροντιστήριο. Να σου λέω ότι πάνε καλύτερα τα πράγματα και να απαντάς αμέσως ότι με δουλειά και υπομονή όλα θα γίνουν.

Φαντάζομαι να σου λέω πως ο Βαγγέλης και ο Σάκης παντρεύτηκαν και έχουν δυο παιδιά πια. Να χαίρεσαι, να μου λες να ζήσουν μα και αμέσως να αναρωτιέσαι εγώ τι κάνω, τι περιμένω, κι εγώ αμέσως να απαντάω πως όλα θα γίνουν στην ώρα τους.

Σκέφτομαι μετά να με ρωτάς τι κάνει ο κύριος Πρύτανης κι εγώ να σου λέω τα δυσάρεστα. Φαντάζομαι να στενοχωριέσαι, να αναρωτιέσαι μα πως έγινε αυτό, να λες ότι ήταν άδικο.

Μετά ίσως η σκέψη σου πήγαινε στα αδέρφια σου. Θα μου έλεγες για τη θεία Ξανθή, πόσο είχε δουλέψει, πόσο είχε ταλαιπωρηθεί. Και πόσο όμως πρέπει να χάρηκε με τις κόρες, τον γαμπρό και την εγγονή της. Δύσκολη η ζωή, σίγουρα, υπάρχει όμως και ανταμοιβή θα μου έλεγες.

Σίγουρα θα μιλούσες μετά για τον θείο τον Κωστάκη. Θα μου λεγες ξανά ότι θα μπορούσε να έχει σπουδάσει και να κάνει σπουδαία πράγματα, όμως οι καταστάσεις, τότε στη δεκαετία του 50, ήταν δύσκολες και δεν το επέτρεψαν αυτό να γίνει. Ευγνωμοσύνη θα έδειχνες ακόμα μια φορά για τη μεγάλη βοήθεια του.

Μετά θα μου έλεγες για τον μπαμπά. Φλεβάρη του 2011 χιόνιζε, είχε πέσει και είχε χτυπήσει. Πόναγε στον ώμο. Είπα θα τον πάω στο νοσοκομείο να δούμε, γιατί ο γιατρός λέει πως τα χτυπήματα αυτά καμιά φορά είναι ύπουλα. Πρόσεξε Δημήτρη μου μου είχες πει γιατί έχει δουλέψει πολύ και είναι καλός άνθρωπος. Καμιά φορά τους γέρους στα νοσοκομεία δεν τους προσέχουν πολύ, είχες συνεχίσει. 

Ξαφνιάστηκα τότε. Για ποιο λόγο έλεγες το αυτονόητο, αυτό που ξέραμε όλοι; Ίσως μετά από χρόνια να έχω καταλάβει. Τα αυτονόητα νιώθουμε την ανάγκη να τα επαναλαμβάνουμε σε στιγμές κομβικές, όπου οι λέξεις έχουν άλλη διάσταση και άλλη σημασία. Ένα πρόσεχε, ένα σ'αγαπώ, μπορεί να συμπηκνώσει όλη την αγάπη του κόσμου.

Δεν ξέρω αν θα μπορούσες να ξεπεράσεις την απώλεια του. Η στενοχώρια σου σίγουρα θα ήταν ανείπωτη, ίσως όμως και να έλεγες πως επιτέλους αναπαύτηκε και ότι, από ένα σημείο και μετά, η ζωή με το αλτσχάιμερ δεν έχει νόημα κανένα. Ήταν άδικο αυτό που συνέβαινε και σε είχε καταβάλλει.

Μετά όμως θα μιλούσαμε για τα ευχάριστα. Θα με ρωτούσες για τη Βάλια και τον μικρό Γιώργο. Πως τα πηγαίνουν στο προνήπιο, εάν έχουν προσαρμοστεί, εάν έχουν κάνει φίλους. Τι κάνει η Καλίνα, ο κύριος Γιάννης και η κυρία Κική. Αν πηγαίνουμε στο Άστρος και αν οι δικοί τους είναι όλοι καλά.

Ίσως μετά να μιλούσαμε και για την κοινωνία. Σοκαρισμένη θα ήσουν σίγουρα από τα γεγονότα. Πως πάψαμε να είμαστε άνθρωποι σε τόσες πτυχές της ζωής μας. Αν χρειαστεί, μη διστάσετε να φύγετε μου είχες πει. Τόσο από τον Ασπρόπυργο όσο και από την Ελλάδα. Σημασία έχει να προχωρήσετε μπροστά, να προοδεύσετε και μόνον έτσι θα μπορέσετε να βοηθήσετε και τον τόπο.

Χθες ήμουν σε μια συναυλία του Σαββόπουλου στο Ηρώδειο. Πρώτη φορά. Θυμήθηκα εκείνη την επίσκεψη στο νέο μουσείο της Ακρόπολης - ήταν δίπλα, βλέπεις - που ανέβαλα εκείνο το Αυγουστιάτικο Σάββατο για μια άλλη φορά. Μια άλλη φορά που δεν ήρθε ποτέ.

Είπε ο Σαββόπουλος ότι του λείπουν μερικές στιγμές αφόρητα οι γονείς του. Νομίζω πολλοί στο ακροατήριο ένιωσαν να μιλάει στην καρδιά τους - είναι αφόρητο το κενό. Γεμίζει συχνά με μια πολύ γλυκιά ανάμνηση, με ένα λαμπερό φως. Δεν παύει να είναι κενό όμως και στη δύσκολη στιγμή πάντα θα υπενθυμίσει την απώλεια.

Είπε ακόμα για ένα τραγούδι από την εποχή των γονιών του - που νομίζω θα το θυμόσουν κι εσύ, σίγουρα:

«Ας ερχόσουν για λίγο
μοναχά για ένα βράδυ
να γεμίσεις με φως
το φριχτό μου σκοτάδι
και στα δυο σου τα χέρια
να με σφίξεις ζεστά
ας ερχόσουν για λίγο
κι ας χανόσουν μετά»

Το ξέρω, είναι διαφορετικό το περιεχόμενο του τραγουδιού. Λέει όμως κάτι τόσο δυνατό. Ας ερχόσουν για λίγο κι ας χανόσουν μετά.

Σκέφτομαι πάλι πως αν με έβλεπες να δακρύζω γράφοντας ένα κείμενο χαράματα 25ης Σεπτεμβρίου, μάλλον θα μου  χαμογελούσες με μια σιγουριά που τόσο με ηρεμούσε ότι κι αν συνέβαινε, και θα μου έλεγες πως τότε, όταν χάσαμε τον παππού, πόσο χαζή ήσουν που αντέδρασες με τόσο ακραία θλίψη, γιατί τι πιο φυσικό για έναν γέρο από το να πεθάνει. Γιατί λοιπόν εγώ να κάνω έτσι;

Τα χρόνια περνάνε. Η ανάμνηση όμως είναι πιο ζωντανή από ποτέ. Το μυαλό μου είναι ακόμα μπερδεμένο. Την απώλεια δεν μπορώ να τη διαχειριστώ καλά. Ίσως μεγαλώνοντας να αρχίσω να τα καταφέρνω καλύτερα.

Ήταν δυο μέρες μετά τα γενέθλια σου. Πάγωσα όταν άκουσα τον Βασίλη στο τηλέφωνο. Λίγη ώρα μετά, τρεις λέξεις κυριαρχούσαν στο μυαλό μου. Πίστη, Λόγος, Αγάπη. Ένα τρίπτυχο υπέροχο για να πορεύεται κάνεις στη ζωή. Ελπίζω πως θα συμφωνούσες.

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

Ενα γράμμα στη Μαμά και στον Μπαμπά — Του Βασίλη Τσίγκου

Δημοσιεύτηκε από τον Βασίλη Τσίγκο στο Facebook στις 27/9/2017
 
27/09/2011. Μια ημερομηνία η οποία στάθηκε σταθμός στην έως τώρα ζωή μου. Ξαφνικά μπαίνοντας στην πατρική μας κατοικία στον Ασπροπυργο (με απορία πως δεν είχες κατέβεις να ανοίξεις ακομα το γραφείο, όπως έκανες καθε εργάσιμη) διαπιστώνω με τρόμο οτι κοιμάσαι. Κοιμάσαι όμως όχι για την βραδινή σου ανάπαυση, αλλά κοιμάσαι (με μια πολύ γλυκιά έκφραση στο πρόσωπο σου) για το μεγάλο ταξιδι που ολοι ξέρουμε οτι κάποια στιγμή θα κάνουμε, αλλα ποτέ, μα ποτέ δεν θελουμε να πιστέψουμε οτι θα συμβεί σε εμάς ή σε δικούς μας άνθρωπους.

Ξάφνου συνειδητοποιώ οτι η ζωή μου δεν θα είναι πια η ιδια. Δεν θα ξανακούσω την φωνή σου. Δεν θα είσαι εκεί, όπως ήσουν πάντοτε, είτε έκανα κάτι σωστό και με επιβράβευες ή έκανα κάτι λάθος και με τον τρόπο που μόνο εσυ ήξερες (δίχως να προσβάλλεις ή να μειώσεις τον συνομιλητή σου) μου έδινες να καταλάβω οτι πρέπει να το διορθώσω.

Η απώλεια δύσκολα διαχειρίσιμη διότι ήταν ξαφνική. Σε ενοχλούσε αφάνταστα που ο μπαμπάς είχε αρχίσει να ξεχνάει και θυμώνες με αυτό. Εγώ και ο Δημήτρης σου λέγαμε Μαμά μην στεναχωριέσαι, εμείς είμαστε εδώ και θα βοηθήσουμε τον μπαμπά. Θέλαμε εγώ και ο Δημήτρης να απολαύσετε αμφότεροι την ζωή σας ως συνταξιούχοι μετα απο απίστευτη κούραση που είχατε πέρασει, εσύ ως καθηγήτρια φιλόλογος - με πάθος για την εκπαίδευση - για 37 έτη συνεχόμενης διδασκαλιας και ο μπαμπάς ως Λογιστης στον ΑΣΠΡΟ από το 1948 και στο γραφείο του αργότερα.

Πηγαίναμε οικογενειακώς διακοπές καθε καλοκαιρι και αποτελούσαμε θέαμα για την ομήγυρη μας. Δυο αγόρια στα 30+ να συνοδεύουμε τους υπερηλίκους γονείς μας στις διακοπές τους. Εγώ και ο Δημήτρης όμως χαιρόμασταν παρα πολυ για αυτές τις μέρες που περναγαμε μαζί σας, ιδίως στα Χανιά της Κρήτης που περάσαμε τα 10 τελευταία καλοκαίρια έως την 27/09/2011. Ήταν για εμάς το λιγότερο που μπορούσαμε να κάνουμε για δυο ανθρώπους που μας προσέφεραν τα πάντα . Κυριολεκτικά τα πάντα . Η φωτογραφία σας απο το καλοκαιρι του 2010 στο παλιό λιμάνι των Χανίων ειναι ανεξίτηλα χαραγμένη στην μνήμη μας .

Φέτος, την 27/09/2017 ούτε ο μπαμπάς ειναι μαζί μας πια. Εδώ και λίγους μήνες ήρθε να σε βρει να είστε πάλι μαζί οπως ήσασταν απο το μακρινό 1975. Το τραπέζι στο παλιό λιμάνι των Χανίων ειναι άδειο πια . Ευτυχώς όμως εγώ και ο Δημήτρης είμαστε γεμάτοι με αυτά που μας διδάξατε. Σας ευχαριστούμε και τους δυο πάρα πολυ. Ειλικρινά και εκ βαθέων. Μακάρι να προσφέρω και εγώ στον Γιώργο και στη Βαλια και ο Δημήτρης μελλοντικά στα παιδιά του αυτά που κάνατε εσείς για εμάς. Και δεν μιλάω για τα υλικά αγαθά. Μιλάω για την αγάπη που μας δείξατε και το τι σημαίνει αγάπη στην πράξη. Μας λείπετε. Μας λείπετε υπερβολικά. Αλλα είμαστε ευτυχείς και πλήρεις με αυτά που μας δώσατε. Σας αγαπάμε. Να είστε χαμογελαστοί εκεί που είστε. Ναι, έχουμε προβλήματα εδώ, αλλα είμαστε υποχρεωμένοι να τα ξεπεράσουμε και θα τα ξεπεράσουμε.

Με πολλή πολλή αγάπη τα παιδιά σας, Βασίλης και Δημήτρης.

Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

Ορθολογισμός

Με δίδαξες να είμαι ορθολογιστής. Όλη σου η ζωή ήταν μια άσκηση ορθολογισμού.

Καταλαβαίνω πως θα ήταν υπέροχο αν όλοι άνθρωποι έκαναν μια διαδρομή 89 ετών γεμάτη αγάπη, δημιουργία, αγώνες για υψηλά ιδανικά.

Σε φαντάζομαι να μου λες ότι δεν πρέπει να στενοχωριέμαι. Ότι μάλλον κάπου το παράκανα.

Πραγματικά, έχεις δίκιο. Δεν πρέπει, είναι λάθος να στενοχωριέμαι.

Αλλά να, ξέρεις...

...Προχθές το πρωί που ξύπνησα και μου πονούσε ο λαιμός, πρώτη μου σκέψη ήταν να μην μπω στο δωμάτιό σου γιατί μάλλον κάπου θα είχα κρυώσει και είναι επικίνδυνο να σε κολλήσω.

Θα συνεχίσω να προσπαθώ όμως, μπαμπά, και ελπίζω πως εν τέλει θα τα καταφέρω.
 


Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Στον Πατέρα του Απόστολου Γκανά - #TolisLovedMaria


Αγαπητέ Κύριε Γκανά,

Δεν είχα μέχρι σήμερα την τιμή να σας γνωρίσω. Όπως δεν είχα την πολύ μεγάλη τιμή να γνωρίσω και τον Τόλη "από κοντά", όμως μαζί με χιλιάδες άλλους που επικοινωνούσαμε μαζί του στα κοινωνικά δίκτυα νιώθουμε ότι τον ξέρουμε πάρα πολύ καλά, ότι ήταν ένας καλός φίλος.

Πρέπει να είστε πολύ σπουδαίος άνθρωπος, Κύριε Γκανά. Πολύ σπουδαίος άνθρωπος σίγουρα ήταν και η μητέρα του Τόλη, δεν μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά ότι ο γιος σας ήταν ένας τόσο πολύ αξιόλογος άνθρωπος.

Ο φόβος είναι το πιο ανθρώπινο συναίσθημα. Ο φόβος του θανάτου, από καταβολής κόσμου καθορίζει ίσως την εξέλιξη του πολιτισμού μας. Όλοι οι άνθρωποι φοβούνται, απλώς πολλοί δεν έχουν το θάρρος να το παραδεχτούν. 

Ο Τόλης, όπως με παρρησία το έλεγε, φοβόταν. Όπως φοβόμαστε όλοι μας. Έκανε όμως κάτι μαγικό, κάτι που ελάχιστοι άλλοι έχουν καταφέρει: Μπροστά στο φόβο έμεινε δυνατός, έμεινε εκφραστής του ορθού λόγου. Ούτε το έβαλε στα πόδια ούτε βρήκε καταφύγιο σε κάθε λογής υπερβολές. Πραγματικά σπάνιο παράδειγμα. Δεν τράπηκε σε φυγή. Έμεινε και πάλεψε μέχρι τέλους, με το κεφάλι ψηλά.

Καταλαβαίνω ότι ο πόνος είναι αβάσταχτος και η απώλεια αυτή δεν θα ξεπεραστεί ποτέ. Αν κάποτε όμως φτάσουν αυτές οι γραμμές στην αντίληψή σας Κύριε Γκανά, επιτρέψτε μου με σεβασμό μεγάλο να σας πω ότι πρέπει να είστε πολύ, πάρα, πάρα πολύ υπερήφανος για τον Τόλη. 

Ένα παιδί μόλις 30 ετών, κατάφερε με το ίδιο του το παράδειγμα να διδάξει αμέτρητους συνανθρώπους του σε όλον τον κόσμο το αληθινό νόημα της ζωής: Ότι η αγάπη νικάει το θάνατο.

Όλοι εμείς που διδαχτήκαμε με το παράδειγμά του θα τον θυμόμαστε για πάντα και θα προσπαθούμε να του μοιάσουμε. 

Με τα θερμότερα συλλυπητήριά μου,

Δημήτρης Τσίγκος

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Η απώλεια, η οικογένεια, οι φίλοι και το δέον γενέσθαι


Δύσκολα μπορώ να βρώ λέξεις να περιγράψω πόσο άσχημη χρονιά ήταν για μένα το 2011. Σίγουρα η χειρότερη που έχω ζήσει ποτέ και πιθανότατα η χειρότερη της ζωής μου. Η απρόσμενη απώλεια της μητέρας μου παραμένει κάτι που αδυνατώ να επεξεργαστώ και πολύ περισσότερο να αποδεχτώ. Εύλογα λοιπόν κάτι με σπρώχνει να θέλω να στείλω το 2011 "στον αγύριστο".

Ίσως όμως και να μην είναι έτσι. Ίσως τα πάντα, ή τουλάχιστον τα σημαντικά, να συμβαίνουν για κάποιο λόγο. Ίσως και ο θάνατος να είναι απλά ένα κομμάτι της ζωής. Σίγουρα πάντως, η επαφή αυτή με το μη-αναστρέψιμο πέρα από την απέραντη θλίψη προσφέρει και κάποιες πολύ διδακτικές πλευρές.

Πρώτα απ'όλα η οικογένεια. Δεν μπορώ να πω πολλά, δεν έχω τη δυνατότητα να πω πολλά, η δύναμη των συναισθημάτων αλληλοϋποστήριξης στην οικογένεια υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνατότητές μου να τις περιγράψω. Οι - απολύτως απίστευτες και εξωπραγματικές - αναλαμπές του πατέρα μου, η ακλόνητη στήριξη από και προς τον αδερφό μου, η ειλικρίνεια και η αγνότητα των συναισθημάτων από τους θείους, τα ξαδέρφια, αυτό που συνηθίσουμε να λέμε "το σόι", ήταν & είναι για μένα μια εκπληκτική εμπειρία. Ένας λόγος που αξίζει κανείς να ζει.

Μετά, οι φίλοι. Από διάφορους κύκλους, από πολλά στάδια της ζωής. Το σχολείο, το πανεπιστήμιο, την εργασία, τις κοινωνικές δραστηριότητες, από το εξωτερικό. Στήριξη αγνή. Ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη που αξίζει περισσότερο απ'όλον τον πλούτο του κόσμου, όπως έγραψα τότε. Ένα τηλεφώνημα που παίρνει αξία ασύλληπτη. 

Τελικά, στις οριακές αυτές συνθήκες, όταν ο ορθός λόγος καταρρέει και μόνο η αγάπη μπορεί να σε βγάλει από το αδιέξοδο, καταλαβαίνεις πόσο ανίσχυρος είσαι και πόσο μεγάλη ανάγκη είναι η κοινωνία, οι σχέσεις των ανθρώπων, σε όλα τα επίπεδα.

Δεν έχει νόημα να ζει κανείς μόνος. Ο Φράνσις Μπέικον το είχε πει σωστά: «Όποιος είναι ευχαριστημένος από τη μοναχικότητα είναι άγριο θηρίο, ή Θεός». Η απώλεια σε φτάνει στην απόλυτη μοναξιά και εκεί ανακαλύπτεις τη μαγεία, τη δύναμη των σχέσεων, της κοινωνίας, της συλλογικότητας. Σε βάση απόλυτης ειλικρίνειας και ανιδιοτέλειας.

Βιώνοντας τα παραπάνω, έρχεσαι πιο κοντά στο νόημα της ζωής. Βλέπεις πως αφού όλα είναι ανούσια και το τέλος προδιαγεγραμμένο, το μόνο που έχει αξία είναι να πράττεις το δέον γενέσθαι. Όσο για την αδικία που κυριαρχεί γύρω μας, ξεπερνιέται με την πανίσχυρη φράση του Μενάνδρου: Άγει προς φως την αλήθειαν χρόνος.

Κάποια στιγμή ελπίζω να βρω τη δύναμη για να συγκροτήσω την σκέψη μου και να γράψω τον χαιρετισμό μου. Χαιρετισμό παντοτινό, με πίστη, λόγο και αγάπη

Μέχρι τότε, η μόνη υπόσχεση που μπορώ να δώσω είναι η δημιουργία του "Ιδρύματος Ελληνικής Φιλολογίας Ελένη Μπουγιατιώτου" το οποίο αφενός θα συνεχίσει επί της ουσίας το έργο της στην Ελληνική Φιλολογία, στην οποία αφιέρωσε τη ζωή της, αφετέρου διαχρονικά θα πραγματώνει τη φράση που μου είχε πει, ότι μόνο οι νεκροί πεθαίνουνε όταν τους λησμονούμε. 

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Το μέγιστο των μαθημάτων

Όλους εσάς που δίνετε ένα χέρι βοήθειας, κάνοντας το ανυπέρβλητο να φαντάζει εφικτό. Όλους εσάς που όταν καταρρέει ο ορθολογισμός είστε εκεί, δείχνοντας πως πράγματι η αγάπη νικάει τον θάνατο. Όλους εσάς θέλω να ευχαριστήσω από τα βάθη της καρδιάς μου που είστε δίπλα μου από τις 27 του Σεπτέμβρη, διδάσκοντας το μέγιστο των μαθημάτων. Επειδή όμως δεν βρίσκω λόγια που να μπορούν να περιγράψουν τι νιώθω, ας μου επιτρέψετε συμβολικά να σας επιστρέψω την αγάπη που έλαβα, που τόσο πολύ την χρειαζόμουν, με αυτό το τραγούδι.

Ως τη Νίκη, Πάντοτε, Μιχάλη Χαραλαμπίδη

Αγαπημένε Δάσκαλε Μιχάλη Χαραλαμπίδη, Ήταν Ιούνιος του 1996, διάβαζα μαθηματικά για τις πανελλήνιες εξετάσεις της επόμενης μέρας. Στιγμή ιερ...