Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δέον γενέσθαι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δέον γενέσθαι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

Ο παππούς μου, Φώτης Μπουγιατιώτης

Των Φώτων σήμερα και το πρωί, ίσως επειδή θα ήταν η γιορτή του, η σκέψη μου πήγε στον παππού μου, τον πατέρα της μητέρας μας, Φώτη Μπουγιατιώτη. Ο μπάρμπα-Φώτης, "Φωτ' Ραμπάκος" όπως ήταν γνωστός στον Ασπρόπυργο, γεννήθηκε το 1900, στην αυγή του τελευταίου αιώνα της 2ης χιλιετίας. 

Αν δεν κάνω λάθος, ήταν το μεγαλύτερο παιδί του Κώστα Μπουγιατιώτη και της Ξανθής Μαυράκη. Το ζευγάρι αυτό είχε πολλά παιδιά, ίσως πάνω από δέκα (δώδεκα, είχα ακούσει κάποια στιγμή). Η Ξανθή πέθανε νέα, ίσως κοντά στο 1920, στα βουνά της Φυλής, καθώς περιέθαλπτε κάποιο από τα παιδιά της που είχε προσβληθεί από φυματίωση και, όπως συμβούλευαν τότε, είχε πάει στο βουνό για να αναρρώσει. Αντίθετα ο Κωτσ' Ραμπάκος έφτασε σε μεγάλη ηλικία και απεβίωσε κοντά στο 1950 - η μητέρα μου έλεγε πως ήταν λίγο πριν τελειώσει το γυμνάσιο (δηλαδή το λύκειο της εποχής).

Ο παππούς μου ο Φώτης λοιπόν περί το 1934 παντρεύτηκε τη Σιδερή Τσίγκου και απέκτησαν τρία παιδιά: Την Ξανθή, την Ελένη (τη μαμά μου, δηλαδή!) και τον Κώστα. Η μαμά μου διηγούταν πως όταν γεννήθηκε, η γιαγιά Σιδερή την έκρυψε, καθότι φοβόταν ότι ο παππούς Φώτης, που ήθελε πολύ αγόρι, δεν θα άφηνε το νεογνό να ζήσει. Τελικά ο παππούς απέκτησε το αγόρι που τόσο ήθελε λίγα χρόνια αργότερα και με τη μητέρα μου σφυρηλάτησε μια απίστευτα δυνατή σχέση μέχρι το τέλος της ζωής του.

Δεν είχε πάει στο σχολείο και δεν ήξερε καθόλου γράμματα. Όταν η μητέρα μου σπούδαζε, τον έμαθε να υπογράφει ως εξής: "Φωτ. Μπουγιατιώτης, ποιμήν". Βάζοντας και το επάγγελμά του που δεν ήταν άλλο από τσοπάνος. Τα πρόβατα του τα είχε στην περιοχή 'Ζάστανι', στα σημερινά Νεόκτιστα Ασπροπύργου, που εκτείνονται πίσω από την περιοχή των διυλιστηρίων.

Η οικογένεια ήταν πολύ φτωχή, τα έφερνε βόλτα με μεγάλη δυσκολία. Όταν η μητέρα μου ανακοίνωσε την επιθυμία της να σπουδάσει, αυτό σήμαινε πως το τρίτο παιδί της οικογένειας, επίσης εξαίρετος μαθητής, έπρεπε να κατευθυνθεί προς κάποιο τεχνικό επάγγελμα, παρότι είχε κάθε δυνατότητα να αποκτήσει κι εκείνος πανεπιστημιακή μόρφωση. Οι περιγραφές που άκουσα στην παιδική μου ηλικία για την καθημερινότητα ενός τσοπάνου προπολεμικά είναι δύσκολο να αποδοθούν. Θα πω μόνο ότι στο πέρασμα προς την Αθήνα, στο σημερινό Δαφνί, είχαν την έδρα τους ένοπλοι ληστές οι οποίοι εξουσίαζαν την περιοχή μέχρι περίπου και τη δεκαετία του 1930 ενώ καθόλου δεδομένο δεν ήταν πως η οικογένεια θα είχε επαρκή ποσότητα φαγητού καθημερινά. Το ρεύμα και το νερό ήρθαν μετά τον πόλεμο και τα καινούργια ρούχα & παπούτσια ήταν κάτι ιδιαίτερα σπάνιο.

Στον παππού μου άρεσε το κρασί. Πήγαινε συχνά στην ταβέρνα και από εκεί απευθείας στο μαντρί, με τις φήμες της εποχής να λένε πως το άλογο είχε μάθει απ΄έξω τον δρόμο και είχε τη νοημοσύνη να σταματάει στις γραμμές αν άκουγε να έχετε το τραίνο (ενώ ο παππούς του έδινε παράγγελμα να προχωρήσει!). Αυτή η συνήθεια οδήγησε τον παππού μου σε ένα βαρύ έλκος στομάχου σε μεγάλη ηλικία και τη μητέρα μου σε μια απόλυτη απέχθεια προς οποιαδήποτε μορφή αλκοόλ (την οποία, δυστυχώς, δεν κληρονόμησα εγώ).

Είχε πολεμήσει στη μικρασιατική εκστρατεία, από την οποία γύρισε όπως-όπως με την κατάρρευση του μετώπου. Κυκλοφορούσε πάντα με το ντουφέκι του, πράγμα που θεωρούνταν απόλυτα λογικό για έναν βοσκό της εποχής εκείνης.

Προπολεμικά ο παππούς μου υποστήριζε το λαϊκό κόμμα, όπως οι περισσότεροι κτηνοτρόφοι της περιοχής. Μεταπολεμικά ήταν στη δεξιά παράταξη, ουδέποτε όμως υιοθέτησε ακραίες θέσεις. Ο πατέρας μου τον θαύμαζε γιατί 'είχε φάει ξύλο στην κατοχή, αλλά δεν μίλησε', καθώς ναζί, γερμανόφωνοι και ελληνόφωνοι, τον βασάνιζαν για να αποκαλύψει κρησφύγετα των ανταρτών στο Ποικίλον Όρος, το οποίο όμως δεν έκανε ποτέ.

Οι δεκαετίες του '50 και του '60 έφεραν πολύ μεγάλη οικονομική πίεση. Η μητέρα μου πρωτοδιορίστηκε το 1963 και για πολλά χρόνια ένα σημαντικό μέρος του μισθού της αποπλήρωνε τον δανεισμό προς την αγροτική τράπεζα. Πολλές φορές κινδύνεψε να χάσει το ζωικό του κεφάλαιο, ευτυχώς όμως ο συνδυασμός σκληρής δουλειάς και στήριξης εντός τη οικογένειας απέτρεψε το γεγονός αυτό.

Γύρω στο 1980, μπαίνοντας στην ένατη δεκαετία της ζωής του, η υγεία του άρχισε να χειροτερεύει. Είχε διάφορα ατυχήματα στο βουνό με τα πρόβατα, όπου έχανε την ισορροπία του και έπεφτε. Για να τον προστατεύσουν, τα παιδιά του αποφάσισαν να πουλήσουν τα πρόβατα. Αυτό όμως είχε δραματικές συνέπειες στην ψυχολογία του παππού. Ένιωσε ότι η ζωή του δεν είχε πια νόημα. Η υγεία του πήρε την κάτω βόλτα. Θυμάμαι της αφήγηση των γονιών μου σχετικά με μια επίσκεψη ενός Καθηγητής Καρλαύτης, πολύ γνωστός γιατρός της εποχής, ο οποίος διέγνωσε πως 'ο παππούς πάσχει από ψυχικό αρνητισμό'. Σήμερα θα λέγαμε μάλλον πως είχε γεροντική κατάθλιψη που οδήγησε σε νευρική ανορεξία.

Ο παππούς μας άφησε στις 16 Ιουλίου του 1984. Παραμονή του πανηγυριού της Αγιά-Μαρίνας, που ήταν πολύ σημαντικό για τους τσοπάνηδες. Η μητέρα μου για χρόνια περιέγραφε με δέος της επιθανάτια σκηνή: Ο παππούς αν και απόλυτα καταβεβλημένος, είχε πλήρη διαύγεια. Ζητάει να κάνει ένα τσιγάρο. Η μαμά μου κλαίει και τον ρωτάει "τώρα τι κατάλαβες;" (εννοώντας, που σταμάτησε να τρώει ...). "Μην με μπερδεύεις!", απαντά αυστηρά εκείνος. Τελειώνει το τσιγάρο, τους κοιτάζει όλους, τους αποχαιρετά σιωπηρά και αναχωρεί για την αιωνιότητα. Η μαμά μου δεν μπορεί να το διαχειριστεί και λιποθυμά.

Χρόνια αργότερα μου έλεγε πως είχε μετανιώσει για δυο πράγματα: (α) που συμφώνησε να του πουλήσουν τα πρόβατα ('ας πέθαινε όρθιος, στο βουνό' μου έλεγε, καλύτερα θα ήταν) και (β) που στενοχωρήθηκε τόσο πολύ, δυσκολεύοντας τον παππού μου και καταστρέφοντας την υγεία της (μάλλον εκείνη η λιποθυμία ήταν το πρώτο καρδιολογικό επεισόδιο, πρώιμο σημάδι της καρδιοπάθειας που 27 χρόνια αργότερα πήρε και τη δική της ζωή). "Τι πιο φυσιολογικό", έλεγε, "από το να φτάσει στο τέρμα της ζωής του έναν άνθρωπος 84 ετών, ένας γέρος..." συνέχιζε με παράπονο. Της πήρε πολλά χρόνια όμως να το καταλάβει. 

Παρότι δεν είχα κλείσει τα επτά χρόνια όταν μας άφησε ο παππούς μου και μάλιστα δεν ζούσαμε στο ίδιο σπίτι, έχω πολύ έντονες αναμνήσεις από εκείνον. Ξέρω ότι ερχόταν στο πατρικό μου και μας πρόσεχε όταν ήμουν ίσως 2 ετών. Θυμάμαι να πηγαίνουμε συχνά στο πατρικό της μαμάς να τον δούμε. Με φώναζε "Μητσάκη" και με αγαπούσε πολύ. Ο μπαμπάς μου πάντα έλεγε με πόση αγάπη ο παππούς συμφώνησε να με ονομάσουν Δημήτρη, προς τιμήν του αδικοχαμένου θείου μου, αντί για Φώτη, όπως θα έλεγε το άγραφο πρωτόκολλο της εποχής.

Ο Φώτης Μπουγιατιώτης έζησε τη ζωή του σε συνθήκες που είναι πρακτικά αδύνατο να φανταστούμε εμείς. Όταν γεννήθηκε, η Ελλάδα μετά βίας έφτανε στη Θεσσαλία και όταν απεβίωσε ήταν ένα πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έζησε δυο παγκόσμιους πολέμους, τη ναζιστική κατοχή, τον εμφύλιο και τη δικτατορία ενώ πολέμησε στη μικρασιατική εκστρατεία και ήταν αυτόπτης μάρτυρας της καταστροφής. Η οικονομική δυσπραγία ήταν η σταθερά της ζωής του.

Μέσα από τις τεράστιες αυτές δυσκολίες, κατάφερε να ζήσει με αξιοπρέπεια και να δημιουργήσει μια πολύ δεμένη οικογένεια, καθοδηγούμενη από αρχές. Τα παιδιά του προόδευσαν όλα και τα εγγόνια του επίσης. Σήμερα, 123 χρόνια από τη γέννηση του, είμαστε πολλοί αυτοί που τον θυμόμαστε με αγάπη και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε όσο ζούμε.

Αυτός ο χαρακτήρας, με τα προτερήματα και τα ελαττώματα του, θεωρώ πως είναι πολύ χαρακτηριστικός για τον Έλληνα του 20ου αιώνα. Ενός  ανθρώπου που γεννήθηκε στον τρίτο κόσμο, ίσως και κάτω από αυτόν με τα σημερινά δεδομένα, και παρέδωσε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία.

Θα ήθελα πολύ, το 2100, 123 χρόνια από τη δική μου γέννηση, να μπορεί κάποιος να πει το ίδιο και για τη δική μας γενιά. Ότι επιτύχαμε μια ανάλογη πρόοδο. Θα το ήθελα πολύ, δεν είμαι όμως καθόλου σίγουρος ότι θα το καταφέρουμε. Το σίγουρο είναι ότι θα το προσπαθήσουμε. Αυτό εξάλλου θα μας ζητούσε και ο παππούς Φώτης.


Από αριστερά: Γιώργος Τσίγκος (μπαμπάς), Φώτης Μπουγιατιώτης (παππούς), Βασίλης Τσίγκος (αδερφός), Δημήτρης Τσίγκος (yours truly) και Ελένη Μπουγιατιώτου (μαμά) - Φωτογραφία περί το 1980

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020

Με ποιον είμαι

Είμαι με τον δάσκαλο σε ένα υποβαθμισμένο δημοτικό σχολείο ενός συνοικισμού του Ασπροπύργου, που ξέρει πως δεν έχει τα μέσα για να κάνει τη δουλειά του έστω και με στοιχειώδη αξιοπρέπεια, που ξέρει ακόμα πως κατά πάσα πιθανότητα ούτε ένα από τα παιδιά της τάξης του δεν θα γλυτώσει τη ζωή του δρόμου και της παρανομίας, μα που και πάλι προσπαθεί να κάνει το καλύτερο γιατί έτσι είναι το σωστό, γιατί ίσως και κάποιο από τα παιδάκια αυτά να κάνει την έκπληξη και να τα καταφέρει.

Είμαι με την αγροτική γιατρό της Σερίφου που μια χειμωνιάτικη νύχτα με κακό καιρό αντιμετωπίζει ένα έκτακτο περιστατικό, ένα έμφραγμα ίσως ή ένα σοβαρό ατύχημα. Έμπειρος γιατρός δεν υπάρχει, σύστημα τηλεϊατρικής ούτε για αστείο, η αεροδιακομιδή δεν είναι εφικτή, κι εκείνη αυτήν την ώρα έχει σαστίσει μα θα την βρει τη δύναμη να κάνει το σωστό, από το οποίο θα εξαρτηθεί μια ζωή.

Είμαι με τον ονειροπόλο δημιουργό στην Δράμα που όλοι του λένε πως τα ονειρά του είναι απατηλά και απραγματοποίητα (πόσο μάλλον σ'αυτήν τη γωνιά της Μακεδονίας), μα αυτός καλά το ξέρει ότι μια μέρα θα τα κάνει όλα πραγματικότητα και δεν περιμένει από κανένα σύμπαν να συνωμοτήσει για να συμβεί αυτό, μα το καταφέρει με επιμονή, εργατικότητα, ομαδικότητα και μια ανεξάντλητη δίψα για μάθηση (χωρίς καν να χρειαστεί να αφήσει τον τόπο του, όπως με τόση σιγουριά του λένε),

Είμαι με τη νέα δικαστή στη Θεσσαλονίκη που του τυχαίνει μια υπόθεση την οποία όλοι αποφεύγουν (φαίνετα, κάτι περισσότερο θα ξέρουν...) μα εκείνος θα την προχωρήσει σύμφωνα με τον όρκο του όχι από άγνοια κινδύνου (ή ίσως όχι μόνο από αυτο) μα από μια ανάγκη να αποδοθεί δικαιοσύνη,

Είμαι με αυτήν την παρέα των φίλων στην Πάτρα που με ρομαντισμό περισσότερο ξεκίνησαν μια τεχνική εταιρεία και προσπαθούν να πάρουν μια δουλειά με την αξία τους, κάνουν την καλύτερη και την οικονομικότερη προσφορά, μα δέχονται μετά ένα τηλεφώνημα περίεργο που τους λέει "άφησέ την αυτήν εδώ, θα έχει για σένα άλλη στο μέλλον". Και όμως όχι, δεν την αφήνουν, δεν χορεύουν στο ρυθμό που παίζει η μουσική της παρακμής και μέχρι τέλους το κυνηγάνε, άσχετα αν συνήθως τελικά χάνουν (και όμως, κάποιοι τελικά κερδίζουν),

Είμαι με τον επιστήμονα, με τον ερευνητή, σε μια σχολή των Αθηνών, που όλοι τον ρωτούν "μα γιατί μένεις εδώ; θα μπορούσες να πας στην Αμερική, στην Ευρώπη, στην Κίνα..." και όμως αυτός επιμένει να πασχίζει να ανακαλύψει νέα γνώση, με ένα κλάσμα των πόρων που έχουν οι συνάδελφοί του διεθνώς, όχι μόνο μην έχοντας αναγνώριση αλλά συχνά να έχει και την χλεύη των ''κατεχόντων τους θεσμούς",

Είμαι με τον Πακιστανό εργάτη της Πελοποννήσου, που είναι μήνες απλήρωτος και το αφεντικό του τον απειλεί πως θα τον καταγγείλει για "λαθραίο" στην αστυνομία αν "δεν κάτσει ήσυχα", κι όμως αυτός βρίσκει το θάρρος και ζητάει τα χρήματά του (και μάλιστα για να τα στείλει στην οικογένειά του, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά),

Είμαι με όσους προσπάθησαν κι απέτυχαν, με τους χιλιάδες ικάρους που έλιωσαν τα φτερά τους, αυτούς συγκεκριμένα που και εκατό ζωές να είχαν πάλι σε εκατό απέλπιδες προσπάθειες θα τις αφιέρωναν (γιατί ξέρουν πως κάποιος, κάπου, κάπως θα τα καταφέρει και αυτό είναι τελικά το μόνο που μετράει),

Είμαι με αυτούς, οπουδήποτε στον κόσμο, που σκοπό της ζωής τους το έβαλαν να ανατρέπουν τις ισορροπίες για να βρεθούμε σε μια κατάσταση νέα, πιο δίκαιη και πιο αρμονική,

Είμαι τελικά με αυτά τα δυο κύτταρα, τα μαγικά συστατικά τα αρχέγονα του ανθρώπου, που η τύχη τα έφερε μαζί, πολλαπλασιάστηκαν και, μέχρι να γίνουν χώμα ή στάχτη, θέλησαν να προσπαθούν να κάνουν το καλό - και κάνοντάς το, με τρόπο θεϊκό, βρίσκουν τη δύναμη να συγχωρούν όποιον αντί για τον δρόμο της ομορφιάς (από άγνοια, είναι βέβαιο) έχει επιλέξει εκείνον της ασχήμιας.

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

Ξεκινώντας την 89η περιστροφή

Ασπρόπυργος,
14 Σεπτεμβρίου 2016


Ήταν ένα δύσκολο καλοκαίρι. Τέσσερις νοσηλείες περίπου μιας εβδομάδας κάθεμία, σε συνολικό διάστημα πενήντα ημερών. Τελευταία όμως τα πράγματα πάνε λίγο καλύτερα. Χθες φοβηθήκαμε πως ο πυρετός που ξαφνικά ανέβηκε θα μας χαλούσε το σερί των τριών εβδομάδων στο σπίτι, όμως τελικά οι εξαίρετοι γιατροί και η απαραίτητη τύχη το απέτρεψαν. Ο πατέρας μας είναι στο σπίτι και είναι σχετικά καλά.

Ο χρόνος είναι μια έννοια ιδιαίτερα περίεργη, νομίζω μαγική, που όσο και αν καθορίζει τη ζωή μας, όσο και αν όλη μας η καθημερινότητα περιστρέφεται γύρω από αυτόν, λίγοι τον έχουμε κατανοήσει σε βάθος. Ίσως για αυτό να ήθελα να σπουδάσω Φυσική όταν ήμουν στο δημοτικό και στο γυμνάσιο (ποιος ξέρει, μπορεί στο μέλλον να καταφέρω να κάνω πράξη το όνειρο αυτό). Η σύμβαση που ακολουθούμε πάντως εδώ και χιλίαδες χρόνια είναι να μετράμε τον χρόνο με τις περιστροφές του Ήλιου γύρω απόν την Γη (όχι, δεν τρελάθηκα), ή, όπως καταλάβαμε σχετικά πρόσφατα, τις περιστροφές της Γης γύρω από τον Ήλιο.

Το ταξίδι καθενός μας λοιπόν ξεκινάει όταν γεννιόμαστε και μετριέται με τις περιστροφές που κάνουμε γύρω από τον Ήλιο. Η εκκίνηση για τον Γιώργο Τσίγκο δόθηκε την Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 1928 - ή τουλάχιστον αυτό δηλώθηκε στις αρχές, αφού τότε τα παιδιά γεννιόντουσαν στο σπίτι και εγγράφονταν στα μητρώα μήνες ή και χρόνια αργότερα. Σήμερα, Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016, για τον πατέρα μας συμπληρώθηκαν 88 περιστροφές και ξεκίνησε η 89η. 

Καθώς αναμετράται με τη νόσο του Alzheimer για περισσότερα από 13 χρόνια, ένας αγώνας μακρύς και άνισος, είναι αδύνατον να μας πει τις σκέψεις του για το ορόσημο αυτό. Για να είμαι απόλυτα ρεαλιστής, ο πατέρας μου σήμερα δεν έχει τέτοιες σκέψεις. Τον απασχολούν πολύ πιο απλά πράγματα: Αν οι άνθρωποι γύρω του είναι καλά, αν βλέπει τα παιδιά και τα εγγόνια του, αν κάνει κρύο ή ζέστη, αν πεινάει ή διψάει. Έχει επιστρέψει στη νηπιακή ηλικία όσον αφορά τις πνευματικές του ικανότητες, πράγμα που μερικές φορές είναι ανακουφιστικό και κάποιες άλλες αβάσταχτα στενάχωρο.

O χρόνος, ξαναλέω, είναι έννοια περίεργη. Τον αντιμετωπίζουμε ως κάτι συνεχές, που ποσοτικοποιείται σε διάρκεια. Διαβάζοντας όμως το καταπληκτικό Chasing Daylight του Eugene O'Kelly, καταλαβαίνει κανείς πως δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από στιγμές που δεν μετριούνται σε διάρκεια αλλά σε αριθμό και σε ποιότητα. Η ζωή μας, αυτό που μένει τελικά, είναι ένα σύνολο στιγμών. Για αυτό, ενδεχομένως να μην έχει σημασία πόσες περιστροφές θα ολοκληρώσει κανείς γύρω από τον Ήλιο, αλλά πόσες αληθινές στιγμές έζησε στη διάρκεια αυτή. Ο Eugene O'Kelly λέει πως τη δεκαετία πριν τη διάγνωση τελικού σταδίου καρκίνου του εγκεφάλου, στα 53 του χρόνια, μπορούσε μετά βίας να ανακαλέσει δυο ή τρια "perfect moments",  ελάχιστες δηλαδλη τέλειες στιγμές. Αντίθετα, προσπαθώντας να ζήσει διαφορετικά τις τελευταίες 100 μέρες της ζωής του, έφτασε να ζει τέσσερα ή και πέντε perfect moments την ημέρα. Γνώρισε έτσι την πραγματική ευτυχία, φεύγοντας χαρούμενος, ήρεμος και πλήρης. Για να ανακαλύψει τη ζωή χρειάστηκε να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο.

1933-34. O Γιώργος Τσίγκος το πρώτο παιδί από τα δεξιά. Στη μέση ο μεγάλος αδερφός Δημήτρης (1927-1944) και αριστερά ο  μικρός Νίκος (1930-2010). Πίσω ο Βασίλης Τσίγκος (1899-1968), στη μέση η Μαργαρίτα Τσεβά-Τσίγκου (1900-1971) και αριστερά, πιθανότατα, η Παρασκευή Τσεβά-Καραμιχάλου.

Από τις συζητήσεις με τον πατέρα μου έχω πολλές περιγραφές του έντονα χαραγμένες στην μνήμη μου:

- Μια οικογένεια με πέντε παιδιά - και τη γιαγιά / νονά, φυσικά - να ζει σε ένα μόνο δωμάτιο, κυριολεκτικά κολλητά στο κτήριο του στάβλου με τις αγελάδες
- Την οικογένεια ολόκληρη να εργάζεται στις αγελάδες και στο περιβόλι
- Τα παιδιά που πήγαιναν ξυπόλητα, κυριολεκτικά και όχι ως σχήμα λόγου, στο Δημοτικό Σχολείο
- Τα πολύ λιγότερα παιδιά που συνέχισαν στο Γυμνάσιο, εννοείται στην Ελευσίνα καθώς ο Ασπρόπυργος δεν είχε τότε Γυμνάσιο, και πήγαιναν φυσικά με τα πόδια. Επτά χιλιόμετρα το πρωί, επτά χιλιόμετρα επιστροφή το μεσημέρι.
- Τους αγελαδοτρόφους να πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης από τους χονδρεμπόρους και να απαντούν με την ίδρυση του συνεταιρισμού ΑΣΠΡΟ (που εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη βιομηχανία γάλακτος της χώρας τις δεκαετίες του '60 και του '70).
- Τους αγρότες να πηγαίνουν με τη σούστα στη λαχαναγορά και τα άλογα να δυσκολεύονται να σύρουν το βαρύ φορτίο στην ανηφόρα του Δαφνιού.

Πέρα από τις συζητήσεις της καθημερινότητας αυτής της τόσο παλιάς εποχής, δεν μπορούσαν να μην υπάρξουν επίσης και συζητήσεις για τα δραματικά γεγονότα που συνέβησαν τότε και καθόρισαν τη μεταπολεμική μας ιστορία:

- Την κατοχή. Την αντίσταση. ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ. Τις πράξεις ηρωϊσμού. Τις θυσίες. Τις φιλίες που χάλασαν (Πριν λίγα μόλις χρόνια, για κάποιον συντοπίτη μας: "Γιατί ρε παιδί μου έγιναν έτσι τα πράγματα... κάναμε παρέα πριν τα γεγονότα, ήμασταν καλοί φίλοι").
-  Τον απόλυτο παραλογισμό του τέλους της κατοχής και του εμφυλίου. (Τη δολοφονία του Μήτσου *  Την κηδεία του Μήτσου που την παρακολούθησε κρυμμένος κάτω από την πραμάτεια σε μια σούστα * Το μπλόκο της Χασιάς * Τη σύλληψη και τη μεταφορά στο Μεγάλο Πεύκο, στην Γκεστάπο * Τις εικονικές εκτελέσεις * Τη φάλαγγα * Τα ψυχολογικά βασανιστήρια *  Τον παππού να κρύβεται στο βουνό * Την απελευθέρωση * Την ΕΑΜοκρατία *  Τη δολοφονία του θείου Γιάννη * Το σπίτι να πυρπολείται δυο φορές * Τον παππού να καταδικάζεται εις θάνατον και να μένει στη φυλακή δεκαεπτά χρόνια και να σώζεται από τύχη καθαρή * Τη Μακρόνησο * Τα βασανιστήρια και τελικά την επιστροφή.)

Μέσα σε αυτά τα απίστευτα δύσκολα χρόνια, από τις συζητήσεις τόσο με τον ίδιο όσο και με τους φίλους του, αυτό που έβγαινε ήταν μια τεράστια δίψα για ζωή. Οι άνθρωποι που τα πέρασαν όλα αυτά, που έδωσαν τη ζωή τους για ένα μεγάλο ιδανικό, για έναν καλύτερο κόσμο, αφού ήρθαν αντιμέτωποι με το μίσος, τον παραλογισμό και το φάσμα της ανυπαρξίας, αυτό που ήθελαν τελικά ήταν απλά να ζήσουν. Να ζήσουν ελεύθερα, έντονα και αληθινά. Δυσκολευόμουν να το κατανοήσω αυτό, φαινόταν λίγο αντιφατικό, μέχρι που διάβασα το εξαιρετικό "...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς" του Χρόνη Μίσσιου. Ένα πραγματικά αποκαλυπτικό και διδακτικό βιβλίο.

Συζητώντας, πέρα από τα γεγονότα τα ίδια, καταλάβαινα τα συναισθήματά του. Πόνο, χαρά, θλίψη, υπερηφάνια, κούραση. Ανάλογα με το θέμα συζήτησης η έκφραση του προσώπου αλλάζει. Υπερηφάνια για τους γονείς. Πένθος για τον χαμένο αδερφό. Αποφασιστικότητα για τη ζωή. Ρεαλισμό για τις δυσκολίες. Αγάπη και αφοσίωση για την οικογένεια. 

Δυο πράγματα όμως μου έχουν κάνει μεγάλη εντύπωση. Πέρα από ζητήματα που αφορούσαν την οικογένεια και τις μεγάλες δυσκολίες που πέρασε, σε δυο μόνο τύπους συζητήσεων τον έβλεπα πολύ ευτυχισμένο: Όταν μιλούσε για τους φίλους του και όταν μιλούσε για τον αθλητισμό - ειδικά για το ποδόσφαιρο. 

Ο Θανάσης, ο Λάκης, ο Μπαμπης. Ο γιατρός, ο μαθηματικός, ο επιχειρηματίας. Δεν ξέρω αν σήμερα οι άνθρωποι αναπτύσσουν τόσο ισχυρές, διαχρονικές φιλίες. Ελπίζω να το κάνουν. Ελπίζω να το κάνουμε και, όταν μετά από χρόνια κοιτάξω πίσω, να βρω αντίστοιχα ισχυρούς και ειλικρινείς δεσμούς.
Δεκαετία 1950 - Ο Γιώργος Τσίγκος 4ος από αριστερά

Ο αθλητισμός όμως, ειδικά το ποδόσφαιρο, ήταν αυτό που έκανε το πρόσωπό του να λάμπει. Ήταν χαρισματικός, έλεγαν όλοι. Εντελώς διαφορετικός από μένα - μικρόσωμος, μυώδης, εκρηκτικός. Άριστος επιθετικός στο ποδόσφαιρο, αλλά και σπρίντερ στον στίβο. Έγινε τελικά οικονομολόγος, διότι δεν κατάφερε να γίνει γυμναστής. Γιατί δεν τα κατάφερε; Διότι η νομοθεσία της εποχής είχε όριο ύψους για τους γυμναστές και το 1.64 ήταν ελάχιστα κάτω από το όριο... 

Παρά τις κυρίαρχες αντιλήψεις επί του θέματος, παρά την εξαίρετη καριέρα που έκανε ως λογιστής, φορετέχνης, οικονομικός διευθυντής,  είμαι απόλυτα βέβαιος πως ο πατέρας μου θα ήταν σίγουρα πολύ πιο ευτυχισμένος, περισσότερο ολοκληρωμένος σαν προσωπικότητα, αν είχε γίνει γυμναστής. Αυτό ήταν το όνειρό του και δυστυχως δεν κατάφερε να το εκπληρώσει (χωρίς να μου το πει ποτέ, δείχοντας, άθελά του ίσως, πόσο του είχε στοιχίσει το γεγονός ότι δεν κατάφερε να ακολουθήσει αυτόν τον ρόλο, σκέφτομαι ότι με βοήθησε όσο κανένας άλλος να ακολουθήσω τον δρόμο της επιχειρηματικότητας).

Ας είναι αυτό ένα μάθημα για όλους μας: Κανένα στερεότυπο να μην αφήσουμε να εγκλωβίσει τη δημιουργικότητά μας, διότι απλά έτσι χάνεται το νόημα της ζωής που είναι η ευτυχία.

Ασπρόπυργος, 14-9-2016
Σήμερα το μεσημέρι του ευχηθήκαμε με τον Βασίλη "χρόνια πολλά", γνωρίζοντας πάρα πολύ καλά πως η ευχή αυτή πια έχει μόνο τυπικό περιεχόμενο. Η ποσότητα του χρόνου δεν είναι πλέον το ζητούμενο. Ίσως ποτέ να μην ήταν, απλά τώρα να μας γίνεται αντιληπτό. Υπάρχει σίγουρα η επιθυμία να ζήσουμε και άλλες τέλειες στιγμές μαζί του. Με τα εγγόνια του, τον Γιώργο και τη Βάλια, που το προγραμματιζουμε για αύριο κιόλας. Σύντομα με την αδερφή του, με τα ανίψια του, με τους λίγους φίλους του που είναι ακόμα στη ζωή. 

Πάνω απ' όλα όμως κυριαρχεί ένα συναίσθημα ευγνωμοσύνης. Ευγνωμοσύνης προς τον ίδιο, για όσα έκανε και όσα μας προσέφερε. Ευγνωμοσύνη όμως και προς την ίδια τη ζωή, ίσως και την τύχη, που μας επέτρεψε να τον έχουμε μαζί μας όλα αυτα τα χρόνια και να μας διδάξει τόσα πολλά.

Εύχομαι να μπορέσουμε πράγματι να ζήσουμε πολλές ακόμα στιγμές ευτυχίας μαζί του. Πολύ περισσότερο εύχομαι όλοι μας να μπορέσουμε να φτάσουμε στα χρόνια του και, κοιτώντας πίσω, να μπορέσουμε να πούμε πως τα σωστά που κάναμε ήταν περισσότερα από τα λάθη. Ότι το αποτύπωμα που αφήσαμε σε αυτόν τον κόσμο ήταν θετικό.

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Το δίλημμα των ΜΕΘ: Ήρωας ή δολοφόνος;

Είναι τόσο απλό όσο και τραγικό:

1. Το νοσοκομείο έχει πολύ λιγότερες κλίνες στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας από όσες χρειάζονται.

2. Ο ηλικιωμένος ασθενής δίνει μάχη με το θάνατο, η κατάληξη της οποίας όμως είναι δυστυχώς προδιαγεγραμμένη, αφήνοντας μόνο ανοιχτό το "πόσες μέρες θα αντέξει".

3. Ο νεαρός οδηγός είχε ένα βαρύ αυτοκινητιστικό ατύχημα και το ασθενοφόρο τον φέρνει επειγόντως στο νοσοκομείο. Υπάρχουν σοβαρές ελπίδες να σωθεί, υπό την προϋπόθεση ότι θα εισαχθεί στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.

Υπάρχει λοιπόν κάποιος "υπεύθυνος" γιατρός ο οποίος καλείται να γίνει ένας μικρός Θεός. Να αποφασίσει ποιον από του δυο ασθενείς θα καταδικάσει σε βέβαιο θάνατο, βγάζοντάς τον από τη ΜΕΘ, και σε ποιον θα δώσει την ευκαιρία να παλέψει για τη ζωή του, δίχως φυσικά να υπάρχει καμίά εγγύηση ότι θα τα καταφέρει.

Tι πρέπει λοιπόν να κάνει ο παραπάνω "υπεύθυνος"; Ποιο είναι το δέον γενέσθαι; Ποιο είναι το νόμιμο και ποιο το ηθικό; Ταυτίζονται στην περίπτωση αυτή;

Είναι αμέτρητα τα κακώς κείμενα στο χώρο της ιατρικής, ειδικά στην Ελλάδα. Παλιότερα είχα μιλήσει για τη δυσωδία που αναβλύζει από τις άσπρες φόρμες. Δεν μπορώ όμως παρά να μην εκφράσω τον θαυμασμό μου στους γιατρούς συνανθρώπους μας που καλούνται να πάρουν τέτοιες αποφάσεις, με δεδομένο ότι για κάποιους θα είναι ήρως και για κάποιους άλλους δολοφόνοι.

Παράλληλα, δεν μπορώ να μην σημειώσω, πως είναι στοίχημα για την κοινωνία μας, θα έλεγα για τον πολιτισμό μας συνολικά σε όλο τον κόσμο, να εξορθολογίσουμε - να μειώσουμε δηλαδή - τις δαπάνες μας κρατώντας εκείνες τις δομές που κάνουν τη διαφορά ανάμεσα στην κοινωνία και τη ζούγκλα και έχοντάς τις προσβάσιμες σε όλους.

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

10 χρόνια, 7 μήνες και 20 μέρες

Συνέβη 10 χρόνια, 7 μήνες και 20 μέρες πριν με φέρει σε αυτόν τον κόσμο η Ελένη Μπουγιατιώτου.

Δεν είχε ξημερώσει ακόμα όταν ήρθαν. Ο Μπουράτσης κοιμόταν, εξάλλου ήδη ήταν σχεδόν κατάκοιτος. Τον πήραν με το φορείο και τον πήγαν στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας, μαζί με πολλούς άλλους. 

Την περιγραφή αυτής της σκηνής όσες φορές την άκουσα είχε τόσο έντονο συναίσθημα που ένιωθα πως ήμουν μπροστά. Να βλέπω τον Μπουράτση να τον παίρνουν με το φορείο, τη Μαργαρίτα και τον Γιώργο να παρακολουθούν έκπληκτοι και να μονολογούν "μα τι κάνετε; δεν βλέπετε πως είναι άρρωστος; τι φοβάστε από αυτόν τον άνθρωπο;".

Τι φοβόντουσαν από τον Μπουράτση; Από την σκια του Μπουράτση για να ακριβολογούμε.

Ο Βαγγέλης πρόλαβε να φύγει, αν και τον έπιασαν λίγες μέρες αργότερα. Τον Γιώργο δεν τον πείραξαν εκείνη την ημέρα. Απλώς τον απέλυσαν μετά από λίγο διάστημα. "Ξέρεις ότι δεν θα το έκανα ποτέ, με πιέζουν όμως" του είπε ο Διευθυντής του ΑΣΠΡΟ δίνοντάς του την απόλυση.

Ο Μπουράτσης δεν άκουγε. Όλοι πάγωσαν στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέφειας όταν ένας από αυτούς φώναξε "ακίνητος" με το δάχτυλο στην σκανδάλη. Συνέχισε να περπατά κανονικά, μέχρι που κάποιος έτρεξε και τον τράβηξε πίσω. Γράφτηκαν βιβλία για αυτήν την σκηνή και άρθρα σε εφημερίδες. Πήγε στη Γυάρο για έναν χρόνο, σε άθλια κατάσταση υγείας. Συνηθισμένος βέβαια καθότι ήταν φυλακισμένος εις θάνατον από το '48 μέχρι το '65 κατηγορούμενος για πλήθος φόνων και ...τον εμπρησμό της Φυλής. Ένα χρόνο μετά τον έστειλαν πίσω εντελώς κατάκοιτο, ετοιμοθάνατο. Λίγο αργότερα, το Μάη του '68 έφυγε ήσυχα ένα πρωί. 

Πολλές φορές σκέφτηκα τι ατυχία ήταν αυτή που με βρήκε και δεν μπόρεσα να τον γνωρίσω. Μετά έλεγα μέσα μου πως είναι σαν να τον έχω γνωρίσει. Τι είναι λοιπόν αυτό που μου λέει ο Μπουράτσης; 

Τι λέει εκείνος που είχε δει τον 17-χρονο γιο του να δολοφονείται εν ψυχρώ, τον κουνιάδο του να δολοφονείται έναν χρόνο μετά, το σπίτι του να πυρπολείται τρεις φορές σε έναν χρόνο και στη συνέχεια να καταδικάζεται ο ίδιος σε στημένες δίκες για φόνους και εμπρησμούς ολόκληρων χωριών;

Λέει πως τους έχει συγχωρέσει.

Λέει πως έφταιξαν όλοι, αριστεροί και δεξιοί.

Λέει πως το αίμα δεν ξεπλένεται με αίμα.

Λέει ακόμα πως οι άνθρωποι πρέπει να δουλέψουν, να δημιουργήσουν μια κοινωνία ισότητας, ελευθερίας και δικαιοσύνης.

Λέει ακόμα πως κάθε στιγμή, όταν έμαθε τα μαντάτα για τον Δημήτρη, όταν άκουσε την απόφαση "εις θάνατον" από το δικαστήριο, όταν μπήκε στο καράβι για τη Γυάρο, δεν έχασε την πίστη του. Γιατί πολύ απλά είχε κάνει αυτό που έπρεπε, το δέον γενέσθαι.

Αυτό που πρέπει να κάνουμε και εμείς τώρα.

Ως τη Νίκη, Πάντοτε, Μιχάλη Χαραλαμπίδη

Αγαπημένε Δάσκαλε Μιχάλη Χαραλαμπίδη, Ήταν Ιούνιος του 1996, διάβαζα μαθηματικά για τις πανελλήνιες εξετάσεις της επόμενης μέρας. Στιγμή ιερ...