Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αντίσταση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αντίσταση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 1 Αυγούστου 2020

Τρεις αφηγήσεις και κάποιες σκέψεις

Είχα την πολύ μεγάλη χαρά τις προάλλες να συναντήσω έναν συντοπίτη μου που διανύει αισίως τη δέκατη (ναι, τη 10η) δεκαετία της ζωής του. Ένας άνθρωπος ευτυχής και πλήρης που το ταξίδι της ζωής του είχε και μάκρος και νόημα.
 
Κάθισα μαζί του για λίγο, ίσως για δέκα ή δεκαπέντε λεπτά και, όπως ήταν μάλλον αναπόφευκτο, γρήγορα τα λόγια του πήγαν στα ταραγμένα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου όπως και στις μαύρες δεκαετίες που τα ακολούθησαν.

Μπόρεσα, με πολλή συγκίνηση, να συγκρατήσω τρεις διαφορετικές αφηγήσεις:

Αφήγηση πρώτη - Ο παππούς

Αναφέρθηκε ο ηλικιωμένος συνομιλητής μου στον παππού μου, Βασίλη Τσίγκο, γνωστό ως "Μπουράτση" στον Ασπρόπυργο και ως "Θρία" στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Του είχε κάνει εντύπωση ένας λόγος που είχε βγάλει ο παππούς σε ένα σώμα ανταρτών τον χειμώνα του '43 όπου έλεγε "θα κερδίσουμε παιδιά, δυστυχώς όμως δεν θα είμαστε όλοι εκεί για να το γιορτάσουμε".

Είχε δυστυχώς δίκιο, ο παππούς μου, σημείωσε ο συνομιλητής μου, καθώς ο πρωτότοκος γιος του, ο Δημήτρης Τσίγκος, έπεσε νεκρός στις 25/7/1944 δολοφονημένος άγρια από ελληνόφωνους ναζί. Είπε ακόμα ότι, τον χειμώνα του '44 που τον είχε συναντήσει στο κρυσφήγετό του, τότε που οι Άγγλοι έγραφαν μια μαύρη σελίδα στην ιστορία τους συμμαχώντας με τους ελληνόφωνους ναζί, πόσο εντύπωση του είχαν κάνει οι συμβουλές του. "Να διαβάζεις μεγαλοφώνως", του έλεγε, "για να λυθεί η γλώσσα σου". 

Αφήγηση δεύτερη - Η αδικία

Μου είπε στη συνέχεια ότι το 1949 τον είχαν πάρει φαντάρο και ήταν στην Τρίπολη νεοσύλλεκτος. Πολύ νωρίς το πρωί, αξημέρωτα, ήταν ακόμα στον θάλαμο και άκουγαν ριπές. "Γίνεται βολή", τους έλεγαν, "μην ανησυχείτε". Εκεί, η φωνή του ηλικιωμένου έσπασε και μου είπε "όμως δεν έκαναν βολή. Σκότωναν τους αντάρτες που είχαν φυλακή". Στη συνέχεια μου μίλησε για έναν φίλο του που ήταν στον "λόχο επιδείξεων" και του είχε περιγράψει την εξής ασύλληπτη σκηνή: "Οι φαντάροι που καλούνταν να πραγματοποιήσουν τις εκτελέσεις, είχαν πλήρη επίγνωση της αδικίας και είχαν φτάσει στα όρια της παράνοιας. Η κατάσταση ήταν έκρυθμη. Ο αξιωματικός για να τους ηρεμίσει και να απαλύνει κάπως τον πόνο τους είπε το εξής: "Δεν είναι δικιά μας αμαρτία παιδιά, που τους σκοτώνουμε. Είναι αμαρτία εκείνων που μας δίνουν τις εντολές". 

Κάτι μέσα μου θέλει να πει πως ο αξιωματικός είχε δίκιο και να τους συγχωρέσω. Μετά όμως θυμάμαι πως ακριβώς αυτή ήταν η δικαιολογία που είπαν και οι χειρότεροι βασανιστές στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης:

Κανείς δεν έφταιγε, απλώς εκτελούσαν διαταγές άνωθεν. 

Είναι όμως έτσι τελικά; Θα ήταν μια πράξη ηρωϊσμού να αρνηθείς να εκτελέσεις μια αισχρή εντολή, είτε μιλάς γερμανικά ή ελληνικά. Ας μην έχουμε την απαίτηση όμως να συμβαίνουν συχνά οι πράξεις ηρωϊσμού. Πάντα φαίνεται πιο εύκολο εκ των υστέρων.

Αφήγηση τρίτη - Ένα απλό συμπέρασμα

"Όποιος πολέμησε τον Γερμανό, πήγε φυλακή", είπε ο ηλικιωμένος. Αντίθετα, "οποιος συνεργάστηκε με τον Γερμανό, μετά βρέθηκε να κάνει κουμάντο, πράγμα που ήταν πολύ, πάρα πολύ άδικο". Με πολύ απλά λόγια αυτός ο παππούς από τον Ασπρόπυργο περιέγραψε τι έγινε στην Ελλάδα τις μαύρες δεκαετίες του '50 και του '60. Μια πλήρης αντιστροφή της ιστορίας, όπου οι νικητές μετατράπηκαν σε ηττημένους και οι ηττημένοι και νικητές. 

"Σκοτώσανε κόσμο και οι αντάρτες", μου είπε στη συνέχεια. "Αυτό ήταν κακό", είπε χωρίς να αφήνει περιθώριο για παρερμηνείες. "Πρέπει όμως κανείς να ψάξει να δει, γιατί τον σκοτώσανε κάποιον. Σου το λέω εγώ, όσους ξέρω, κάτι σοβαρό είχανε κάνει". 

Δεν μπορούσε να ειπωθεί πιο απλά. Ο λαός διψούσε για εκδίκηση, τα εγκλήματα ήταν πολλά. Εκτελέσεις των ναζί και των συνεργατών τους μετά τον πόλεμο έγιναν μαζικά, σε όλη την Ευρώπη. Έγιναν και στην Ελλάδα. Έπρεπε οι αγωνιστές να την βρουν τη δύναμη και να καταλάβουν πως η ποινή του θανάτου επιδεινώνει περαιτέρω μια ήδη άσχημη κατάσταση. Δεν το έκαναν, ήταν ιστορικό λάθος. 

Ας μην γελιόμαστε όμως: Οι εκτελέσεις των ελληνόφωνων ναζί δεν ήταν πολιτικές δολοφονίες, ήταν πράξεις ηρωικές, ήταν απονομή δικαιοσύνης. Καλύτερο θα ήταν να μην έχουν γίνει. Να είχαν συλληφθεί οι εγκληματίες αυτοί, να είχαν φυλακιστεί ισόβια ώστε να μάθαιναν και οι επόμενες γενιές για τα φρικτά εγκλήματά τους. Στην Ελλάδα βέβαια, κάποιοι εκτελέστηκαν και, όσοι γλύτωσαν, που ήταν πολλοί, με την ανίερη υποστήριξη Άγγλων και Αμερικάνων βρέθηκαν στην εξουσία. Αυτό λέει η ιστορία.

Ήταν πραγματικά τύχη αγαθή που βρέθηκα μαζί με αυτόν τον ηλικιωμένο και μου έμαθε τόσα πολλά. Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας ξεκίνησε εκείνα τα χρόνια και συνεχίστηκε για δεκαετίες. Ίσως σε κάποιες μορφές να συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ήταν τότε που το σύστημα εξουσίας αποφάσισε την αλήθεια να τη βαφτίσει ψέμα και το ψέμα να το πει αλήθεια. Ευτυχώς όμως, εκτός από τα χιλιάδες τεκμήρια και ντοκουμέντα, υπάρχει και ζωντανή, λαϊκή ιστορική μνήμη.

Ιστορική μνήμη που μας δίνει ένα μεγάλο δίδαγμα: Πρέπει να συγχωρήσουμε αλλά δεν πρέπει να ξεχάσουμε. Διότι αν ξεχάσουμε, θα τα ξαναζήσουμε.

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

10 χρόνια, 7 μήνες και 20 μέρες

Συνέβη 10 χρόνια, 7 μήνες και 20 μέρες πριν με φέρει σε αυτόν τον κόσμο η Ελένη Μπουγιατιώτου.

Δεν είχε ξημερώσει ακόμα όταν ήρθαν. Ο Μπουράτσης κοιμόταν, εξάλλου ήδη ήταν σχεδόν κατάκοιτος. Τον πήραν με το φορείο και τον πήγαν στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας, μαζί με πολλούς άλλους. 

Την περιγραφή αυτής της σκηνής όσες φορές την άκουσα είχε τόσο έντονο συναίσθημα που ένιωθα πως ήμουν μπροστά. Να βλέπω τον Μπουράτση να τον παίρνουν με το φορείο, τη Μαργαρίτα και τον Γιώργο να παρακολουθούν έκπληκτοι και να μονολογούν "μα τι κάνετε; δεν βλέπετε πως είναι άρρωστος; τι φοβάστε από αυτόν τον άνθρωπο;".

Τι φοβόντουσαν από τον Μπουράτση; Από την σκια του Μπουράτση για να ακριβολογούμε.

Ο Βαγγέλης πρόλαβε να φύγει, αν και τον έπιασαν λίγες μέρες αργότερα. Τον Γιώργο δεν τον πείραξαν εκείνη την ημέρα. Απλώς τον απέλυσαν μετά από λίγο διάστημα. "Ξέρεις ότι δεν θα το έκανα ποτέ, με πιέζουν όμως" του είπε ο Διευθυντής του ΑΣΠΡΟ δίνοντάς του την απόλυση.

Ο Μπουράτσης δεν άκουγε. Όλοι πάγωσαν στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέφειας όταν ένας από αυτούς φώναξε "ακίνητος" με το δάχτυλο στην σκανδάλη. Συνέχισε να περπατά κανονικά, μέχρι που κάποιος έτρεξε και τον τράβηξε πίσω. Γράφτηκαν βιβλία για αυτήν την σκηνή και άρθρα σε εφημερίδες. Πήγε στη Γυάρο για έναν χρόνο, σε άθλια κατάσταση υγείας. Συνηθισμένος βέβαια καθότι ήταν φυλακισμένος εις θάνατον από το '48 μέχρι το '65 κατηγορούμενος για πλήθος φόνων και ...τον εμπρησμό της Φυλής. Ένα χρόνο μετά τον έστειλαν πίσω εντελώς κατάκοιτο, ετοιμοθάνατο. Λίγο αργότερα, το Μάη του '68 έφυγε ήσυχα ένα πρωί. 

Πολλές φορές σκέφτηκα τι ατυχία ήταν αυτή που με βρήκε και δεν μπόρεσα να τον γνωρίσω. Μετά έλεγα μέσα μου πως είναι σαν να τον έχω γνωρίσει. Τι είναι λοιπόν αυτό που μου λέει ο Μπουράτσης; 

Τι λέει εκείνος που είχε δει τον 17-χρονο γιο του να δολοφονείται εν ψυχρώ, τον κουνιάδο του να δολοφονείται έναν χρόνο μετά, το σπίτι του να πυρπολείται τρεις φορές σε έναν χρόνο και στη συνέχεια να καταδικάζεται ο ίδιος σε στημένες δίκες για φόνους και εμπρησμούς ολόκληρων χωριών;

Λέει πως τους έχει συγχωρέσει.

Λέει πως έφταιξαν όλοι, αριστεροί και δεξιοί.

Λέει πως το αίμα δεν ξεπλένεται με αίμα.

Λέει ακόμα πως οι άνθρωποι πρέπει να δουλέψουν, να δημιουργήσουν μια κοινωνία ισότητας, ελευθερίας και δικαιοσύνης.

Λέει ακόμα πως κάθε στιγμή, όταν έμαθε τα μαντάτα για τον Δημήτρη, όταν άκουσε την απόφαση "εις θάνατον" από το δικαστήριο, όταν μπήκε στο καράβι για τη Γυάρο, δεν έχασε την πίστη του. Γιατί πολύ απλά είχε κάνει αυτό που έπρεπε, το δέον γενέσθαι.

Αυτό που πρέπει να κάνουμε και εμείς τώρα.

Ως τη Νίκη, Πάντοτε, Μιχάλη Χαραλαμπίδη

Αγαπημένε Δάσκαλε Μιχάλη Χαραλαμπίδη, Ήταν Ιούνιος του 1996, διάβαζα μαθηματικά για τις πανελλήνιες εξετάσεις της επόμενης μέρας. Στιγμή ιερ...