Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα οικογένεια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα οικογένεια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

Μνήμη Μαρίας Μαυράκη

Αγαπημένη μας θεία Μαρία,

Ήσουν μόλις επτά ετών όταν ο μεγάλος αδερφός σου έπεσε θύμα του δολοφονικού μίσους των ναζί. 

Η εφηβεία σου σημαδεύτηκε από σκληρή δουλειά και από ένα μεγάλο «γιατί» ως προς το ανελέητο κυνηγητό του ξενοκίνητου καθεστώτος των Αθηνών στον ήρωα πατέρα σου. 

Εργάστηκες σκληρά από την παιδική σου ηλικία, στο περιβόλι και στις αγελάδες. Κέρδισες τη ζωή με τη δουλειά, την επιμονή και το χαμόγελο, σε αδιανόητα αντίξοες συνθήκες. 

Παντρεύτηκες τον Φώτη Μαυράκη, έναν πραγματικά υπέροχο άνθρωπο, και έκανες μία όμορφη οικογένεια, πρότυπο για τον Ασπρόπυργο. Στάθηκες βράχος, ακλόνητο θεμέλιο της οικογένειας σου και πάντοτε δίπλα στους γονείς και τα αδέρφια σου, κυριολεκτικά μέχρι τέλους. 

Όταν χρειάστηκε να ορθώσεις το ανάστημά σου και να υψώσεις τον τόνο της φωνής σου, το έκανες δίχως κανένα δισταγμό. Όπως τότε, εκείνη την δύσκολη μέρα στην κηδεία του πατέρα σου, μέσα τα μαύρα χρόνια της χούντας. Το ίδιο έκανες  και πιο πρόσφατα, όταν τα φαντάσματα του μαύρου παρελθόντος αποτολμούσαν να βγουν από τις κρυψώνες τους. 

Βοήθησες πάντα όσο και όπως μπορούσες. Ήσουν μια φωνή λογικής και μετριοπάθειας, χωρίς όμως να χάνεις ποτέ την αποφασιστικότητα σου και την πίστη σε αρχές και αξίες. Πρόσφερες ένα λαμπρό παράδειγμα που θα μας διδάσκει όσο υπάρχουμε σ’ αυτόν τον κόσμο.

Εξελίχθηκες στην καλύτερη γιαγιά που θα μπορούσαν να έχουν τα τρία σου εγγόνια και σε μια αγαπημένη μορφή που ένωνε την ευρύτερη οικογένεια μας. Μας στήριξες και μας δίδαξες με το παράδειγμα σου μέχρι και την τελευταία στιγμή. 

Στη δύση του βίου σου σε περίμεναν δυο μεγάλες δυσκολίες. Δυο μεγάλες στενοχώριες. Ήταν μεγάλη ανακούφιση που είδαμε το χαμόγελο σου όταν μάθαινες πως οι δυσκολίες αυτές ξεπεράστηκαν. Μια δικαίωση που την άξιζες. 

Μάθαμε πως μια από τις τελευταίες σου επιθυμίες ήταν στην μνήμη σου να ενισχυθεί το Κόμμα. Θα το κάνουμε δίχως δεύτερη σκέψη. Η ταύτιση αυτή των επιθυμιών μιας απλής αγρότισσας και κτηνοτρόφου από τον Ασπρόπυργο με εκείνη ενός γίγαντα του παγκόσμιο καλλιτεχνικού στερεώματος όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, μας αφήνει άφωνους και μας συγκλονίζει. Μας καλεί επιτακτικά να συνεχίσουμε να αναζητούμε την αλήθεια και τη δικαίωση όσων αγωνίστηκαν για αυτόν τον τόπο. 

Το λιγότερο που μπορούμε να υποσχεθούμε είναι πως όσο υπάρχουμε θα μείνουμε πιστοί στις αρχές και τις αξίες μας, αυτές που μας μεταλαμπάδευσες εσύ και τα αδέρφια σου, και θα παλεύουμε στο μέτρο των δυνάμεων μας για μια πιο δίκαιη κοινωνία. 

Ο αποχωρισμός μας είναι δύσκολος και οδυνηρός. Ζεις από χθες στις καρδιές του συζύγου, των παιδιών και των εγγονιών σου και όλων εμάς που είχαμε τη μεγάλη τύχη να σε γνωρίσουμε. 


Η Μαρία Μαυράκη με τον σύζυγο της Φώτη στην πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ «The Cowboys of Aspropyrgos» στον Ασπρόπυργο, 24/2/2023

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Ένας ύμνος στην Αγάπη: Rosalyn και Jimmy Carter

O Jimmy Carter, πιθανότατα ο καλύτερος και σίγουρα ο προοδευτικότερος Πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ, σήμερα 99 ετών, ασθενής τελικού σταδίου σε παρηγορητική φροντίδα από τον 2/2023, βρήκε τη δύναμη να παραστεί στην κηδεία της επί 77 έτη συζύγου του, σημαντικότατης ακτιβίστριας του γυναικείου κινήματος, Rosalynn, που μας άφησε πρόσφατα σε ηλικία 96 ετών. 

Είναι μια βαθιά συγκινητική και πολύ διδακτική στιγμή. Πράγματι η αγάπη τελικά τα νικά όλα. 




Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

Ο παππούς μου, Φώτης Μπουγιατιώτης

Των Φώτων σήμερα και το πρωί, ίσως επειδή θα ήταν η γιορτή του, η σκέψη μου πήγε στον παππού μου, τον πατέρα της μητέρας μας, Φώτη Μπουγιατιώτη. Ο μπάρμπα-Φώτης, "Φωτ' Ραμπάκος" όπως ήταν γνωστός στον Ασπρόπυργο, γεννήθηκε το 1900, στην αυγή του τελευταίου αιώνα της 2ης χιλιετίας. 

Αν δεν κάνω λάθος, ήταν το μεγαλύτερο παιδί του Κώστα Μπουγιατιώτη και της Ξανθής Μαυράκη. Το ζευγάρι αυτό είχε πολλά παιδιά, ίσως πάνω από δέκα (δώδεκα, είχα ακούσει κάποια στιγμή). Η Ξανθή πέθανε νέα, ίσως κοντά στο 1920, στα βουνά της Φυλής, καθώς περιέθαλπτε κάποιο από τα παιδιά της που είχε προσβληθεί από φυματίωση και, όπως συμβούλευαν τότε, είχε πάει στο βουνό για να αναρρώσει. Αντίθετα ο Κωτσ' Ραμπάκος έφτασε σε μεγάλη ηλικία και απεβίωσε κοντά στο 1950 - η μητέρα μου έλεγε πως ήταν λίγο πριν τελειώσει το γυμνάσιο (δηλαδή το λύκειο της εποχής).

Ο παππούς μου ο Φώτης λοιπόν περί το 1934 παντρεύτηκε τη Σιδερή Τσίγκου και απέκτησαν τρία παιδιά: Την Ξανθή, την Ελένη (τη μαμά μου, δηλαδή!) και τον Κώστα. Η μαμά μου διηγούταν πως όταν γεννήθηκε, η γιαγιά Σιδερή την έκρυψε, καθότι φοβόταν ότι ο παππούς Φώτης, που ήθελε πολύ αγόρι, δεν θα άφηνε το νεογνό να ζήσει. Τελικά ο παππούς απέκτησε το αγόρι που τόσο ήθελε λίγα χρόνια αργότερα και με τη μητέρα μου σφυρηλάτησε μια απίστευτα δυνατή σχέση μέχρι το τέλος της ζωής του.

Δεν είχε πάει στο σχολείο και δεν ήξερε καθόλου γράμματα. Όταν η μητέρα μου σπούδαζε, τον έμαθε να υπογράφει ως εξής: "Φωτ. Μπουγιατιώτης, ποιμήν". Βάζοντας και το επάγγελμά του που δεν ήταν άλλο από τσοπάνος. Τα πρόβατα του τα είχε στην περιοχή 'Ζάστανι', στα σημερινά Νεόκτιστα Ασπροπύργου, που εκτείνονται πίσω από την περιοχή των διυλιστηρίων.

Η οικογένεια ήταν πολύ φτωχή, τα έφερνε βόλτα με μεγάλη δυσκολία. Όταν η μητέρα μου ανακοίνωσε την επιθυμία της να σπουδάσει, αυτό σήμαινε πως το τρίτο παιδί της οικογένειας, επίσης εξαίρετος μαθητής, έπρεπε να κατευθυνθεί προς κάποιο τεχνικό επάγγελμα, παρότι είχε κάθε δυνατότητα να αποκτήσει κι εκείνος πανεπιστημιακή μόρφωση. Οι περιγραφές που άκουσα στην παιδική μου ηλικία για την καθημερινότητα ενός τσοπάνου προπολεμικά είναι δύσκολο να αποδοθούν. Θα πω μόνο ότι στο πέρασμα προς την Αθήνα, στο σημερινό Δαφνί, είχαν την έδρα τους ένοπλοι ληστές οι οποίοι εξουσίαζαν την περιοχή μέχρι περίπου και τη δεκαετία του 1930 ενώ καθόλου δεδομένο δεν ήταν πως η οικογένεια θα είχε επαρκή ποσότητα φαγητού καθημερινά. Το ρεύμα και το νερό ήρθαν μετά τον πόλεμο και τα καινούργια ρούχα & παπούτσια ήταν κάτι ιδιαίτερα σπάνιο.

Στον παππού μου άρεσε το κρασί. Πήγαινε συχνά στην ταβέρνα και από εκεί απευθείας στο μαντρί, με τις φήμες της εποχής να λένε πως το άλογο είχε μάθει απ΄έξω τον δρόμο και είχε τη νοημοσύνη να σταματάει στις γραμμές αν άκουγε να έχετε το τραίνο (ενώ ο παππούς του έδινε παράγγελμα να προχωρήσει!). Αυτή η συνήθεια οδήγησε τον παππού μου σε ένα βαρύ έλκος στομάχου σε μεγάλη ηλικία και τη μητέρα μου σε μια απόλυτη απέχθεια προς οποιαδήποτε μορφή αλκοόλ (την οποία, δυστυχώς, δεν κληρονόμησα εγώ).

Είχε πολεμήσει στη μικρασιατική εκστρατεία, από την οποία γύρισε όπως-όπως με την κατάρρευση του μετώπου. Κυκλοφορούσε πάντα με το ντουφέκι του, πράγμα που θεωρούνταν απόλυτα λογικό για έναν βοσκό της εποχής εκείνης.

Προπολεμικά ο παππούς μου υποστήριζε το λαϊκό κόμμα, όπως οι περισσότεροι κτηνοτρόφοι της περιοχής. Μεταπολεμικά ήταν στη δεξιά παράταξη, ουδέποτε όμως υιοθέτησε ακραίες θέσεις. Ο πατέρας μου τον θαύμαζε γιατί 'είχε φάει ξύλο στην κατοχή, αλλά δεν μίλησε', καθώς ναζί, γερμανόφωνοι και ελληνόφωνοι, τον βασάνιζαν για να αποκαλύψει κρησφύγετα των ανταρτών στο Ποικίλον Όρος, το οποίο όμως δεν έκανε ποτέ.

Οι δεκαετίες του '50 και του '60 έφεραν πολύ μεγάλη οικονομική πίεση. Η μητέρα μου πρωτοδιορίστηκε το 1963 και για πολλά χρόνια ένα σημαντικό μέρος του μισθού της αποπλήρωνε τον δανεισμό προς την αγροτική τράπεζα. Πολλές φορές κινδύνεψε να χάσει το ζωικό του κεφάλαιο, ευτυχώς όμως ο συνδυασμός σκληρής δουλειάς και στήριξης εντός τη οικογένειας απέτρεψε το γεγονός αυτό.

Γύρω στο 1980, μπαίνοντας στην ένατη δεκαετία της ζωής του, η υγεία του άρχισε να χειροτερεύει. Είχε διάφορα ατυχήματα στο βουνό με τα πρόβατα, όπου έχανε την ισορροπία του και έπεφτε. Για να τον προστατεύσουν, τα παιδιά του αποφάσισαν να πουλήσουν τα πρόβατα. Αυτό όμως είχε δραματικές συνέπειες στην ψυχολογία του παππού. Ένιωσε ότι η ζωή του δεν είχε πια νόημα. Η υγεία του πήρε την κάτω βόλτα. Θυμάμαι της αφήγηση των γονιών μου σχετικά με μια επίσκεψη ενός Καθηγητής Καρλαύτης, πολύ γνωστός γιατρός της εποχής, ο οποίος διέγνωσε πως 'ο παππούς πάσχει από ψυχικό αρνητισμό'. Σήμερα θα λέγαμε μάλλον πως είχε γεροντική κατάθλιψη που οδήγησε σε νευρική ανορεξία.

Ο παππούς μας άφησε στις 16 Ιουλίου του 1984. Παραμονή του πανηγυριού της Αγιά-Μαρίνας, που ήταν πολύ σημαντικό για τους τσοπάνηδες. Η μητέρα μου για χρόνια περιέγραφε με δέος της επιθανάτια σκηνή: Ο παππούς αν και απόλυτα καταβεβλημένος, είχε πλήρη διαύγεια. Ζητάει να κάνει ένα τσιγάρο. Η μαμά μου κλαίει και τον ρωτάει "τώρα τι κατάλαβες;" (εννοώντας, που σταμάτησε να τρώει ...). "Μην με μπερδεύεις!", απαντά αυστηρά εκείνος. Τελειώνει το τσιγάρο, τους κοιτάζει όλους, τους αποχαιρετά σιωπηρά και αναχωρεί για την αιωνιότητα. Η μαμά μου δεν μπορεί να το διαχειριστεί και λιποθυμά.

Χρόνια αργότερα μου έλεγε πως είχε μετανιώσει για δυο πράγματα: (α) που συμφώνησε να του πουλήσουν τα πρόβατα ('ας πέθαινε όρθιος, στο βουνό' μου έλεγε, καλύτερα θα ήταν) και (β) που στενοχωρήθηκε τόσο πολύ, δυσκολεύοντας τον παππού μου και καταστρέφοντας την υγεία της (μάλλον εκείνη η λιποθυμία ήταν το πρώτο καρδιολογικό επεισόδιο, πρώιμο σημάδι της καρδιοπάθειας που 27 χρόνια αργότερα πήρε και τη δική της ζωή). "Τι πιο φυσιολογικό", έλεγε, "από το να φτάσει στο τέρμα της ζωής του έναν άνθρωπος 84 ετών, ένας γέρος..." συνέχιζε με παράπονο. Της πήρε πολλά χρόνια όμως να το καταλάβει. 

Παρότι δεν είχα κλείσει τα επτά χρόνια όταν μας άφησε ο παππούς μου και μάλιστα δεν ζούσαμε στο ίδιο σπίτι, έχω πολύ έντονες αναμνήσεις από εκείνον. Ξέρω ότι ερχόταν στο πατρικό μου και μας πρόσεχε όταν ήμουν ίσως 2 ετών. Θυμάμαι να πηγαίνουμε συχνά στο πατρικό της μαμάς να τον δούμε. Με φώναζε "Μητσάκη" και με αγαπούσε πολύ. Ο μπαμπάς μου πάντα έλεγε με πόση αγάπη ο παππούς συμφώνησε να με ονομάσουν Δημήτρη, προς τιμήν του αδικοχαμένου θείου μου, αντί για Φώτη, όπως θα έλεγε το άγραφο πρωτόκολλο της εποχής.

Ο Φώτης Μπουγιατιώτης έζησε τη ζωή του σε συνθήκες που είναι πρακτικά αδύνατο να φανταστούμε εμείς. Όταν γεννήθηκε, η Ελλάδα μετά βίας έφτανε στη Θεσσαλία και όταν απεβίωσε ήταν ένα πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έζησε δυο παγκόσμιους πολέμους, τη ναζιστική κατοχή, τον εμφύλιο και τη δικτατορία ενώ πολέμησε στη μικρασιατική εκστρατεία και ήταν αυτόπτης μάρτυρας της καταστροφής. Η οικονομική δυσπραγία ήταν η σταθερά της ζωής του.

Μέσα από τις τεράστιες αυτές δυσκολίες, κατάφερε να ζήσει με αξιοπρέπεια και να δημιουργήσει μια πολύ δεμένη οικογένεια, καθοδηγούμενη από αρχές. Τα παιδιά του προόδευσαν όλα και τα εγγόνια του επίσης. Σήμερα, 123 χρόνια από τη γέννηση του, είμαστε πολλοί αυτοί που τον θυμόμαστε με αγάπη και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε όσο ζούμε.

Αυτός ο χαρακτήρας, με τα προτερήματα και τα ελαττώματα του, θεωρώ πως είναι πολύ χαρακτηριστικός για τον Έλληνα του 20ου αιώνα. Ενός  ανθρώπου που γεννήθηκε στον τρίτο κόσμο, ίσως και κάτω από αυτόν με τα σημερινά δεδομένα, και παρέδωσε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία.

Θα ήθελα πολύ, το 2100, 123 χρόνια από τη δική μου γέννηση, να μπορεί κάποιος να πει το ίδιο και για τη δική μας γενιά. Ότι επιτύχαμε μια ανάλογη πρόοδο. Θα το ήθελα πολύ, δεν είμαι όμως καθόλου σίγουρος ότι θα το καταφέρουμε. Το σίγουρο είναι ότι θα το προσπαθήσουμε. Αυτό εξάλλου θα μας ζητούσε και ο παππούς Φώτης.


Από αριστερά: Γιώργος Τσίγκος (μπαμπάς), Φώτης Μπουγιατιώτης (παππούς), Βασίλης Τσίγκος (αδερφός), Δημήτρης Τσίγκος (yours truly) και Ελένη Μπουγιατιώτου (μαμά) - Φωτογραφία περί το 1980

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022

Αποχαιρετισμός σε έναν καλό άνθρωπο, τον Iosebi "Soso" Ilariani

Η μητέρα μου μας άφησε ξαφνικά στις 27 Σεπτεμβρίου 2011. Η επαφή με το μη αναστρέψιμο, ειδικά όταν είναι απροσδόκητο, δημιουργεί μια πρωτόγνωρη συναισθηματική κατάσταση. Απέραντη θλίψη, απογοήτευση, θυμός. Ίσως η 'απόγνωση' είναι η λέξη που περιγράφει καλύτερα όσα βίωσα εκείνες τις μέρες.

Σύντομα όμως η πραγματικότητα ήρθε να μας υπενθυμίσει τις τρέχουσες ανάγκες. Η μητέρα, εκτός όλων των άλλων, ήταν εκείνη που φρόντιζε και τον πατέρα μου που μόλις είχε κλείσει τα 83 του χρόνια και αντιμετώπιζε πλήθος προβλημάτων υγείας. O γιατρός μου είχε πει να βρω κάποιον (για να είμαστε ειλικρινής, κάποια, αφού όλοι θεωρούν πως μόνο μια γυναίκα μπορεί να φροντίσει έναν ηλικιωμένο εργαζόμενη ως 'εσωτερική') που μιλά καλά ελληνικά, ώστε όσο γίνεται να μην επιταχυνθεί περαιτέρω η άνοια με την οποία ήδη πάλευε ο πατέρας. 

Μετά από μια δύσκολη και μακρόχρονη προσπάθεια, μια συγγενής με σύστησε σε 'μια πολύ καλή κοπέλα από τη Γεωργία, που είναι πολλά χρόνια στην Ελλάδα' και από τον Οκτώβρη του 2011 η Lia μπήκε στην καθημερινότητά μας, γινόμενη μέρα με την ημέρα ένα μέλος της οικογένειας.

Η Lia όντως ξεπέρασε κάθε προσδοκία στην φροντίδα που προσέφερε στον πατέρα. Άνθρωπος με πραγματικό ενδιαφέρον, ειλικρίνεια και αξίες. Ήταν πράγματι ένα δώρο Θεού για την οικογένειά μας. Σύντομα όμως μάθαμε πως ένας από τους λόγους που η Lia μπορούσε να είναι τόσο καλή ήταν πως είχε παντρευτεί, πρόσφατα μάλιστα, έναν άλλον υπέροχο άνθρωπο, τον Ιωσήφ. Έτσι μας τον σύστησε δηλαδή, όμως τον φώναζαν "Soso" ενώ το επίσημο όνομά του στη Γεωργία ήταν Iosebi.

Από τον Οκτώβρη του 2011 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2017 που ο πατέρας μου έφυγε από τη ζωή, ο Soso ήταν ένα ακλόνητο στήριγμα για όλους μας. Ήταν πάντα εκεί όποτε τον χρειαζόμασταν, για οποιαδήποτε δουλειά έπρεπε να γίνει, όσο κουραστική ή δύσκολη κι αν ήταν. Όταν ο πατέρας μου έπαψε να μπορεί να περπατήσει, ο Soso δεν είχε κανένα πρόβλημα να τον πάρει στα χέρια του και να τον κουβαλήσει κυριολεκτικά, όπου χρειαζόταν. Είτε από την κρεβατοκάμαρα στο μπάνιο, ή στο σαλόνι για να δει τηλεόραση, ή και να τον κατεβάσει στο ισόγειο για να μπει στο αυτοκίνητο. Δεν ξέρω πόσοι από τους αναγνώστες αυτού του άρθρου έχουν επιχειρήσει να κουβαλήσουν έναν άλλον άνθρωπο, έστω και έναν ηλικιωμένο 65-70 κιλών, για να αντιληφθούν τι ακριβώς εννοώ. 

Μέσα σε όλα αυτά ο Soso απέδειξε πως είχε μια χρυσή καρδιά. Δεν θα ξεχάσω ποτέ που τον είδα σε μια γωνία να δακρύζει όταν χρειάστηκε να καλέσουμε γιατρό στο σπίτι, λόγω της διαρκώς επιδεινούμενης υγείας του πατέρα μου. Δεν θα ξεχάσω επίσης ποτέ πως ένιωθε αληθινό καθήκον να βοηθήσει αυτόν τον ηλικιωμένο συνάνθρωπό του ενώ, ας μην το ξεχνάμε, δεν ήταν η δουλειά του αυτή. Απλώς έτυχε να βρίσκεται στον ίδιο χώρο και βοηθούσε διότι έτσι έκρινε πως πρέπει να κάνει.

Όταν ο πατέρας μου έφυγε από τη ζωή, ο Soso ήταν ένας από αυτούς τους ανθρώπους που έβλεπες πως είχε στενοχωρηθεί πραγματικά. Βίωνε την απώλεια όπως τη βιώναμε και εμείς. Πενθούσε σαν να έχει χάσει έναν δικό του άνθρωπο. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, είχε γίνει κι αυτός ένας πραγματικά δικός μας άνθρωπος.

Ο πατέρας μου με τον νεογέννητο Rezi τον Νοέμβριο του 2016

Ευτυχώς, η τύχη του χαμογέλασε το 2016. Τότε, στα μέσα Νοεμβρίου, η Lia και ο Soso απέκτησαν τον γιο τους, τον μικρό Rezi, μετά από μια μάλλον ανέλπιστη εγκυμοσύνη. Η ευτυχία ήταν μεγάλη, τη μοιραστήκαμε όλοι, μέσα σε αυτούς και ο πατέρας μου που τους τελευταίους μήνες της ζωής του μπόρεσε να βιώσει ξανά τη χαρά μέσα από τη συνύπαρξη με έναν νεογέννητο άνθρωπο.


Με τον Soso και τον μικρό Rezi τα Χριστούγεννα του 2017

Τα χρόνια περνούσαν. Οι δυσκολίες ήταν μεγάλες. Οι συνθήκες διαβίωσης του Soso, της Lia και του Rezi ήταν πολύ δύσκολες. Το ελληνικό κράτος φρόντιζε να δυσκολεύει με διάφορα γραφειοκρατικά τερτίπια τη ζωή αυτών των ανθρώπων που είχαν έρθει στη χωρα μας για ένα καλύτερο αύριο. Η επαγγελματική αποκατάσταση πολύ δύσκολη και η καθημερινότητα, ειδικά μετά την έλευση του παιδιού, απαιτητητική.


Από τα αριστερά ο Soso, εγώ και μετά ο Alvaro από τη Μαδρίτη, την 1η Φεβρουαρίου 2020 στο πατρικό μου σπίτι

Και όμως, μέσα από αυτές τις δυσκολίες, ο Soso και η Lia κατάφεραν να προχωρήσουν μπροστά. Η δουλειά στην οικοδομή ήταν μια εξαιρετική λύση. O Soso απέδειξε με την αξία του, με την εργατικότητα και τον χαρακτήρα του ότι άξιζε αυτήν την ευκαιρία. Οι εργάτες, οι μάστορες και ο εργολάβος στον οποίο δούλευε μιλούν για το 'καλύτερο παιδί'. Πάντα πρόθυμος και χαμογελαστός, έτοιμος να βοηθήσει.                  

Ο Rezi πήγε στον παιδικό σταθμό και αργότερα στο νηπιαγωγείο. Οι δάσκαλοι έχουν να λένε για μια πολύ καλή οικογένεια, για δυο γονείς που αγαπούσαν πολύ και πρόσεχαν το παιδί τους. Οι γείτονες μιλούν για ανθρώπους ευγενικούς και ευχάριστους. Ανθρώπους τους οποίους χαίρεσαι να συναντάς, που χαίρεσαι να είναι συμπολίτες σου.

Soso, Lia και ο Rezi, στη βάπτισή του στις 22 Σεπτεμβρίου 2019


Τον Σεπτέμβριο του 2019, σε μια πολύ ωραία τελετή, ο αδερφός μου Βασίλης έγινε νονός του Rezi, μαζί με έναν ακόμα καλό φίλο της οικογένειας. Ήταν μια όμορφη στιγμή, ένας συμβολισμός του ισχυρού δεσμού που αναπτύχθηκε ανάμεσα στις οικογένειές μας αλλά και μια δέσμευση για αλληλοβοήθεια. Μια δέσμευση που πρώτος ο Βασίλης αλλά και όλοι οι υπόλοιποι θα την τηρήσουμε στο ακέραιο, πρώτα και κύρια για τον μικρό Rezi.
Ο Βασίλης βαφτίζει τον Rezi στις 22/9/2019. Στο βάθος ο Soso.

Εδώ και αρκετούς μήνες μπορεί να πει κανείς ότι οι κόποι του Soso και της Lia είχαν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς. Έμεναν πλέον σε ένα όμορφο, αξιοπρεπέστατο σπίτι. Είχαν σταθερή εργασία. Κατάφεραν να ρυθμίσουν όλα τα γραφειοκρατικά τους ζητήματα. Είχαν άριστη σχέση με τους φίλους και τους γείτονές τους. Πάνω απ' όλα, το παιδί τους τα πήγαινε πολύ καλά στο σχολείο, κάνοντας καλούς φίλους και τα πρώτα του βήματα στον κόσμο της εκπαίδευσης.

Δυστυχώς όμως η μοίρα έπαιξε ένα πολύ άσχημο παιχνίδι. Το πρωί της Τρίτης 8 Φεβρουαρίου ο Soso ήταν όπως πάντα ξύπνιος από νωρίς. Ξύπνησε τη Lia, έπαιξε με τον Rezi και τον βοήθησε να ετοιμαστεί. Ξεκίνησαν μαζί για το σχολείο. Λίγα μέτρα πριν φτάσουν, ένιωσε μια έντονη αδιαθεσία. Ευτυχώς ο μικρός πρόλαβε να πάει σχολείο. Με μια ηρωική προσπάθεια, αγκαλιά με τη Lia, κατάφερε να γυρίσει σπίτι. Ίσα - ίσα πρόλαβε να ξαπλώσει χάνοντας τις αισθήσεις του. Παρά την τεράστια προσπάθεια της συζύγου του, φίλων που έσπευσαν αμέσως και του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού που ήρθε στη συνέχεια - δυστυχώς με μεγάλη καθυστέρηση - ο Soso ήταν πια νεκρός. Η τελευταία προσπάθεια αναζωογόνησης έγινε στο τμήμα επειγόντων περιστατικών του Αττικού Νοσοκομείου, ήταν όμως πολύ αργά. Αιτία θανάτου είναι πιθανότατα κάποιο οξύ καρδιακό επεισόδιο, παρότι η σχετική έρευνα είναι ακόμη υπό εξέλιξη.

Κάθε θάνατος είναι μια τραγωδία. Ο ξαφνικός θάνατος ενός ανθρώπου που πριν λίγο έκλεισε τα 44 του χρόνια, είναι μια ανείπωτη τραγωδία. Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύκολα αν αναλογιστεί κανείς ότι αφήνει πίσω τη σύζυγό του, τη μητέρα και την αδερφή του και, πάνω απ' όλα, τον πεντάχρονο γιο του. Είναι κάτι ασύλληπτα, αδιανόητα άδικο.

Δυστυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα. Πραγματικότητα όμως είναι και πως ο Soso μέχρι την τελευταία μέρα της σύντομης ζωής του ήταν ενεργός και δραστήριος. Αντιμετώπισε εξαιρετικά μεγάλες δυσκολίες, που θα έκαναν τους περισσότερους από εμάς να λυγίσουμε, και τα κατάφερε. Έβαλε τη ζωή του σε τάξη, εξασφάλισε την οικογένειά του. Είχε πολλούς και καλούς φίλους. Τίμησε την οικογένειά του, τίμησε την πατρίδα του αλλά και τη χώρα που τον φιλοξενούσε. Την τελευταία μέρα της ζωής του, έπαιξε με το παιδί του, το πήγε στο σχολείο μαζί με τη γυναίκα του και λίγα λεπτά αργότερα άφησε την τελευταία του πνοή στα χέρια της. Ναι, είναι μια τραγωδία. Έφυγε νωρίς και άδικα. Έφυγε όμως έχοντας επιτύχει την πολύ δύσκολη αποστολή του και, κυριολεκτικά, στην αγκαλιά των πιο αγαπημένων του ανθρώπων. Αν μπορεί να υπάρξει ευτυχισμένος θάνατος, αυτός ήταν του Soso.
 
Όταν ήμουν περίπου πέντε ετών θυμάμαι τη μητέρα μου να με προτρέπει να γίνω "ένας καλός και χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία". Όπως περνάνε τα χρόνια αντιλαμβάνομαι πως αυτό είναι κάτι που καθένας μας πρέπει να το κατακτήσει. Κανείς δεν το έχει εκ των προτέρων. Δεν έχει να κάνει με τη φυλή, την εθνικότητα, το φύλο, την κοινωνική τάξη ή την οικονομική κατάσταση. Δεν έχει να κάνει ακόμα ούτε με τη μόρφωση και το επάγγελμα. Αντίθετα, είναι μια βαθύτερη ποιότητα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο.

Ο Iosebi Ilariani, ο αγαπημένος φίλος Soso, αυτό το δικαίωμα το κατέκτησε με την αξία του. Ήταν ένας καλός και χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία. Η σύζυγός του Lia, ο γιος του Rezi, η μητέρα του Vera και όλοι οι συγγενείς του θα είναι πάντοτε πολύ υπερήφανοι για αυτόν. O Soso θα ζει μέσα τους. 

Εμείς, τέλος, όλοι όσοι είχαμε την τύχη να τον γνωρίσουμε, θα τον θυμόμαστε πάντα με εκτίμηση και αγάπη.

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

Σε θυμάμαι

Σε θυμάμαι


Σε θυμάμαι να κατεβαίνεις τη Σαλαμίνος κοντά στο σπίτι
Ίσως γυρίζεις απ’ το σχολείο ή μπορεί να είχες πάει για ψώνια
Κουρασμένη φαντάζεις όμως χαμογελάς
Τη δουλειά πάντα χαιρόσουν

«Τι κάνεις Δημήτρη μου;» με ρωτάς
Με τρόπο που κάνει το σύμπαν να γεμίζει αγάπη
Φορτίο βαρύ
Και συνάμα ενέργεια αστείρευτη

Δεν είναι εύκολο να αγαπάς
Μα είναι σίγουρα το καλύτερο

«Να γίνεις ένας καλός και χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία»
Μου πες ένα πρωί τα πρώτα χρόνια του ογδόντα
Κι αυτή η προτροπή η τόσο απλά ειπωμένη
Αντηχεί ακόμα στα αυτιά μου
Νομίζω συνέχεια και πιο δυνατά
Σαν μελωδία γλυκιά και σαν πυξίδα ακριβείας

«Δεν γίνεται να μην υπάρχει θεός»
Μου είχες πει λίγο καιρό πριν το τέλος
Κι αυτή η απόλυτη σιγουριά σου
παράξενη τότε πολύ μου ακούστηκε

Μα τώρα πια καταλαβαίνω
Το σωστό έχει αξία από μόνο του
Θεός δεν μπορεί να μην είναι
Γιατί ο Θεός είναι μέσα μας
Οι πράξεις μας οι ίδιες τον φτιάχνουν

Γρήγορα ή αργά
Ο χρόνος την αλήθεια πάντα στο φως θα τη φέρει

Έφυγες μα είσαι παντού
Πως μπορούν οι νεκροί μιλάνε;
Δέκα χρόνια κι όλα μοιάζουν σαν χθες
Το ‘χες γράψει εξάλλου κι εσύ
Μόνο τότε πεθαίνουνε, όταν τους λησμονάνε

Σε θυμάμαι, μαμά
Σε θυμάμαι

Ασπρόπυργος, 27 Σεπτεμβρίου 2021

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Για τον Κώστα Μπουγιατιώτη

Σήμερα, παραμονή πρωτοχρονιάς του 2021, μας άφησε ο θείος μου, μικρός και αγαπημένος αδερφός της μητέρας μου, Κώστας Μπουγιατιώτης σε ηλικία 81 ετών. Απεβίωσε μετά από σύντομη νοσηλεία στο Θριάσιο Νοσοκομείο λόγω επιπλοκών του νέου κορωνοϊού. Η δύσκολη αυτή στιγμή γίνεται ακόμα δυσκολότερη από το γεγονός της αδιανόητης μοναξιάς που βιώνουν τα θύματα της πανδημίας στο τελευταίο στάδιο της ζωής τους. 

Σχεδόν ολόκληρη η οικογένεια του θείου μου νοσεί από τον κορωνοϊό. Η σύζυγος, τα παιδιά και τα εγγόνια του. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε απότομα, έγινε εισαγωγή στο νοσοκομείο και μόλις δυο μέρες αργότερα εξέπνευσε. Βάσει των κανονισμών για τον περιορισμό της πανδημίας, δεν μπορούσε να έχει συνοδό στο νοσοκομείο. Επίσης, δεδομένου ότι η οικογένειά του νοσεί, δεν θα μπορέσουν να τηρηθούν τα νεκρικά έθιμα και οι σχετικές παραδόσεις της περιοχής και στην εξόδιο ακολουθία δεν θα μπορέσουν να παρευρεθούν οι στενοί συγγενείς του. Μια μοναξιά που αναμφίβολα γεννά μεγάλη θλίψη.

Ο Κώστας Μπουγιατιώτης γεννήθηκε στον Ασπρόπυργο το 1939, τρίτο παιδί του Φώτη Μπουγιατιώτη και της Σιδερής Τσίγκου. Ο παππούς μου χάρηκε που "επιτέλους έκανε παιδί", αφού είχε ήδη δυο κόρες, την Ξανθή το 1935 και την Ελένη το 1936, φράση που στα αυτιά μας τώρα ηχεί απολύτως απαράδεκτη, τότε όμως ήταν απολύτως φυσιολογική.

Η οικογένεια ήταν πολύ φτωχή και τα παιδιά χρόνια δύσκολα. Ο παππούς μου ήταν τσοπάνος και τα πρόβατα σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν σταθερό εισόδημα ενώ η εκμετάλλευση που υφίσταντο οι κτηνοτρόφοι της εποχής από τους μεσάζοντες ξεπερνά τη χειρότερη σημερινή φαντασία. Οι μεγάλες δυσκολίες της παιδικής ηλικίας όμως είχαν και μια θετική συνέπεια: Τα τρία αδέρφια, η Ξανθή, η Ελένη και ο Κωστάκης (καθότι ο μικρός της οικογένειας, συνεχίσαμε να τον αποκαλούμε έτσι μέχρι τα γεράματά του) ανέπτυξαν έναν ισχυρότατο δεσμό. Μια σχέση αλληλοϋποστήριξης και ενδιαφέροντος που συχνά έφτανε στην αυταπάρνηση. Έχω την εντύπωση πως σήμερα ένας ειδικός θα έκρινε την σχέση αυτή ως 'υπερβολική', ότι ίσως έφτανε μερικές φορές να είναι βάρος παρά βοήθεια. Σε κάθε περίπτωση ήταν απαραίητη για την επιβιωσή τους στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και στα μαύρα χρόνια που την ακολούθησαν.

Το ενδιαφέρον ήταν πως ο Κωστάκης εξελίχθηκε σε άριστο μαθητή. Ήμουν περίπου 25 ετών όταν έτυχε να δω τον θείο μου, που εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος στα Ναυπηγεία Σκαραμαγά, να γράφει ένα χειρόγραφο σημείωμα και εξεπλάγην από τον άριστο γραφικό του χαρακτήρα και την ορθογραφία του - Σίγουρα κάτι πολύ ανώτερο εκείνου που περιμένεις από έναν άνθρωπο με τη δική του τυπική μόρφωση και επάγγελμα.

Δυστυχώς όμως η φτώχεια είναι σκληρή: Η μητέρα μου ήταν άριστη μαθήτρια, όπως και ο θείος. Ήταν όμως πρακτικά αδύνατον για οικονομικούς λόγους να σπουδάσουν και οι δυο, η οικογένεια χρειαζόταν χέρια στις δουλειές. Ο Κωστάκης έκανε πίσω και εκείνη που σπούδασε ήταν η μητέρα μου, η Ελένη. Είναι τόσο περίεργο να συνειδητοποιώ πως η ίδια μου η ύπαρξη εν τέλει καθορίστηκε από μια απόφαση που πάρθηκε σε ένα φτωχό κτηνοτροφικό σπίτι στις αρχές της δεκαετίας του '50. Πέρα από κάθε αμφιβολία, αν η μητέρα μου δεν είχε σπουδάσει θα είχε ζήσει μια εντελώς διαφορετική ζωή, με ότι αυτό συνεπάγεται. Ξέρω ότι η μητέρα μου ένιωθε μέχρι το τέλος της ζωής της μεγάλη ευγνωμοσύνη για το γεγονός αυτό, που ίσως συνετέλεσε στο πόσο δεμένοι που φαινόταν με τον αδερφό της.

Η συνέχεια για τον θείο μου ήταν η εξής: Στα τέλη της δεκαερίας του '50 έκανε τη θητεία του στην αεροπορία όπου ειδικεύτηκε ως ηλεκτρολόγος ενώ συνέχισε την εκπαίδευσή του στο ίδιο αντικείμενο, στην αρχή της δεκαετίας του '60 στις "Τεχνικές Σχολές Αθηνών και Περιστερίου 'Ο Αϊνστάιν'". Εργάστηκε στη συνέχεια σαν ηλεκτρολόγος σε ένα νοσοκομείο των Αθηνών και κάποια στιγμή προσελήφθη στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά την εποχή που εκείνα άνηκαν στον Σταύρο Νιάρχο και εξειδικεύτηκε στην ηλεκτρολογία της ναυπηγικής. Έζησε όλη τη διαδρομή της μεγάλης αυτής επιχείρησης, που εν τέλει έγινε προβληματική, ένα διάστημα έμεινε κλειστή και στη συνέχεια πέρασε στο ελληνικό δημόσιο - τα προβλήματά της όμως συνεχίζονται μέχρι σήμερα, δυστυχώς.

Το 1976 ο Κώστας Μπουγιατιώτης παντρεύτηκε την Φωτεινή Αγαθή και έκανε μια πολύ όμορφη οικογένεια αποκτώντας μάλιστα δυο κόρες, την Ισιδώρα και την Κατερίνα. Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές έρχεται στο μυαλό μου ένας ορμητικός χείμαρρος αναμνήσεων από τα παιδιά μου χρόνια, τις επισκέψεις στο πατρικό της μαμάς για να δούμε τον παππού και τη γιαγιά, τις εκδρομές 'στο μαντρί' που κάναμε κάθε χρόνο την Καθαρά Δευτέρα και την πρωτομαγιά, τον τρύγο που γινόταν στα αμπέλια στα Σκούρτα και αμέτρητες άλλες βόλτες, εκδρομές και διακοπές που κάναμε μαζί. Νιώθω πραγματικά πολύ τυχερός που οι άνθρωποι αυτοί εμπλούτισαν την παιδική μου ηλικία, ενώ μεγαλώνοντας έβλεπα στον θείο μου έναν άνθρωπο με τον οποίο μπορούσα πάντοτε να κάνω μια αξιόλογη συζήτηση, με τον λόγο του να είναι πάντα σοβαρός, ρεαλιστικός και μετρημένος. 

Τα εργασιακά προβλήματα βέβαια συνεχίστηκαν και κάποια διαστήματα εντάθηκαν ιδιαίτερα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ που κάποια στιγμή στα μέσα της δεκαετίας του '80 τα ναυπηγεία είχαν μείνει κλειστά για πολλούς μήνες και οι εργαζόμενοί τους πρακτικά ήταν άνεργοι. Σε κάποια στιγμή απόγνωσης, άκουσα τον θείο μου να λέει στον πατέρα μου ότι "το να παίρνεις μικρό μισθό, είναι πρόβλημα αλλά κάπως παλεύεται. Το να είσαι άνεργος όμως και να μην παίρνεις τίποτα, όχι, δεν παλεύεται". Πρέπει να ήμουν ίσως 8 ή 9 ετών τότε όταν είδα στα μάτια και στον τόνο της φωνής ενός δικού μου ανθρώπου τι σημαίνει η ανεργία.

Ευτυχώς δόθηκε κάποια λύση τότε στα αδιέξοδα των ναυπηγείων και ο θείος μου συνέχισε να εργάζεται μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε. Εργαζόμενος σκληρά και με πενιχρά μέσα, κατάφερε να κάνει ένα πραγματικό άλμα στο βιοτικό επίπεδο της οικογένειάς του: Και οι δυο του κόρες απέκτησαν ανώτερη μόρφωση και βρήκαν μια καλή εργασία, έχτισε ένα υπέροχο σπίτι επαρκές για να στεγάσει την οικογένειά του και αργότερα τις οικογένειες των παιδιών του και, όταν πλέον είχε συνταξιοδοτηθεί, έφτιαξε έναν καταπληκτικό ελαιώνα στα κτήματα που ο πατέρας του παλιότερα χρησιμοποιούσε για τα πρόβατα.

Διάβασα πρόσφατα ένα γνωστό μυθιστόρημα, τον "Στόουνερ" του John Williams. O ήρωας του μυθιστορήματος εκείνου εκ πρώτης όψεως ζει μια απλή, προβλέψιμη, για κάποιους ίσως μέτρια και βαρετή ζωή. Μετά από λίγο όμως καταλαβαίνει ο αναγνώστης πως αυτή ακριβώς η "ζωή του απλού ανθρώπου" μπορεί να είναι έμπλεη νοήματος και συναισθημάτων σε βαθμό που δύσκολα μπορεί κανείς να περιμένει, ενώ αντίθετα άνθρωποι που πέτυχαν την καταξίωση, την αναγνωρισιμότητα και την προβολή μπορεί εν τέλει να στερήθηκαν αυτά ακριβώς τα βασικά: Το νόημα και το συναίσθημα.

Ο θείος μου έζησε μέχρι τα 81 του χρόνια. Είδε δυο εγγόνια, τα οποία σήμερα είναι 11 ετών. Είδε τα παιδιά του να προοδεύουν και να είναι ευτυχισμένα. Σίγουρα αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες και οη ζωή του είχε συχνά προκλήσεις και εντάσεις. Έζησε όμως αληθινά, έζησε με νόημα και με αξιοπρέπεια. Πάλεψε σε συνθήκες πολύ δύσκολες επιδεικνύοντας ακεραιότητα χαρακτήρα που όσα λόγια θαυμασμού κι αν γράψω, δεν θα είναι επαρκή. Αντιμετώπισε με λεβεντιά τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν τα τελευταία χρόνια και δεν λύγισε ποτέ, ούτε όταν ήρθε αντιμέτωπος με τον κορωνοϊό.  

Πάντα εκεί στις δύσκολες στιγμές, ο Κώστας Μπουγιατιώτης ήταν ένας άνθρωπος αξιόπιστος και ειλικρινά καλοπροαίρετος στον οποίο μπορούσες να βασιστείς. Ήταν ένας εξαίρετος γιος, αδερφός, σύζυγος, πατέρας και παππούς. Σίγουρα ήταν και ένας ιδιαίτερα αγαπημένος θείος που θα τον θυμάμαι με αγάπη μέχρι το τέλος της ζωής μου.


Ο θείος μου, Κώστας Μπουγιατιώτης στις αρχές της δεκαετίας του '90



Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

Για τον θείο Μήτσο

Κάθε 28η Οκτωβρίου η σκέψη μου πηγαίνει στον θείο Μήτσο. 

Όταν η Ελλάδα ελεγε το ΟΧΙ, εκείνος έκλεινε τα 13 του χρόνια. Λίγο αργότερα, την άνοιξη του 1943 σε μια μάχη του ΕΛΑΣ με τους Γερμανούς στην περιοχή των Αχαρνών όλοι έμειναν κατάπληκτοι από το θάρρος εκείνου του παιδιού που δεν είχε ακόμα κλείσει τα 16.

Ο Δημήτρης Β. Τσίγκος πρώτος όρθιος από δεξιά, τον χειμώνα του 1943
μαζί με άλλους αντάρτες του ΕΛΑΣ στα βουνά της Αττικής


Ο Μήτσος ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή. Ίσως το νεαρό της ηλικίας να βοηθούσε στην άγνοια κινδύνου, όπως και να έχει όμως είχε κερδίσει τον σεβασμό και τον θαυμασμό των συμπολεμιστών του. 

Το νήμα της ζωής του κόπηκε πρόωρα στις 25/7/1944 όταν δολοφονήθηκε από "έλληνες" ναζί. 

Ευτυχώς η ιστορία δεν φέρθηκε καλά στους δολοφόνους, έχουν ξεχαστεί στα μαύρα υπόγεια της ιστορίας γεμίζοντας ντροπή τους πάντες γύρω τους. Αντίθετα ο Μήτσος έζησε μέσα από τους γονείς, τους φίλους, τα αδέρφια και τώρα πια από τα ανίψια του. Είναι ακόμα μαζί μας. 

Κάθε τέτοια μέρα όμως σκέφτομαι τι θα είχε συμβεί εάν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Εάν ο Μήτσος είχε ξεφύγει από τους διώκτες του εκείνο το πρωί και εάν τύχη αγαθή τον βοηθούσε να περάσει ζωντανός τις μαύρες δεκαετίες που ακολούθησαν. 

Όλες οι μαρτυρίες λένε πως ήταν άριστος μαθητής και ιδανικός συνεργάτης. Μπορεί να γινόταν γιατρός, όπως έγινε ένας καλός του φίλος. Μπορεί να γινόταν οικονομολόγος, όπως δύο από τα αδέρφια του. Μπορεί ακόμα να συνέχιζε τη ζωή του αγρότη και του κτηνοτρόφου, όπως οι γονείς, ο αδερφός και η αδερφή του και αμέτρητοι φίλοι του. 

Μπορεί όμως να έκανε και κάποιο breakthrough. Μπορεί να γινόταν ερευνητής και να βοηθούσε σε μια σημαντική ανακάλυψη με επίδραση σε χιλιάδες ανθρώπους ανά τον κόσμο. Εξάλλου, το αποδεικνύει η σύντομη ζωή του, ήταν έναν καθαρόαιμος outlier. 

Όπως και να έχει, δεν θα μάθουμε ποτέ. Η ιστορία δεν γράφεται με "αν". Είναι ακριβώς αυτή όμως η συνειδητοποίηση του κόστους της θυσίας που την κάνει μεγαλειώδη. Οι Αμερικανοί λένε ότι "freedom is not free". Έχουν απόλυτο δίκιο. 

Για να απολαμβάνουμε αυτό το υπέρτατο αγαθό της ελευθερίας, πρέπει να είμαστε όλοι έτοιμοι να πληρώσουμε το τίμημα της. Τα λόγια του μεγάλου Ρήγα Βελεστινλή είναι πάντοτε επίκαιρα - καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή. 

Είναι μια σκέψη που προσφέρει ανακούφιση αλλά και θαυμασμό. Ο Μήτσος έζησε λίγο, αλλά έζησε ελεύθερος. Ελπίζω να μπορέσουμε κι εμείς να πούμε το ίδιο, όταν λογαριάσουμε τα πράγματα στο τέλος. 

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

Αδιάφορο οι μήνες κι αν περνάνε

Το 2002 πέθανε σε ιδιαίτερα μεγάλη ηλικία μια θεία της μαμάς μου την οποία όλοι ξέραμε ως "θείτσα Μαρίκα". Τα εγγόνια της (δεύτερά μου ξαδέρφια δηλαδή), που τότε μάλλον θα πήγαιναν στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, είχαν στενοχωρηθεί πολύ. Όπως έμαθα αργότερα από τους ίδιους, η μητέρα μου προσπαθώντας να τους παρηγορήσει τους έδωσε τους εξής στίχους γραμμένους σε ένα χαρτί:

Αδιάφορο κι αν πέθανες
Εμείς δεν σε ξεχνάμε
Τότε οι νεκροί πεθαίνουνε

Όταν τους λησμονάνε.


Το ιδιόχειρο σημείωμα της μητέρας μου προς τα ανίψια της όταν πέθανε η γιαγιά τους


Τα χρόνια πέρασαν και κάποια στιγμή αποφάσισα να μάθω την προέλευση των στίχων αυτών. Γρήγορα βρήκα πως πρόκειται για το ποίημα "Η ζωντανή νεκρή" του Κώστα Ουράνη.

Το παραθέτω εδώ:

Ἡ ζωντανὴ νεκρή

Δὲν πέθανες! Στὴν κάμαρα ἀκόμα τ᾿ ἄρωμά σου
εἶναι ἁπλωμένο ὡς τώρα δὰ νὰ μ᾿ ἄφησες, κι ἀπάνω
στὸν καναπὲ ἀτέλειωτο μένει τὸ κεντημά σου
καὶ τὸ κομμάτι πού ῾παιζες εἶναι ἀνοιχτὸ στὸ πιάνο.

Ἀπάνω στὸ τραπέζι μου πάντα ἡ δική σου εἰκόνα,
ποῦ πάντα μὲ τὴν ἥμερη ματιά της μὲ κοιτάζει,
καὶ δὲν εἶναι ὁ ἄνεμος, μὰ εἶσαι ἐσύ, τὴν πόρτα
ποὺ μισανοίγεις γιὰ νὰ μπεῖς τὴν ὥρα ποὺ βραδυάζει.

Δὲν πέθανες. Εἶσαι παντοῦ καὶ εἶσαι μέσα σὲ ὅλα:
στῶν ρόδων τὸ ξεφύλλισμα, στὸ στεναγμὸ τοῦ ἀγέρα,
στὰ νέφη ποὺ χρυσίζουνε σὰν πάει νὰ σβήσει ἡ μέρα
κι ὡς καὶ τὶς νύχτες δίπλα μου σὲ νοιώθω ξαπλωμένη...

Δὲν πέθανες. Ἀδιάφορο οἱ μῆνες κι ἂν περνᾶνε:
τότε οἱ νεκροὶ πεθαίνουνε, ὅταν τοὺς λησμονᾶνε!

Οχτώ χρόνια μετά, το μυαλό μου ακόμα δεν έχει μπορέσει πλήρως να επεξεργαστεί τι έγινε εκείνη την Τρίτη το πρωί. Η απώλεια ίσως να ξεπερνά τις ερμηνευτικές μας δυνατότητες. Όποτε δυσκολεύτηκα πολύ, πάντα βρήκα γαλήνη στην ανάγνωση αυτού του ποιήματος. Είναι μαγικό πράγμα η ποίηση και εξαιρετικός ο Κώστας Ουράνης.


Η μητέρα μου στα Χανιά τον Αύγουστο του 2009
Η Ελένη Μπουγιατιώτου μας άφησε απρόσμενα το πρωί της Τρίτης 27 Σεπτεμβρίου 2011, δυο μέρες αφότου έκλεισε τα 75 της χρόνια.


Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Σήμερα θα 'ταν τα γενέθλια σου

Σε σκέφτομαι να κάθεσαι στον καναπέ. Να σε ρωτάω τι κάνεις και να μου απαντάς ότι τώρα πια γέρασες και σημασία έχει τι κάνουμε εμείς. Να με ρωτάς τι γίνεται στη δουλειά. Τι κάνουν ο Βαγγέλης, ο Θανάσης και ο Σάκης με το ηλεκτρονικό φροντιστήριο. Να σου λέω ότι πάνε καλύτερα τα πράγματα και να απαντάς αμέσως ότι με δουλειά και υπομονή όλα θα γίνουν.

Φαντάζομαι να σου λέω πως ο Βαγγέλης και ο Σάκης παντρεύτηκαν και έχουν δυο παιδιά πια. Να χαίρεσαι, να μου λες να ζήσουν μα και αμέσως να αναρωτιέσαι εγώ τι κάνω, τι περιμένω, κι εγώ αμέσως να απαντάω πως όλα θα γίνουν στην ώρα τους.

Σκέφτομαι μετά να με ρωτάς τι κάνει ο κύριος Πρύτανης κι εγώ να σου λέω τα δυσάρεστα. Φαντάζομαι να στενοχωριέσαι, να αναρωτιέσαι μα πως έγινε αυτό, να λες ότι ήταν άδικο.

Μετά ίσως η σκέψη σου πήγαινε στα αδέρφια σου. Θα μου έλεγες για τη θεία Ξανθή, πόσο είχε δουλέψει, πόσο είχε ταλαιπωρηθεί. Και πόσο όμως πρέπει να χάρηκε με τις κόρες, τον γαμπρό και την εγγονή της. Δύσκολη η ζωή, σίγουρα, υπάρχει όμως και ανταμοιβή θα μου έλεγες.

Σίγουρα θα μιλούσες μετά για τον θείο τον Κωστάκη. Θα μου λεγες ξανά ότι θα μπορούσε να έχει σπουδάσει και να κάνει σπουδαία πράγματα, όμως οι καταστάσεις, τότε στη δεκαετία του 50, ήταν δύσκολες και δεν το επέτρεψαν αυτό να γίνει. Ευγνωμοσύνη θα έδειχνες ακόμα μια φορά για τη μεγάλη βοήθεια του.

Μετά θα μου έλεγες για τον μπαμπά. Φλεβάρη του 2011 χιόνιζε, είχε πέσει και είχε χτυπήσει. Πόναγε στον ώμο. Είπα θα τον πάω στο νοσοκομείο να δούμε, γιατί ο γιατρός λέει πως τα χτυπήματα αυτά καμιά φορά είναι ύπουλα. Πρόσεξε Δημήτρη μου μου είχες πει γιατί έχει δουλέψει πολύ και είναι καλός άνθρωπος. Καμιά φορά τους γέρους στα νοσοκομεία δεν τους προσέχουν πολύ, είχες συνεχίσει. 

Ξαφνιάστηκα τότε. Για ποιο λόγο έλεγες το αυτονόητο, αυτό που ξέραμε όλοι; Ίσως μετά από χρόνια να έχω καταλάβει. Τα αυτονόητα νιώθουμε την ανάγκη να τα επαναλαμβάνουμε σε στιγμές κομβικές, όπου οι λέξεις έχουν άλλη διάσταση και άλλη σημασία. Ένα πρόσεχε, ένα σ'αγαπώ, μπορεί να συμπηκνώσει όλη την αγάπη του κόσμου.

Δεν ξέρω αν θα μπορούσες να ξεπεράσεις την απώλεια του. Η στενοχώρια σου σίγουρα θα ήταν ανείπωτη, ίσως όμως και να έλεγες πως επιτέλους αναπαύτηκε και ότι, από ένα σημείο και μετά, η ζωή με το αλτσχάιμερ δεν έχει νόημα κανένα. Ήταν άδικο αυτό που συνέβαινε και σε είχε καταβάλλει.

Μετά όμως θα μιλούσαμε για τα ευχάριστα. Θα με ρωτούσες για τη Βάλια και τον μικρό Γιώργο. Πως τα πηγαίνουν στο προνήπιο, εάν έχουν προσαρμοστεί, εάν έχουν κάνει φίλους. Τι κάνει η Καλίνα, ο κύριος Γιάννης και η κυρία Κική. Αν πηγαίνουμε στο Άστρος και αν οι δικοί τους είναι όλοι καλά.

Ίσως μετά να μιλούσαμε και για την κοινωνία. Σοκαρισμένη θα ήσουν σίγουρα από τα γεγονότα. Πως πάψαμε να είμαστε άνθρωποι σε τόσες πτυχές της ζωής μας. Αν χρειαστεί, μη διστάσετε να φύγετε μου είχες πει. Τόσο από τον Ασπρόπυργο όσο και από την Ελλάδα. Σημασία έχει να προχωρήσετε μπροστά, να προοδεύσετε και μόνον έτσι θα μπορέσετε να βοηθήσετε και τον τόπο.

Χθες ήμουν σε μια συναυλία του Σαββόπουλου στο Ηρώδειο. Πρώτη φορά. Θυμήθηκα εκείνη την επίσκεψη στο νέο μουσείο της Ακρόπολης - ήταν δίπλα, βλέπεις - που ανέβαλα εκείνο το Αυγουστιάτικο Σάββατο για μια άλλη φορά. Μια άλλη φορά που δεν ήρθε ποτέ.

Είπε ο Σαββόπουλος ότι του λείπουν μερικές στιγμές αφόρητα οι γονείς του. Νομίζω πολλοί στο ακροατήριο ένιωσαν να μιλάει στην καρδιά τους - είναι αφόρητο το κενό. Γεμίζει συχνά με μια πολύ γλυκιά ανάμνηση, με ένα λαμπερό φως. Δεν παύει να είναι κενό όμως και στη δύσκολη στιγμή πάντα θα υπενθυμίσει την απώλεια.

Είπε ακόμα για ένα τραγούδι από την εποχή των γονιών του - που νομίζω θα το θυμόσουν κι εσύ, σίγουρα:

«Ας ερχόσουν για λίγο
μοναχά για ένα βράδυ
να γεμίσεις με φως
το φριχτό μου σκοτάδι
και στα δυο σου τα χέρια
να με σφίξεις ζεστά
ας ερχόσουν για λίγο
κι ας χανόσουν μετά»

Το ξέρω, είναι διαφορετικό το περιεχόμενο του τραγουδιού. Λέει όμως κάτι τόσο δυνατό. Ας ερχόσουν για λίγο κι ας χανόσουν μετά.

Σκέφτομαι πάλι πως αν με έβλεπες να δακρύζω γράφοντας ένα κείμενο χαράματα 25ης Σεπτεμβρίου, μάλλον θα μου  χαμογελούσες με μια σιγουριά που τόσο με ηρεμούσε ότι κι αν συνέβαινε, και θα μου έλεγες πως τότε, όταν χάσαμε τον παππού, πόσο χαζή ήσουν που αντέδρασες με τόσο ακραία θλίψη, γιατί τι πιο φυσικό για έναν γέρο από το να πεθάνει. Γιατί λοιπόν εγώ να κάνω έτσι;

Τα χρόνια περνάνε. Η ανάμνηση όμως είναι πιο ζωντανή από ποτέ. Το μυαλό μου είναι ακόμα μπερδεμένο. Την απώλεια δεν μπορώ να τη διαχειριστώ καλά. Ίσως μεγαλώνοντας να αρχίσω να τα καταφέρνω καλύτερα.

Ήταν δυο μέρες μετά τα γενέθλια σου. Πάγωσα όταν άκουσα τον Βασίλη στο τηλέφωνο. Λίγη ώρα μετά, τρεις λέξεις κυριαρχούσαν στο μυαλό μου. Πίστη, Λόγος, Αγάπη. Ένα τρίπτυχο υπέροχο για να πορεύεται κάνεις στη ζωή. Ελπίζω πως θα συμφωνούσες.

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

Τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες

Οταν, πριν έναν χρόνο ακριβώς, μαθεύτηκαν τα νέα για την απώλεια του πατέρα μου, ένας από τους πιο αγαπημένους μου πανεπιστημιακούς δασκάλους μαζί με ένα πολύ ζεστό και ευγενικό μήνυμα έστειλε το εξής απόσπασμα έργου του Νίκου Καζαντζάκη:

"Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος. Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.".

Το διάβασα πολλές φορές. Κάθε μία από αυτές έρχονταν στο μυαλό μου οι τελευταίες στιγμές του πατέρα. Η ηρεμία, η γαλήνη, η πληρότητα. Η αγάπη. Η ζωή.

Έτσι, σιγά σιγά, αρχίζω να κατανοώ τι εννοούσε ο μεγάλος Κρητικός με το «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος».


Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

«Που πηγαίνετε;» — Ένα μεγάλο ευχαριστώ

H ώρα ήταν περίπου 16:30. Είμαι στο γραφείο μου με τον Θανάση και τον Γιώργο. Το τηλέφωνο χτυπάει, στη γραμμή ο Βασίλης: "Κάτι τρέχει με τον μπαμπά, δεν είναι πολύ καλά". Πάρε τώρα τη Λία και έλα σπίτι. Παίρνω τηλέφωνο στο σπίτι, η Λία απαντά. Η φωνή της έχει χρώμα αγωνίας  Μου περιγράφει τα συμπτώματα. Με βάση τις οδηγίες του γιατρού, ρωτάω για τον κορεσμό οξυγόνου. "Περίπου 78 αλλά πέφτει" είναι η απάντηση. Πολύ δύσκολα τα πράγματα. Φεύγω αμέσως.

Τρέχω προς τα πάρκινγκ, μπαίνω στο αυτοκίνητο και οδηγώ όσο πιο γρήγορα μπορώ. Ευτυχώς στο ρεύμα εξόδου από Αθήνα προς Ασπρόπυργο δεν έχει κίνηση. 

Θυμάμαι, χθες το βράδυ τον είχαμε σηκώσει και, με τεράστια δυσκολία και συνεχή βοήθεια, είχε καταφέρει να περπατήσει. Το μεσημέρι είχα μιλήσει με τη Λία, μου είπε πως είχε φάει κανονικά. Βέβαια, από τα μέσα Δεκεμβρίου, λίγο μετά τα γενέθλιά μου, η κατάσταση είχε επιδεινωθεί πολύ και ήταν σαφές πως χειροτέρευε συνέχεια. Προχθές το βράδυ μιλούσα με τον γιατρό. "Έχω την εντύπωση πως έχει επιδεινωθεί απότομα η άνοια", του λέω. Η απάντηση δεν μου άρεσε, καθόλου. "Είναι πολύ πιθανό να έχει κάνει εγκεφαλικές μεταστάσεις".

Φτάνω στο σπίτι περίπου 5:10. Στο δρόμο μίλησα με τον γιατρό, δεν μου έδωσε καθόλου θάρρος. Ανεβαίνω επάνω, τον ετοίμαζαν ήδη για να φύγουμε. Η εικόνα που βλέπω εντελώς αποκαρδιωτική. Αναπνέει με δυσκολία. Έχει έναν πολύ περίεργο θόρυβο η αναπνοή του. Είναι σχεδόν αδύνατον να τον μετακινήσεις. Μέσα σε όλα, βλέπω ότι η μπουκάλα οξυγόνου στο σπίτι είχε εξαντληθεί. Απελπισία.

Αποφάσεις πρέπει να ληφθούν γρήγορα. Με μια τιτάνια προσπάθεια του Ιωσήφ κατεβαίνουμε κάτω, λίγο πριν τις 5:20 μπαίνουμε στο αυτοκίνητο. Ο μπαμπάς στο κάθισμά του συνοδηγού, η Λία από πίσω να τον στηρίζει. Αποφασίζω να πάμε στην Κεντρική Κλινική στην Αθήνα που νοσηλευόταν συχνά αυτό το διάστημα. Εκεί μας περίμεναν ήδη, ενώ στο διπλανό Θριάσιο φοβήθηκα πως θα χάσουμε πολύ χρόνο με διατυπώσεις και εξηγήσεις. 

Με το -πραγματικά,  εξαιρετικό - ΕΚΑΒ είχα μιλήσει ήδη. Εξηγώντας το περιστατικό κατάλαβα πως κατά κάποιο τρόπο δεν ήταν απόλυτη προτεραιότητα. Σήμερα καταλαβαίνω πως αυτό είναι σωστό - τότε είχα γίνει έξω φρενών. Οι πόροι πρέπει να δίνονται σε περιστατικά που η βοήθεια μπορεί να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Ξεκινάμε για Αθήνα. Οδηγώ όπως δεν έχω οδηγήσει ξανά στη ζωή μου. Σήμερα δεν ξέρω αν έκανα καλά. Ίσως να μην έκανα. Το βάρος της ευθύνης να πάμε στην Αθήνα και όχι στο διπλανό νοσοκομείο, τεράστιο. Η ιδέα ότι ο πατέρας μου θα καταλήξει δίπλα μου και εγώ ανήμπορος να παρακολουθώ από το διπλανό κάθισμα καρφώνεται στην σκέψη μου. Με τεράστια προσπάθεια πείθω τον εαυτό μου ότι όλα θα πάνε καλά.

Η ώρα είναι τώρα 5:25. Δεν μπορούσε να ήταν χειρότερα. Είναι Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017. Χιλιάδες εργαζόμενοι στην περιοχή του Θριασίου έχουν μόλις ολοκληρώσει την εργασία τους και επιστρέφουν στα σπίτια τους στο λεκανοπέδιο της Αθήνας. Ο κεντρικός δρόμος του Ασπροπύργου κολλημένος. Μπαίνω στους αγροτικούς δρόμους, βγαίνω γρήγορα στην εθνική, στο ρεύμα όμως προς Ελευσίνα. Ελάχιστη κίνηση προς τα έξω, σε ένα λεπτό είμαι Ελευσίνα και κάνω αναστροφή. Εδώ ξεκινά το πρόβλημα.

Ανάβω alarm, το δεξί μου χέρι κολλημένο στην κόρνα, οδηγώ συνεχώς στη ΛΕΑ ή στο πεζοδρόμιο. Αδιαφορώ για το χρώμα των φαναριών και για όλες τις προβλέψεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας. 

Συμβαίνει κάτι πολύ περίεργο όμως: Κανείς, ή για την ακρίβεια ελάχιστοι, δεν διαμαρτύρεται. Οι άνθρωποι βλέπουν. Βλέπουν το μπαμπά, βλέπουν το πρόσωπό μου και το πρόσωπο της Λίας. Ανοίγουν όλοι. Σταματάνε ενώ έχουν πράσινο να περάσουμε με κόκκινο. 

Συγκινούμαι. Όχι, δεν έχει αποκτηνωθεί η κοινωνία μας. Είμαστε άνθρωποι, ζούμε μαζί με ανθρώπους.

Σε δέκα λεπτά, ή και λιγότερο, έχω φτάσει στον Σαρακάκη στην αρχή της Καβάλας, Περνάω το φανάρι Σπύρου Πάτση και δεν ανεβαίνω στη γέφυρα που ήταν κολλημένη. Από τα πεζοδρόμια φτάνω στην πλατεία Καραϊσκάκη στο μεταξουργείου. Εκεί όμως απελπισία. Μπροστά μας όλα κολλημένα, σαν ένα τεράστιο πάρκινγκ. Βλέπω το ρολόι, 5:42. Μπαίνω στην οδό Σατωβριάνδου. Κάνω μια προσπάθεια να ανέβω ξανά στο πεζοδρόμιο. Αδύνατον. Έχω κολλήσει. Απελπίζομαι ολοκληρωτικά. 

Η αναπνοή του μπαμπά όλο και πιο δύσκολη. Βλέπω να πλησιάζει μια μοτοσυκλέτα της αστυνομίας. Καταλαβαίνω ότι έχω περάσει πάνω από δέκα κόκκινα φανάρια, ότι οδηγούσα σε πεζοδρόμια και στη ΛΕΑ με μεγάλη ταχύτητα, ότι είμαι τώρα πάνω σε πεζοδρόμιο και τώρα κινούμε πάνω σε πεζοδρόμιο.

Κατεβάζω το παράθυρο και ετοιμάζομαι να εξηγήσω. Ξαφνικά ακούω το εξής:

"Που πηγαίνετε;"

Οι άνθρωποι είχαν καταλάβει. Είναι τρεις ζητάδες. Οι μηχανές μπαίνουν μπροστά και αρχίζουν να κάνουν μαγικά. Δεν μπορώ να το περιγράψω ακριβώς. Δεν καταλαβαίνω ούτε το κάνουν ούτε φυσικά πως. Βλέπω όμως ότι εκεί που ήμουν ακινητοποιημένος και ίσως να χρειαζόμουν ίσως μέχρι και 45 λεπτά με μία ώρα να φτάσω στην κλινική, ξαφνικά πήγαινα σταθερά με 30-40 χκμ/ώρα χωρίς να σταματώ πουθενά. 

Σε ένα με δύο λεπτά, στην κυριολεξία, είμαστε στην κλινική. Σταματάω με alarm στην Ασκληπιού. Οι τραυματιοφορείς περιμένουν. Σε δευτερόλεπτα ο μπαμπάς είναι στο ΤΕΠ και η προσπάθεια αντιμετώπισης της κατάστασης ξεκινά εντατικούς ρυθμούς. 

Βγαίνω από το ΤΕΠ και επιστρέφω στο αυτοκίνητο. Οι ζητάδες είναι εκεί. Τους ευχαριστώ από καρδιάς. Τους λέω "παιδιά σας παρακαλώ, θέλω να σας ευχαριστήσω εμπράκτως. Παρακαλώ θερμά, δώστε μου ονόματα ή κάποιο άλλο στοιχείο“. Η απάντηση τους με αφήνει άφωνο: «Είμαστε η ομάδα Ζ, κύριε. Ευχόμαστε περαστικά στον πατέρα σας». Με χαιρετούν και φεύγουν. 

Μένω σύξυλος. Δεν ξέρω τι να πω. Ακόμα και σήμερα, έναν χρόνο μετά, δεν ξέρω τι να πω. Παρά μόνο ένα μεγάλο ευχαριστώ στα παιδιά αυτά και σε όλους τους Δημόσιους Λειτουργούς που αντιλαμβάνονται την έννοια του καθήκοντος. 

Οι άνθρωποι αυτοί, οι ζητάδες που έσωσαν εκείνη την ημέρα τη ζωή του πατέρα μου, έγιναν το πρότυπο μου. 

Μετά από λίγες ώρες ή κατάσταση του πατέρα μου είχε σταθεροποιηθεί. Η αγωνία, η ταλαιπωρία, ήταν πια παρελθόν. Βέβαια, η πορεία ήταν πια προδιαγεγραμμένη. Μετά από ολιγοήμερη νοσηλεία ο μπαμπάς γύρισε σπίτι. Ήρεμος και γαλήνιος, το πρωινό του Σαββάτου 18 Φεβρουαρίου 2017, στα 89 του χρόνια,  πέρασε στη  αιωνιότητα, μέσα στην αγκαλιά των παιδιών του. 

Δεν ξέρω αν ένας άνθρωπος μπορεί να έχει πιο ευλογημένο τέλος. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στους συνανθρώπους μας που μας βοήθησαν να φτάσουμε έγκαιρα στην κλινική εκείνο το απόγευμα της 7ης Φεβρουαρίου. 

Θέλω από τα βάθη της καρδιάς μου να τους ευχαριστήσω όλους. Τη Λία και τον Ιωσήφ.  Οδηγούς, γιατρούς, νοσηλευτές, και πάνω απ'όλα εκείνους τους τρεις δημόσιους λειτουργούς, τους τρεις ζητάδες που προσέφεραν σε έναν συνάνθρωπο τους που δεν γνώριζαν το ύψιστο των αγαθών: Ένα ανθρώπινο, ανώδυνο και γαλήνιο τέλος ανάμεσα στα αγαπημένα του πρόσωπα. 





Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

Αναμνήσεις από την ημέρα του Άη Γιαννιού

Σήμερα είναι του Αγίου Ιωάννη — του Άη Γιαννιού, όπως συχνά λέγαμε. Πολλές ευχές λοιπόν για υγεία και ευτυχία στη μισή Ελλάδα που γιορτάζει! Μέσα σε αυτούς, πολλοί φίλοι και συγγενείς!

Περιέργως όμως, σήμερα το πρωί η σκέψη μου πήγαινε σε δύο αγαπημένους θείους στον Ασπρόπυργο που μας έχουν αφήσει πριν πολλά χρόνια και που πάντα θα τους επισκεπτόμασταν σαν σήμερα στα παιδικά μου χρόνια: Τον Γιάννη Αθανασίου, σύζυγο της Ξανθής, μεγάλης αδελφής της μαμάς μου, και τον Γιάννη Μυλωνά, πρώτο ξάδελφο του μπαμπά μου. 

Άνθρωποι απλοί, συνεπείς, συνετοί και αξιοπρεπείς. Άνθρωποι που μέσα από την απλότητά τους έγιναν, τουλάχιστον για μένα, εξαιρετικά μεγάλης σημασίας διδακτικά παραδείγματα.

Μετά περίπου 15 και 20 χρόνια αντίστοιχα από τότε που μας άφησαν για πάντα, νιώθω έντονη την ανάγκη να τους πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για όλα  και απλά να σημειώσω πόσο περήφανοι θα πρέπει θα ήταν  και οι δύο  για τα παιδιά και τα εγγόνια τους.

Κλείνοντας, δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι είναι περίεργο πράγμα τελικά ο νους του ανθρώπου. Δεν ξέρω αν είμαστε κάτι άλλο πέρα από τις αναμνήσεις μας. Όσο μάλιστα περνούν τα χρόνια, τελικά οι αναμνήσεις αρχίζουν να κυριαρχούν. Πρόκειται μάλλον περί νομοτέλειας —αλλά προσφέρει και την επιπβεβαίωση της θέσης ότι η εμπειρία είναι, άκουσον άκουσον, τροχοπέδη της καινοτομίας.

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

Ενα γράμμα στη Μαμά και στον Μπαμπά — Του Βασίλη Τσίγκου

Δημοσιεύτηκε από τον Βασίλη Τσίγκο στο Facebook στις 27/9/2017
 
27/09/2011. Μια ημερομηνία η οποία στάθηκε σταθμός στην έως τώρα ζωή μου. Ξαφνικά μπαίνοντας στην πατρική μας κατοικία στον Ασπροπυργο (με απορία πως δεν είχες κατέβεις να ανοίξεις ακομα το γραφείο, όπως έκανες καθε εργάσιμη) διαπιστώνω με τρόμο οτι κοιμάσαι. Κοιμάσαι όμως όχι για την βραδινή σου ανάπαυση, αλλά κοιμάσαι (με μια πολύ γλυκιά έκφραση στο πρόσωπο σου) για το μεγάλο ταξιδι που ολοι ξέρουμε οτι κάποια στιγμή θα κάνουμε, αλλα ποτέ, μα ποτέ δεν θελουμε να πιστέψουμε οτι θα συμβεί σε εμάς ή σε δικούς μας άνθρωπους.

Ξάφνου συνειδητοποιώ οτι η ζωή μου δεν θα είναι πια η ιδια. Δεν θα ξανακούσω την φωνή σου. Δεν θα είσαι εκεί, όπως ήσουν πάντοτε, είτε έκανα κάτι σωστό και με επιβράβευες ή έκανα κάτι λάθος και με τον τρόπο που μόνο εσυ ήξερες (δίχως να προσβάλλεις ή να μειώσεις τον συνομιλητή σου) μου έδινες να καταλάβω οτι πρέπει να το διορθώσω.

Η απώλεια δύσκολα διαχειρίσιμη διότι ήταν ξαφνική. Σε ενοχλούσε αφάνταστα που ο μπαμπάς είχε αρχίσει να ξεχνάει και θυμώνες με αυτό. Εγώ και ο Δημήτρης σου λέγαμε Μαμά μην στεναχωριέσαι, εμείς είμαστε εδώ και θα βοηθήσουμε τον μπαμπά. Θέλαμε εγώ και ο Δημήτρης να απολαύσετε αμφότεροι την ζωή σας ως συνταξιούχοι μετα απο απίστευτη κούραση που είχατε πέρασει, εσύ ως καθηγήτρια φιλόλογος - με πάθος για την εκπαίδευση - για 37 έτη συνεχόμενης διδασκαλιας και ο μπαμπάς ως Λογιστης στον ΑΣΠΡΟ από το 1948 και στο γραφείο του αργότερα.

Πηγαίναμε οικογενειακώς διακοπές καθε καλοκαιρι και αποτελούσαμε θέαμα για την ομήγυρη μας. Δυο αγόρια στα 30+ να συνοδεύουμε τους υπερηλίκους γονείς μας στις διακοπές τους. Εγώ και ο Δημήτρης όμως χαιρόμασταν παρα πολυ για αυτές τις μέρες που περναγαμε μαζί σας, ιδίως στα Χανιά της Κρήτης που περάσαμε τα 10 τελευταία καλοκαίρια έως την 27/09/2011. Ήταν για εμάς το λιγότερο που μπορούσαμε να κάνουμε για δυο ανθρώπους που μας προσέφεραν τα πάντα . Κυριολεκτικά τα πάντα . Η φωτογραφία σας απο το καλοκαιρι του 2010 στο παλιό λιμάνι των Χανίων ειναι ανεξίτηλα χαραγμένη στην μνήμη μας .

Φέτος, την 27/09/2017 ούτε ο μπαμπάς ειναι μαζί μας πια. Εδώ και λίγους μήνες ήρθε να σε βρει να είστε πάλι μαζί οπως ήσασταν απο το μακρινό 1975. Το τραπέζι στο παλιό λιμάνι των Χανίων ειναι άδειο πια . Ευτυχώς όμως εγώ και ο Δημήτρης είμαστε γεμάτοι με αυτά που μας διδάξατε. Σας ευχαριστούμε και τους δυο πάρα πολυ. Ειλικρινά και εκ βαθέων. Μακάρι να προσφέρω και εγώ στον Γιώργο και στη Βαλια και ο Δημήτρης μελλοντικά στα παιδιά του αυτά που κάνατε εσείς για εμάς. Και δεν μιλάω για τα υλικά αγαθά. Μιλάω για την αγάπη που μας δείξατε και το τι σημαίνει αγάπη στην πράξη. Μας λείπετε. Μας λείπετε υπερβολικά. Αλλα είμαστε ευτυχείς και πλήρεις με αυτά που μας δώσατε. Σας αγαπάμε. Να είστε χαμογελαστοί εκεί που είστε. Ναι, έχουμε προβλήματα εδώ, αλλα είμαστε υποχρεωμένοι να τα ξεπεράσουμε και θα τα ξεπεράσουμε.

Με πολλή πολλή αγάπη τα παιδιά σας, Βασίλης και Δημήτρης.

Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

Διακοπές

Σαν παιδί μου έκαναν τόση πολλή εντύπωση οι καλοκαιρινές διακοπές που όταν θέλω να ανακαλέσω μια συγκεκριμένη χρόνια στην μνήμη μου, το κάνω μέσω των διακοπών που είχαμε πάει τότε. Οι πρώτες μου αναμνήσεις ξεκινούν από το 1980 και οι τελευταίες φτάνουν το 2016. Χρονιές ορόσημα όμως ήταν το 1996 και το 2010. Θα εξηγήσω παρακάτω.

Ορίστε η λίστα με τις οικογενειακές διακοπές που θυμάμαι:

1980: Χορευτό και Ζαγορά, Πήλιο. Μαζί με οικογένεια θείου Κωστάκη.
1981: Φοινικούντα, Μεσσηνία. Μαζί με οικογένεια Τσοκάνη.
1982: Αιγείρα, Αχαΐα. Μαζί με οικογένεια θείου Κωστάκη και θείου Γιάννη
1983: Ακράτα, Αχαΐα. Μαζί με οικογένεια Μιχάλη Λιάκου.
1984: Καμάρι, Κορινθία. Μαζί με τις ξαδέρφες μας Μαίρη και Ισιδώρα.
1985: Νεάπολη Βοιών και Ελαφόνησος. Μαζί με την ξαδέρφη μας Μαργαρίτα.
1986: Πάργα, Ηπειρος. Παξοί, Κέρκυρα και road trip στην Ηπειρο και τη Θεσσαλία (τότε στα Μετέωρα αποφάσισα κάποτε να πάρω κάποια στιγμή στο μέλλον έναν λευκό σκαραβαίο cabrio 1303, αλλά σε αυτό θα επανέλθω άλλη φορά).
1987: Τσαγκαράδα, Πήλιο
1988: Πολύχρονο, Χαλκιδική. Road trip Μακεδονία και Θράκη (Θεσσαλονίκη, Καβάλα και Αλεξανδρούπολη) . Μαζί με θεία Ξανθή και Ισιδώρα.
1989: Καρδάμαινα, Κως. Συνέχεια σε Νίσυρο, Ρόδο και Πάτμο.
1990: Κρήτη. Χανιά, Ηράκλειο, Ελούντα.
1991: Νάξος, Πάρος, Μύκονος
1992: Σάμος, Ικαρία.
1993: Σαντορίνη, Νάξος, Άνδρος
1994: Ζάκυνθος, Κεφαλλονιά, Ιθάκη.
1995: Σκιάθος
1996: Σύρος.
Στη Σύρο το 1996 ήταν η τελευταία φορά που κάναμε οικογενειακές καλοκαιρινές διακοπές, όπως τις αντιλαμβανόμασταν μέχρι τότε. Ο Βασίλης ήταν πια ήδη  20 ετών κι εγώ τον χειμώνα που ερχόταν θα έκλεινα τα 19.
****
1997: Αγγλία και road trip (Παρίσι, Dijon, Γενεύη, Μιλάνο, Μπολόνια) μέχρι Ασπρόπυργο
1998: Στοκχόλμη. Πάσχα, επίσκεψη ενώ ήμουν Erasmus. Καλοκαίρι Λονδίνο για ορκωμοσία HND Βασίλη.
1999: Ηράκλειο και Λονδίνο για ορκωμοσία BSc Βασίλη.
2000: Ηράκλειο
2001: Ρέθυμνο, Ελούντα
2002: Ρέθυμνο
2003: Χανιά
2004: Χανιά
Αυτή ήταν η τελευταία χρονιά που οι γονείς, ο μπαμπάς μου να ακριβολογούμε, μπορούσαν να κινηθούν σχετικά αυτόνομα. Από την επόμενη χρονιά χρειαζόταν μια ειδική μέριμνα και το υπέροχο Porto Veneziano στα Χανιά προσέφερε μια εξαιρετική λύση.
****
2005: Χανιά
2006: Χανιά
2007: Χανιά
2008: Χανιά
2009: Χανιά
2010: Χανιά
Το 2011 δεν πήγαμε στα Χανιά γιατί η υγεία του μπαμπά φαινόταν να έχει επιδεινωθεί αρκετά. Μας φάνηκε επικίνδυνο. Τελικά, έναν μήνα αργότερα η μαμά ήταν εκείνη που μας άφησε τελείως απροσδόκητα.
****
2016: Άστρος Κυνουρίας
Τον Μάιο είχε επιβεβαιωθεί ότι ο ορίζοντας ζωής του μπαμπά στένευε γρήγορα. Ο Βασίλης πρότεινε να πάμε οικογενειακές διακοπές στο Άστρος όπου ο μπαμπάς θα μπορούσε να ξεκουραστεί, δίπλα στη θάλασσα, ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσε να περνά χρόνο μαζί με τα εγγόνια του. Ήταν πράγματι ένα από τα πιο σωστά πράγματα που κάναμε ποτέ, παίρνοντας εμπειρίες και αναμνήσεις που θα μας συντροφεύουν μέχρι το τέλος της ζωής μας.

Όταν συζήτησα το θέμα των καλοκαιρινών διακοπών με φίλους, πολλοί μου έθιξαν το ζήτημα της οικονομικής δυνατότητας, ιδιαίτερα την εποχή της κρίσης που ζούμε. Ότι πολλοί δηλαδή αντιλαμβάνονται τα οφέλη των ταξιδιών και ειδικά των καλοκαιρινών διακοπών, δεν μπορούν όμως να ανταπεξέλθουν στα έξοδα.

Φαντάζομαι σε κάποιες περιπτώσεις το παραπάνω επιχείρημα ισχύει. Είναι όμως άραγε αυτή η πλέον συνήθης, η γενική περίπτωση; Νομίζω πως όχι.

Ας μιλήσω για τις οικονομικές δυνατότητες της οικογένειας μου: Μέναμε στον Ασπρόπυργο. Ο μπαμπάς ήταν λογιστής και δούλευε δύο δουλειές. Η μαμά ήταν καθηγήτρια φιλόλογος. Είχα ακούσει ότι παλιά έκανε φροντιστήρια, δεν τη θυμάμαι ποτέ όμως να κάνει — παρά ελάχιστα, συμβολικά θα έλεγα, αφού πήρε σύνταξη. Νομίζω πως δύσκολα μπορείς να βρεις κάτι πιο κοντά στον ορισμό της ''μικρομεσαίας οικογένειας''.

Ζούσαμε βέβαια σχετικά καλά. Τι σημαίνει αυτό; Περίπου τα εξής: Ο Βασίλης γεννήθηκε το 1976 κι εγώ το 1977. Το 1978 αγοράσαμε ένα καινούργιο Volkswagen Passat L και το 1982 ξεκινήσαμε να χτίζουμε το νέο μας σπίτι - μια κατοικία περίπου 200τμ στον πρώτο όροφο με ένα μεγάλο κατάστημα και μια ωραία στοά στο ισόγειο. Οι εργασίες - όχι το σπίτι - ολοκληρώθηκαν κάποια στιγμή το 1984. Νομίζω τέλος πως είχαμε μια πολύ φυσιολογική ζωή σε θέματα ρούχων, εκπαίδευσης, διασκέδασης κλπ.

Παρά ταύτα λοιπόν, όταν το θέμα ερχόταν στα οικονομικά έπρεπε να γίνει μια επιλογή. Θυμάμαι τους γονείς μου να συζητούν αν αξίζει το κόπο να πάρουμε ένα εξοχικό σπίτι και τελικά να συμφωνούν πως είναι πολύ καλύτερα τα ίδια χρήματα να τα δώσουν για να πηγαίνουμε ταξίδια - με σημαντικότερο όλων, τις ετήσιες καλοκαιρινές διακοπές.

Πράγματι λοιπόν πηγαίναμε, έναν μήνα κάθε καλοκαίρι.

Θα επανέλθω στην ανάρτηση αυτή, έχω να γράψω πάρα πολλά ακόμα, ελπίζω χωρίς να φλυαρώ. Νομίζω πάντως πως οι γονείς μας έκαναν πάρα πολύ καλά και προτίμησαν να πάμε διακοπές σε τόσα διαφορετικά μέρη από το να πάρουμε ένα εξοχικό σπίτι.

Για την ώρα όμως θα δώσω μόνο μια συμβουλή: Να πηγαίνετε ταξίδια, όσα περισσότερα μπορείτε. Είναι γνωστό εξάλλου πως ο φασισμός θεραπεύεται με το διάβασμα και ο ρατσισμός με τα ταξίδια. Δεν ξέρω ποιος το έχει πει, όποιος κι αν ήταν πάντως είχε όλα τα δίκια του κόσμου.

Ως τη Νίκη, Πάντοτε, Μιχάλη Χαραλαμπίδη

Αγαπημένε Δάσκαλε Μιχάλη Χαραλαμπίδη, Ήταν Ιούνιος του 1996, διάβαζα μαθηματικά για τις πανελλήνιες εξετάσεις της επόμενης μέρας. Στιγμή ιερ...