Στα φοιτητικά μου χρόνια ήμουν πρόεδρος του Συλλόγου Φοιτητών του Τμήματος Επιστήμης Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Μεταξύ άλλων, μαζί με άλλους συμφοιτητές μου, εκπροσωπούσαμε τους φοιτητές στη Γενική Συνέλευση του Τμήματος - Μια ιδιαίτερα χρήσιμη εμπειρία πρέπει να πω η οποία με βοήθησε πολύ στη συνέχεια του επαγγελματικού μου βίου. Σε μια από αυτές τις συνεδριάσεις με μεγάλη έκπληξη άκουσα πως κάθε χρόνο το Υπουργείο Παιδείας "ρωτούσε" το Τμήμα πόσους εισακτέους φοιτητές ήθελε να έχει στο επόμενο έτος. Το Τμήμα πάντοτε απαντούσε "40" και τότε, μιλάμε για τα τέλη της δεκαετίας του 1990, το Υπουργείο σταθερά, με το "έτσι θέλω" αποφάσιζε "60".
Όταν μπήκα εγώ στο Τμήμα αυτό, πράγματι πέρναμε 60 νέους φοιτητές κάθε χρόνο, οι οποίοι όμως τελικά γίνονταν σχεδόν 70, αφού επιπλέον πέρναμε από διάφορες άλλες κατηγορίες, όπως ομογενείς, κλπ. Ο λόγος που το Τμήμα μας ζητούσε να έχει 40 φοιτητές δεν ήταν άλλος ότι τόσους νόμιζε πως μπορούσε να υποστηρίξει παρέχοντας ένα υψηλότατο επίπεδο σπουδών. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ο αυταρχισμός του ελληνικού κράτους που απαιτούσε να πάρει 50% περισσότερους φοιτητές δίχως να αυξήσει αντιστοίχως την χρηματοδότηση.
Ένας πολιτικός για τον οποίον έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά θετικά και πολλά αρνητικά, παρ' ολίγον πρωθυπουργός της χώρας μετά το 53-53-50 του Ιανουαρίου του 1996, ήταν ο Γεράσιμος Αρσένης (ο "50" στην παραπάνω τριπλέτα, όπου τα "53" ήταν του Σημίτη και του Άκη). Δεν είναι σκοπός μου στο άρθρο αυτό να κάνω μια συνολική αποτίμηση του έργου του Γεράσιμου Αρσένη, μπορώ όμως μετά βεβαιότητας να πω ότι στον χώρο της παιδείας βαρύνεται με ένα μεγάλο έγκλημα, έγκλημα μάλιστα που (ως συνήθως) βαφτίστηκε με ένα ωραίο όνομα: "Άνοιγμα του Πανεπιστημίου στην Κοινωνία".
Το 1995 και το 1996 που έδως πανελλήνιες οι πιθανότητες να περάσει κανείς σε ΑΕΙ ή ΤΕΙ ήταν σχετικά μικρές (και ήταν πολύ δύσκολο να περάσεις σε σχολές υψηλής προτίμησης - ένα πολύ ταλαιπωρημένο ζήτημα που έχω πολλές φορές θίξει σε αυτό το ιστολόγιο). Αν θυμάμαι καλά, στην πρώτη δέσμη (τώρα νομίζω λέγεται θετική-τεχνολογική κατεύθυνση) περνούσε περίπου ένας στους τρεις, ενώ στην τέταρτη δέσμη (οικονομικές σχολές κλπ) περνούσε ένας στου έξι.
Μετά το κατά Αρσένη άνοιγμα του πανεπιστημίου στην κοινωνία, έπρεπε πραγματικά να προσπαθήσεις για να μην περάσεις, καθώς υπήρχαν θέσεις για ένα ποσοστό της τάξης του 85% με 90% των υποψηφίων. Το ερώτημα βέβαια είναι "που θα περάσεις;". Ξαφνικά γέμισε η Ελλάδα με νέα τμήματα ΑΕΙ και ΤΕΙ τα οποία προκαλούσαν τόσο γέλιο όσο και κλάμα. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου στην Τρίπολη που βρέθηκε με δυο (!) σχεδόν ταυτόσημα τμήματα πληροφορικής, απλώς το ένα υποτίθεται είχε έμφαση στις τηλεπικοινωνίες... (ευτυχώς μετά από χρόνια συγχωνεύτηκαν).
Πανεπιστήμια και ΤΕΙ ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια, δίχως όμως να έχουν τις απαραίτητες υποδομές, δίχως να υπάρχει ο απαραίτητος προϋπολογισμός, δίχως να έχουν το απαραίτητο διδακτικό-ερευνητικό προσωπικό και, εννοείται, δίχως η χώρα να έχει οποιαδήποτε εκπαιδευτική και ερευνητική στρατηγική. Αυτό που συνέβαινε ήταν κάτι αντίστοιχο με την "οικονομική πολιτική των στρατοπέδων": Τα ακαδημαϊκά αυτά ιδρύματα δημιουργούνταν κατά βάση για να "στηρίξουν" άκουσον-άκουσον τις κατά τόπους οικονομίες με έναν ιδιαίτερα χαμηλής ποιότητας τρόπο (ενοίκια, κατανάλωση), καθώς βεβαίως και για να εξυπηρετήσουν διάφορα ρουσφέτια (είναι πολύ χαριτωμένη συχνά η ανθρωπογεωγραφία πολιτικών και άλλων "προσωπικοτήτων" που είναι, ο Μεγαλοδύναμος να τους κάνει, και "πανεπιστημιακοί").
Στο σημείο αυτό να σημειώσω πως δεν ήταν μόνο τα αμέτρητα ανούσια νέα Τμήματα αλλά και η δραματική αύξηση των εισακτέων στα υφιστάμενα: Το Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών που μετά βίας τα έβγαζε πέρα (για να έχει υψηλότετο επίπεδο, πάντα) με 60 εισακτέους, αναγκάστηκε να υποδεχτεί τελικά περί του 150 κάθε έτος!
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να καταλάβει πως μια τόσο τεράστια αύξηση της προσφοράς θέσεων θα είχει υποχρεωτικό επακόλουθο να πέσει η τιμή της θέσης, που στο συγκεκριμένο σύστημα είναι η βάση εισαγωγής. Πέρα από αυτό βέβαια δημιουργήθηκαν μια σειρά από παρακμιακά φαινόμενα, καθώς φτάσαμε να έχουμε τμήματα - σφραγίδες, ιπτάμενους καθηγητές, ανύπαρκτους φοιτητές και πολλά άλλα. Γιατί έγιναν όλα αυτά; Διότι το κατ' όνομα και μόνο "άνοιγμα του πανεπιστημίου στην κοινωνία" πολύ απλά είχε μοναδικό αποτέλεσμα την απόλυτη απαξίωση του πανεπιστημίου.
Καθώς κανείς δεν είχε τη δύναμη να θίξει την ουσία του ζητήματος, ότι δηλαδή ο αριθμός των εισακτέων πρέπει να μειωθεί σημαντικά, ότι πρέπει να έχουμε πολύ λιγότερα τμήματα και ότι αυτά τα λιγότερα τμήματα πρέπει να τα χρηματοδοτήσουμε πολύ, πολύ καλύτερα τόσο από τον τακτικό προϋπολογισμό για βασική έρευνα και εκπαιδευτικές δραστηριότητες όσο και με σειρά άλλων προγραμμάτων για εφαρμοσμένη έρευνα, επειδή λοιπόν κανείς δεν είχε τη δύναμη να μιλήσει την γλώσσα της αλήθειας, εφευρέθηκε το τέχνασμα της "βάσης του 10".
Οι πανελλήνιες εξετάσεις είναι απλά ένα φίλτρο κατάταξης. Δεν έχει σημασία ο απόλυτος βαθμός. Μπορεί μια χρονιά να έχει (πολύ) δύσκολα θέματα και ένας άριστος μαθητής να γράψει μαθηματικά 14. Μπορεί μια άλλη χρονιά να έχει (πολύ) εύκολα θέματα και ένας μέτριος μαθητής να γράψει μαθηματικά 17. Το απόλυτο νούμερο δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Η διαδικασία απλώς κατατάσσει τους υποψήφιους φοιτητές σε μια σειρά και μετά ανάλογα με τις προτιμήσεις τους και τις διαθέσιμες θέσεις, εισάγονται στα τμήματα.
Το πρόβλημα είναι ότι οι διαθέσιμες θέσεις είναι πάρα, πάρα πολλές, σε τμήματα που κανείς πραγματικά δεν θέλει να πάει, οπότε σε μια χρονιά με (σχετικά) δυσκολότερα θέματα θα δει κανείς φαινόμενα όπως αυτό που συζητήθηκε έντονα φέτος με το μαθηματικό της Σάμου, να περνά κανείς με πολύ χαμηλή βαθμολογία. Επειδή λοιπόν η γαλαζοπράσινη κακιστοκρατία δεν μπορούσε να πει στους τοπικούς κομματάρχες "ξέρεις, αυτό το Τμήμα που έχετε στο χωριό σας πρέπει να κλείσει", προσπάθησε να τους το πει πλαγίως "θα το κλείσουμε διότι δυστυχώς κανείς δεν περνάει τη βάση του 10 για να έρθει". Μιλάμε δηλαδή για απίστευτες γραφικότητες.
Η ορθολογική αντιμετώπιση του θέματος λοιπόν πρώτα και κύρια είναι η σημαντική μείωση του αριθμού τμημάτων και ταυτόχρονα η μείωση των εισακτέων ανά τμήμα. Παράλληλα, πρέπει επιτέλους να γίνει μια μακροπρόθεσμη εκπαιδευτική και ερευνητική στρατηγική για να δούμε πόσους νέους επιστήμονες τελικά χρειαζόμαστε σε κάθε γνωστικό πεδίο. Κατά τη διάρκεια του Erasmus μου στη Σουηδία μου είχε κάνει εντύπωση ο πολύ χαμηλός αριθμός των φοιτητών ανά έτος στο Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης. Τον συνέκρινα τότε με τους χιλιάδες νέους φοιτητές μαθηματικών που είχαμε κάθε χρόνο στην Ελλάδα (θυμάμαι είχα μετρήσει το 1998 τμήματα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Πάτρα και Ηράκλειο και όλοι μαζί είχαν > 1.000 νέους φοιτητές κάθε χρόνο, όταν η Στοκχόλμη είχε < 100). Το ερώτημα προκύπτει ξεκάθαρα: Γιατί συνέβη αυτό;
Συνέβη λοιπόν γιατί η κακιστοκρατία που κυβερνά την Ελλάδα τα τελευταία 50 χρόνια είχε μόνο δυο σταθερές:
- Οι πανελλήνιες είναι αδιάβλητες
- Από το δημόσιο δεν απολύεσαι ποτέ
...αυτή η στρέβλωση οδήγησε στην παρανοϊκή έννοια του "αδιόριστου πτυχιούχου" και της "επετηρίδας". Ήταν δηλαδή το κράτος υποχρεωμένο να προσλάβει τους πτυχιούχους, για αυτό και η ελληνική οικογένεια έκανε τέτοια τεράστια προσπάθεια να μπουν τα παιδιά της στο πανεπιστήμιο. Όχι για να μορφωθούν, αλλά για να αποκατασταθούν;
Που φτάσαμε λοιπόν; Φτάσαμε στο τραγελαφικό οι σχολές που τελικά "διορίζονται", επί παραδείγματι οι αστυνομικοί, να έχουν υψηλότατες βάσεις, ενώ άλλες, που "δεν διορίζονται" να είναι πρακτικά στα αζήτητα.
Αν κατάφεραν λοιπόν κάτι οι γαλαζοπράσινοι κύριοι και κυρίες που με απύθμενο θράσος σήμερα μας κουνάνε το δάχτυλο, ήταν μόνο εξής: Πλέον στις διαδηλώσεις μπορείς να φας ξύλο από αριστούχους, αφού τέτοιοι βαθμοί χρειάζονται για να μπει κάποιος στα τμήματα που οδηγούν στην Ελληνική Αστυνομία (βέβαια, επειδή οι αριστούχοι καμιά φορά χρησιμοποιούν και τον εγκέφαλό τους και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο για την κακιστοκρατία, φυσικά άνοιξαν και την πίσω πόρτα για είσοδο ημετέρων στην Ελληνική Αστυνομία μέσω ειδικών φρουρών κλπ).
Έχοντας κάνει λοιπόν σαφή τη θέση μου, ότι δηλαδή θέλουμε λιγότερα τμήματα, λιγότερους φοιτητές ανά τμήμα, πολύ (εννοώ πολύ) μεγαλύτερη χρηματοδότηση ανά τμήμα και (επιτέλους) μια ολοκληρωμένη εθνική εκπαιδευτική & ερευνητική στρατηγική, θα ήθελα να σημειώσω και το εξής:
Ζούμε σε μια κατάσταση βαθιάς παρακμής όπου οι διευθύνουσες ομάδες που κατέχουν τους θεσμούς (κράτος), είναι στην πραγματικότητα εναντίον του έθνους (ή του λαού, αν προτιμάτε). Αυτή λοιπόν η διευθύνουσα ομάδα, ενώ θεωρητικά θα ήθελε να ενισχύσει τους θεσμούς (πχ το Πανεπιστήμιο), στην πραγματικότητα της είναι εντελώς αδιάφορο πλέον. Όπως κάνουν οι πλούσιοι στις τριτοκοσμικές χώρες, η ομάδα αυτή είναι αυστηρά διαχωρισμένη από την υπόλοιπη κοινωνία: Τα παιδιά της πάνε σε ιδιωτικά σχολεία, εξετάζονται στα ΙΒ και σπουδάζουν στα πανεπιστήμα του εξωτερικού, κοιτώντας με λύπηση ή βδελυγμία εμάς τους βαλκάνιους ιθαγενείς.
Μέσα από την τάση αυτή, που αρχικά υπήρχε μόνο στην κορυφή της πυραμίδας αλλά σιγά σιγά πηγαίνει και προς την (και πάλι, ο Μεγαλοδύναμος να την κάνει) ανώτερη-μεσαία τάξη, θα σπάσει ίσως το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολίτευσης γύρω από τις πανελλήνιες και τον διορισμό στο δημόσιο. Θα σπάσει όμως μέσα από μια διαδικασία αποσάθρωσης η οποία δεν θα αφήσει τίποτα λειτουργικό πίσω της, παρά μόνο κάποιες νησίδες επιστημονικής και ερευνητικής αριστείας αποκλειστικά και μόνο χάρη στην αυταπάρνηση ορισμένων καθηγητών, ερευνητών και φοιτητών.
Είναι ένας κίνδυνος που πρέπει άμεσα να τον δει πρώτα και κύρια η νεολαία και να απαιτήσει τον εκσυγχρονισμό, την αναδιάρθρωση και την ισχυροποίηση των εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων της χώρας, διαδικασία που οπωσδήποτε πρέπει να έχει τα χαρακτηριστικά που περιγράφησαν παραπάνω. Τέλος, αν και θα χρειαζόταν ένα (ή και περισσότερα) άρθρο μόνο για αυτό, δεν γίνεται να μην πει κανείς ότι πρέπει να γίνει και μια πολύ σοβαρή αυτοκριτική στη μέση εκπαίδευση για το επίπεδο των σπουδών που παρέχει. Η αυτοκριτική αυτή οφείλει να ξεκινήσει (και ευελπιστώ ότι θα το κάνει) από την κοινότητα των ίδιων των καθηγητών.