Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

Έχουν δίκιο οι Ιταλοί!

Είναι γενικά γνωστό πως η επιχειρηματικότητα είναι πολύ ανεπτυγμένη στην Ιταλία, ιδιαίτερα στον Βορρά της χώρας. Πολύ βοηθά σε αυτό ένας εκπληκτικός οργανισμός που ονομάζεται Confindustria.

Πρόκειται για κάτι σαν τον "Ιταλικό ΣΕΒ", φοβάμαι όμως πως οι ομοιότητες σταματούν στην ονομασία, καθώς η Confindustria έχει πολλές δεκάδες χιλιάδες μέλη, ανοιχτή, διαφανή και δημοκρατική λειτουργία, ισχυρό τμήμα νέων και πολλές άλλες δραστηριότητες με ισχυρά θετικό πρόσημο στην Ιταλική κοινωνία.

Τα χρόνια που ήμουν Πρόεδρος του Yes for Europe — Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Νέων Επιχειρηματιών, είχα τη μεγάλη χαρά να συνεργαστώ στενά με τρεις διαδοχικούς Προέδρους των νέων επιχειρηματιών της Confindustria και να γνωρίσω δεκάδες Ιταλούς συναδέλφους. Έχω πολύ μεγάλο σεβασμό για την κοινότητα τους.

Οι άνθρωποι αυτοί είναι βαθιά ευρωπαϊστές. Είναι θα έλεγα Ευρωπαίοι με την αυθεντική έννοια του όρου. Βιώνουν όμως μια παράλογη κατάσταση που πολύ απλά συνοψίζεται στο εξής: Αν πάρει κανείς δύο πανομοιότυπες, απολύτως ισοδύναμες εταιρείες, τη μια με έδρα στη Λομβαρδία και την άλλη με έδρα στη Βαυαρία, με έκπληξη θα δει ότι η ιταλική επιχείρηση έχει να αντιμετωπίσει ένα εντυπωσιακά υψηλότερο κόστος δανεισμού σε σχέση με τη γερμανική ανταγωνίστρια της.

Στο σημερινό επιχειρηματικό περιβάλλον μια τόσο μεγάλη διαφορά των κόστος δανειοδότησης πολύ συχνά έχει καθοριστική σημασία, με αποτελέσματα που έχουν αρχίσει να γίνονται προφανή. Εξ ου και ο θυμός των Ιταλών.

Αναρωτιέται κάνεις, είναι δίκαιο αυτό; Για ποια ευρωπαϊκή ενοποίηση μιλάμε όταν καταστρατηγείται απόλυτα ο ελεύθερος ανταγωνισμός; Γιατί οι ιταλικές (και όχι μόνο αυτές , προφανώς) επιχειρήσεις πρέπει να πληρώνουν τέτοιο βαρύ τίμημα απλώς και μόνο εξ αιτίας της χώρας μέλους στην οποία έτυχε να ιδρυθούν;

Ο θυμός των Ιταλών είναι απολύτως δικαιολογημένος. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι στην καλύτερη περίπτωση ημιτελής. Όσο δεν προχωράει, τα προβλήματα θα οξύνονται και η έκρηξη αργά ή γρήγορα θα καταστεί αναπόφευκτη.

Εάν είχαμε μια πραγματικά ενοποιημένη ευρωπαϊκή τραπεζική αγορά, εάν η εταιρεία της Λομβαρδίας μπορούσε εύκολα να δανειοδοτηθεί από μια βαυαρική τράπεζα, ακριβώς όπως και οι βαυαρικές επιχειρήσεις, τότε η αξία της ένωσης θα ήταν σε όλους απολύτως προφανής.

Φοβάμαι πως υπάρχει μια ισχυρή τάση στην ΕΕ, ή ακριβέστερα σε συγκεκριμένους κύκλους της, να απαιτείται και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος. Η λαϊκή σοφία όμως μας βεβαιώνει πως αυτό είναι αδύνατο. Δεν μπορούν τα ισχυρά κράτη μέλη να υποτίθεται πως προωθούν την ένωση όπου βολεύει και στα κρίσιμα ζητήματα να διατηρούν δεσπόζουσα θέση και προνόμια. Το μοντέλο αυτό δεν θα δουλέψει ποτέ.

Οι Ιταλοί είναι μάλλον ο περισσότερο ευρωπαϊκός λαός. Είναι η καρδιά και το θεμέλιο της Ευρώπης. Η ΕΕ δεν μπορεί ούτε σαν σκέψη να υπάρξει χωρίς την Ιταλία.

Η μεγάλη αυτή χώρα είχε για δεκαετίες κάνει μεγάλα λάθη, οδηγούμενη από ηγεσίες σαφώς κατώτερες των περιστάσεων. Υπάρχει πλήθος μεγάλων προβλημάτων που πρέπει να διορθωθούν άμεσα.

Θεμελιωδώς όμως οι Ιταλοί έχουν απόλυτο δίκιο να είναι θυμωμένοι. Όσο δεν αποκαθίσταται μια αίσθηση στοιχειώδους δικαιοσύνης και ισονομίας στην ευρωπαϊκή οικονομία, όχι μόνο η πολιτική ένωση θα παραμένει ένα μακρινό όνειρο αλλά η ίδια η οικονομική & νομισματική ένωση θα κινδυνεύσει σοβαρότατα να διαλυθεί, με τραγικές πιθανές συνέπειες για όλη την Ευρώπη.

Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

«Έχω έναν φίλο που πληρώνει τη Visa με την Diners»

Η δεκαετία του '80 ήταν η χρυσή περίοδος του Χάρρυ Κλυνν. Θυμάμαι τους συμμαθητές μου να συζητάνε συχνά για αυτόν, επαναλαμβάνοντας διαρκώς ατάκες τους που κυκλοφορούσαν με κάθε τρόπο - από κασέτες ήχου μέχρι οτιδήποτε άλλο. Για κάποιο λόγο εμένα δεν μου άρεσε πολύ, ούτε στο σπίτι συζητούσαμε για αυτόν. Σε κάθε περίπτωση όμως ήταν πολύ, πάρα πολύ δημοφιλής.

Εκεί, στα τέλη της δεκαετίας του '80 η ελληνική κοινωνία μπήκε στον αστερισμό των πιστωτικών καρτών. Μπήκαν δηλαδή τα θεμέλια της οικονομικής κρίσης που 'έσκασε' 25 χρόνια μετά με εκκωφαντικό θόρυβο, όπως ακριβώς έγινε και σε τόσες άλλες χώρες που δόθηκε πρόσβαση σε φτηνό δανεισμό ενώ η κοινωνία δεν ήταν καθόλου εκπαιδευμένη για αυτό.

Κάποια στιγμή ένας καλός μου φίλος και συμμαθητής είχε μια καινούργια κασέττα του Χάρρυ Κλυνν που ήθελε να ακούσουμε. Εκεί άκουσα τον σπουδαίο κωμικό να λέει το αμίμητο "έχω έναν φίλο που πληρώνει τη Visa με την Diners". Ήταν πράγματι πολλά χρόνια μπροστά. Αυτό που περιέγραψε ο Χάρρυ Κλυνν τότε σε μια φράση ήταν εκείνο που έκανε όλη η χώρα λίγα χρόνια μετά.

Νομίζω πως στο τέλος της ζωής του ο Χάρρυ Κλυνν βασανίστηκε από ανείπωτη θλίψη. Η οικογενειακή του τραγωδία με την ασθένεια και τελικά απώλεια του γιου του ήταν μάλλον αδύνατο να τη διαχειριστεί. Αυτή η θλίψη, η απογοήτευσή του, ήταν μάλλον προφανής στις τελευταίες του δημόσιες τοποθετήσεις - με τις οποίες προσωπικά διαφωνούσα κάθετα.

Κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει την προσφορά του και το λαμπρό μυαλό του. Στην Ελλάδα χρειαζόμαστε περισσότερους Χάρρυ Κλυνν. Χρειαζόμαστε περισσότερους οξυδερκείς ανθρώπους. Πάνω απ' όλα, χρειαζόμαστε περισσότερους καλλιτέχνες που δεν είναι αποκομμένοι από την κοινωνία, που δεν είναι μαριονέττες του συστήματος αλλά αντιλαμβάνονται και τον ιστορικό ρόλο που πάντοτε είχε και θα έχει η τέχνη οποιασήποτε μορφής - Να είναι δηλαδή στη πρωτοπορία της προόδου, με όλες τις πολιτικές διαστάσεις που έχει η θέση αυτή.

Τρίτη 22 Μαΐου 2018

Πρόγραμμα EquiFund: Δυο κίνδυνοι και μια μεγάλη ευκαιρία

Τους τελευταίους μήνες η καρδιά της ελληνικής επιχειρηματικότητας χτυπά στους ρυθμούς του προγράμματος EquiFund. Πρόκειται για ένα πραγματικά εντυπωσιακό πρόγραμμα που δημιουργεί μια πρωτόγνωρη κατάσταση στην αγορά της νεοφυούς – και όχι μόνο – επιχειρηματικότητας καθώς προσφέρει πόρους της τάξης των πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ για κεφαλαιακές ενισχύσεις με όχημα επαγγελματίες διαχειριστές επιχειρηματικών κεφαλαίων.

Από μόνη της η εξέλιξη αυτή είναι ριζοσπαστική και ανατρεπτική, αξίζοντας τη θερμή υποστήριξη όλων των παιχτών του οικοσυστήματος!

Όπως οποιαδήποτε νέα εξέλιξη γενικώς, από τη φωτιά και την ατομική ενέργεια μέχρι την έννοια της κεφαλαιακής  επιχείρησης και της τραπεζικής πίστης, έτσι και η υλοποίηση του προγράμματος EquiFund διατρέχει τον κίνδυνο να έχει μερικές αρνητικές συνέπειες, κυρίως εάν οι διαχειριστές τον κεφαλαίων, αλλά και η επιχειρηματική κοινότητα γενικότερα, δεν έχουν πλήρη επίγνωση των δυο παρακάτω κινδύνων που ενδέχεται να παρουσιαστούν:

(α) Πληθωρισμός αποτιμήσεων

Με βάση τις δημόσιες πληροφορίες για το πρόγραμμα, θα πρέπει να γίνουν επενδύσεις σε έναν αριθμό που μπορεί και να υπερβαίνει τις 400 διαφορετικές επιχειρήσεις. Αυτό που είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι πως περίπου 300 από αυτές θα πρέπει να είναι νέες επιχειρήσεις «μεγάλων οριζόντων» - αυτές δηλαδή που ονομάζουμε νεοφυείς ή απλά startups.

Το πρόβλημα είναι πως σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, ένας επαγγελματίας διαχειριστής θα πρέπει να επενδύσει περίπου στο 2% των επιχειρήσεων που τον προσεγγίζουν αναζητώντας επιχειρηματικά κεφάλαια. Αυτό σημαίνει πως στα τέσσερα (4) accelerators που υποστηρίζει το EquiFund θα πρέπει να απευθυνθούν πάνω από 15,000 διαφορετικές νέες επιχειρήσεις με ελπιδοφόρα επιχειρηματικά σχέδια.

Δεν πρέπει να είναι ειδικός κανείς για να αντιληφθεί πως αυτό είναι απολύτως αδύνατον, εκτός και αν συμβούν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα πράγματα:

-Να «ανοίξει» το πρόγραμμα και σε επιχειρήσεις του εξωτερικού
-Να διευρυνθεί χρονικά η επενδυτική περίοδος σε 5 ή και περισσότερα χρόνια
-Να διευρυνθεί η στόχευση του προγράμματος περιλαμβάνοντας και υφιστάμενες επιχειρήσεις που κάνουν αλλαγή στρατηγικής – pivot
-Να προσαρμοστούν τα κριτήρια της «investable» επιχείρησης στη νεο-ελληνική πραγματικότητα

Κάποια από τα παραπάνω, όπως το τελευταίο, είναι τραγικά και μόνο να τα σκεφτόμαστε. Κάποια άλλα, όπως το πρώτο, είναι μια ιστορικού μεγέθους ευκαιρία για την Ελλάδα – σε αυτό όμως θα επεκταθούμε αργότερα.

Το ζήτημα πάντως του ανεπαρκούς deal-flow είναι προφανές και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί, διαφορετικά θα δούμε κωμικοτραγικά φαινόμενα όπου ανεπαρκείς ή ανεπαρκέστατες επιχειρήσεις θα έχουν να διαλέξουν μεταξύ πολλών διαφορετικών προσφερομένων term-sheets και μάλιστα σε παρανοϊκά υψηλά valuations, απλώς και μόνο επειδή θα πλησιάζουμε στο τέλος του προγράμματος.

(β) Αύξηση κόστους εργασίας

Αν κάποιος μελετήσει τα παραδείγματα επιτυχημένων νεοφυών επιχειρήσεων με ελληνικό ενδιαφέρον, εύκολα θα καταλήξει στο συμπέρασμα πως το value-for-money του ανθρώπινου δυναμικού τους ήταν ένα από τα βασικά τους ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Τι σημαίνει αυτό σε πολύ απλά λόγια: Ότι το μέλος ενός product development team, είτε μηχανικός ή marketer, που μένει στην Ελλάδα και αμοίβεται με κάτι μεταξύ €1.500 με €2.000 ευρώ/μήνα (μισθωτός, «καθαρά στην τσέπη», 14 μισθοί/έτος) από τη μια καταφέρνει να έχει μια αρκετά ικανοποιητική ποιότητα ζωής, αφετέρου εξακολουθεί να στοιχίζει λιγότερο από το μισό (ή και από το 1/3) του αντιστοίχου στελέχους στο Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη ή το Σαν Φρανσίσκο.

Παρακαλώ να δοθεί έμφαση στο value for money, όχι στο κόστος μόνο του. Κάποιος μπορεί αν βρει πολύ φθηνότερο προσωπικό στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουκρανία, τη Λευκορωσία και αλλού. Όμως δεν μπορεί να βρει προσωπικό με τα χαρακτηριστικά που έχει ένα σύγχρονο, lean & agile product development team. Αυτό ήταν και είναι ένα τεράστιον ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της ελληνικής νεοφυούς επιχειρηματικότητας.

Εάν όμως ξαφνικά χρηματοδοτηθούν 400+ εταιρείες, οι οποίες μάλιστα θα πιέζονται από τους επενδυτές να έχουνε επιθετική στρατηγική όσον αφορά τις προσλήψεις, είναι ιδιαίτερα πιθανό πως ο μισθός που περιγράφουμε παραπάνω σύντομα θα αυξηθεί κατά 50% ή και περισσότερο, λόγω της περιορισμένης προσφοράς και της μεγάλης ζήτησης.

Που είναι το κακό με αυτό, θα αναρωτηθεί κανείς; Πολύ απλά στο ότι έτσι οι εν λόγω επιχειρήσεις θα χάσουν ένα σημαντικότατο ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα και πολύ απλά δεν θα ανταπεξέλθουν στον διεθνή ανταγωνισμό (λόγω της τεχνητής στρέβλωσης από την εισορή δημοσίων κεφαλαίων στην αγορά), με αποτέλεσμα οι θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν να είναι καλοπληρωμένες μεν, να εξαφανιστούν δε με την εξάντληση των εν λόγω δημοσίων κεφαλαίων.

H μεγάλη ευκαιρία

Όπως παρουσιάστηκε παραπάνω, οι δυο μεγάλοι κίνδυνοι που φέρνει το πρόγραμμα EquiFund με την εφαρμογή του είναι από τη μια η τεχνητή αύξηση των αποτιμήσεων (που καθιστά από δύσκολους έως αδύνατους τους επόμενους κύκλους χρηματοδοτήσεων από διεθνείς επενδυτές, όπως φυσικά και των εξαγορών) καθώς επίσης από την άλλη η τεχνητή αύξηση των αμοιβών εξειδικευμένου προσωπικού (που αναιρεί ένα από τα λίγα εναπομείναντα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των ελληνικών νεοφυών επιχειρήσεων).

Μια προσεκτική σκέψη στο πως μπορούν να αντιμετωπιστούν οι δυο αυτοί κίνδυνοι, μας οδηγεί στη πραγματικά μεγάλη ευκαιρία που δημιουργεί το πρόγραμμα EquiFund, όχι μόνο για τη νεοφυή επιχειρηματικότητα αλλά για την ελληνική οικονομία στο συνολό της: Το πέρασμα από την εσωστρέφεια προς την εξωστρέφεια, σε όλα τα επίπεδα.

Το πρόγραμμα EquiFund προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να ανακτήσει η Ελλάδα την κεντρικότητά της στην Ανατολική Μεσόγειο καθώς και μια ιδιαίτερα αξιοπρεπή θέση στην Ευρωπαϊκή σκηνή των νεοφυών επιχειρήσεων. Πως; Με δυο πολύ απλά βήματα:

1.Προωθώντας τις επενδύσεις όχι μόνο σε ελληνικές νεοφυείς επιχειρήσεις αλλά σε αξιόλογα startups από όλη την Ανατολική Μεσόγειο – υπό τον απαράβατο όρο βεβαίως της λειτουργίας ουσιαστικής εγκατάστασής τους στην Ελλάδα

2.Ενθαρρύνοντας και ενισχύοντας με κάθε τρόπο τις ελληνικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα όσες λάβουν επενδύσεις από το EquiFund, όχι μόνο να προχωρήσουν σε επαναπατρισμό ελλήνων επιστημόνων και μηχανικών που έφυγαν λόγω της κρίσης, αλλά να καταστήσουν την ελλάδα σε επαγγελματικό προορισμό ταλαντούχων νέων από την Ανατολική Μεσόγειο και την ηπειρωτική Ευρώπη. Εξάλλου, αν κάποιος είναι νέος (είτε στην ηλικία ή στο πνεύμα), εργάζεται σε μια εταιρεία που απευθύνεται στην παγκόσμια αγορά με αξιοπρεπείς αποδοχές, γιατί να μην θέλει να ζήσει 3 έως 5 χρόνια στην Ελλάδα; Μπορούν κάλλιστα να είναι από τα καλύτερα της ζωής του!

Συμπέρασμα

Προσπάθησα παραπάνω να περιγράψω δυο σημαντικούς κινδύνους που ενδέχεται να προκύψουν από την υλοποίηση του προγράμματος EquiFund – για το οποίο είναι αλήθεια πως δύσκολα μπορώ να συγκρατήσω τον ενθουσιασμό μου. Οι κίνδυνοι αυτοί είναι απολύτως υπαρκτοί και σοβαροί, ευελπιστώ δε πως οι ομάδες διαχείρισης ήδη έχουν σχέδια αντιμετώπισής τους.

Αυτό που βρίσκω ιδιαιτέρως ενδιαφέρον είναι πως αμφότεροι οι κίνδυνοι αυτοί αντιμετωπίζονται με μια αλλαγή φιλοσοφίας την οποία η χώρα μας έχει μεγάλη ανάγκη ούτως ή άλλως: Το πέρασμα από την εσωστρέφεια προς την εξωστρέφεια.

Με λίγη τύχη και πολλή δουλειά σύντομα μπορούμε να βλέπουμε τα καλύτερα μυαλά της Ανατολικής Μεσογείου να εργάζονται στην Αθήνα και τα υπόλοιπα επιχειρηματικά κέντρα της χώρας μας, δίνοντας ποιοτική εργασία σε ταλαντούχους νέους από την Ελλάδα, την Ανατολική Μεσόγειο και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.

Αυτός είναι ο μόνος ουσιαστικός δρόμος για αληθινή ανάκαμψη – Αν θέλευτε, η πολυσυζητημένη έξοδος που πραγματικά επείγει είναι εκείνη που οδηγεί με αυτοπεποίθηση στην εξωστρέφεια.

Ως τη Νίκη, Πάντοτε, Μιχάλη Χαραλαμπίδη

Αγαπημένε Δάσκαλε Μιχάλη Χαραλαμπίδη, Ήταν Ιούνιος του 1996, διάβαζα μαθηματικά για τις πανελλήνιες εξετάσεις της επόμενης μέρας. Στιγμή ιερ...