Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2021

44

Είμαστε στην Αθήνα του 1977. Είναι Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου και ώρα περίπου 3:00 το μεσημέρι. Ο μαιευτήρας Καρπούζογλου φέρνει σε πέρας επιτυχώς μια δύσκολη γέννα. Η οικογένεια του Γιώργου Τσίγκου και της Ελένης Μπουγιατιώτου αποκτά έτσι το δεύτερο παιδί της, ένα αγοράκι βάρους 4.300 γρ - Ναι, σωστά καταλάβατε, εμένα.

Σήμερα λοιπόν, Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021, που γιόρτασα τα τεσαρακοστά-τέταρτα γενέθλιά μου, πολύ περισσότερο ζώντας εδώ και αρκετό διάστημα την πανδημία του κορωνοϊού, είχα τον χρόνο να σκεφτώ σχετικά με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Πρώτα απ' όλα μου φαίνεται σχεδόν σαν ψέμα το γεγονός ότι έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια! Ο χρόνος πράγματι κυλάει σαν νεράκι. Από την άλλη, έχω πια τόσες πολλές και τόσο έντονες αναμνήσεις που γρήγορα καταλαβαίνω ότι όχι, δεν είναι ψέμα. Είναι η πραγματικότητά μου: Έχω συμπληρώσει 44 περιστροφές γύρω από τον ήλιο, είναι μεγάλο διάστημα.

Μετά αναπόλησα τα παιδικά, τα εφηβικά και τα φοιτητικά μου χρόνια. Σίγουρα θα χρειαζόμουν σελίδες επί σελίδων για να τα περιγράψω αναλυτικά (και πάλι δεν ξέρω αν θα ήταν δυνατό), όμως αναμφίβολα νιώθω πολύ τυχερός. Μεγάλωσα σε μια υπέροχη οικογένεια, για την οποία θα είμαι αιώνια ευγνώμων. Μεγάλωσα σε μια χώρα που είχε μόλις γίνει δημοκρατική και που είχε μια κοινωνική και οικονομική υπόσταση ικανή να προσφέρει περισσότερα από τα απαραίτητα στην πλειοψηφία των πολιτών της. Η εκπαίδευσή μου επίσης ήταν αρκετά άνω του μετρίου και το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για τις δυνατότητες διάπλασης του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς μου πέρα από το πλαίσιο της τυπικής εκπαίδευσης.

Στη συνέχεια το μυαλό μου πήγε στα εικοσιένα συναπτά έτη που συμπλήρωσα φέτος στον στίβο της επιχειρηματικότητας. Ήταν μια επιλογή που δεν είχα σκεφτεί ποτέ πριν την ξεκινήσω και όμως μου φάνηκε απολύτως αυτονόητη τότε. Ευτυχώς, ακριβώς το ίδιο αυτονόητη μου φαίνεται και τώρα. Δεν έχω μετανιώσει στιγμή που μπήκα σε αυτόν τον μαραθώνιο και ελπίζω το ίδιο να λέω και μετά από πολλά χρόνια. Αυτό δεν σημαίνει πως η επιχειρηματικότητα δεν μου έφερε και τεράστιες δυσκολίες, πίκρες, μερικές φορές δυστυχία, καθώς και πλήθως εμποδίων που φάνταζαν (ίσως και να ήταν) ανυπέρβλητα. Όμως, πόσο νόημα μπορεί να έχει μια ζωή που μοιάζει με "βόλτα στο λούνα παρκ"; Όχι ιδιαίτερο. Έτσι λοιπόν, θεωρώ τις δυσκολίες αυτές ως το κόστος για την απόκτηση εκπληκτικών εμπειριών, για το βίωμα υπέροχων συναισθημάτων και για το γεγονός ότι τους σημαντικότερους ανθρώπους της ζωής μου τους συνάντησα στο ταξίδι αυτό. Αν μπορούσα να διατρέξω εκ νέου τη ζωή μου, θα ξεκινούσα και πάλι μια εταιρεία, όπως έκανα με τον Περικλή, τον Χάρη, τον Μίλτο και τον Νίκο εκείνο τον Σεπτέμβρη του 2000.

Κάτι που σκέφτηκα αμέσως μετά είναι πως έφτασα σε μια ηλικία που έχω αρχίσει να διαχειρίζομαι τον τρόμο της απώλειας. Συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια αυτήν την χρονιά από τον απροσδόκητο χαμό της μητέρας μου, κάτι που ακόμα δυσκολεύομαι να επεξεργαστώ. Σε τρεις μήνες κλείνουν επίσης πέντε χρόνια από την απώλεια του πατέρα μου ενώ η τεσαρακοστή τέταρτη χρονιά μου ξεκίνησε με τη δυσβάσταχτη απώλεια ενός αγαπημένου θείου μου. Έχω ήδη χάσει αγαπημένους καθηγητές, φίλους, συναδέλφους, ακόμα και μερικούς, πολύ λίγους ευτυχώς, ανθρώπους στον επαγγελματικό μου κύκλο νεώτερους από μένα. Με λίγα λόγια και σταράτα: Ο θάνατος είναι παρών στη μέση ηλικία. Καθημερινά φροντίζει να σου υπενθυμίζει την παρουσία του και τη νομοτέλεια της ζωής.

Με κάνει πολύ χαρούμενο όμως που, νομίζω πρώτη φορά αυτόν τον χρόνο, έκανα ένα βήμα μπροστά στη διαχείριση της θεμελιώδους υπαρξιακής αγωνίας κάθε ανθρώπου. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι συνειδητοποίησα την θνητότητά μου σε ηλικία δώδεκα-δεκατριών ετών. Ήταν μια σκέψη αδιανόητη, απίστευτα δυσάρεστη και τρομακτική, την οποία απωθούσα από το μυαλό μου όσο πιο γρήγορα γινόταν ευχόμενος απλώς να καθυστερήσει να επιστρέψει. Θυμάμαι πολλές φορές, σε ανύποπτο χρόνο, να καταβάλλομαι από μια τεράστια απόγνωση στη συνειδητοποίηση της απλούστερης αλήθειας, ότι δηλαδή κάποτε θα πεθάνω, και να θέλω να τρέξω να γλυτώσω, να βρω κάπου να κρυφτώ. 

Στη διάρκεια της πανδημίας είχα την ευκαιρία να διαβάσω τέσσερα έργα του μεγάλου Νίκου Καζαντζάκη: Βίο και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Ο Τελευταίος Πειρασμός, Καπετάν Μιχάλης και Ασκητική. Δεν θα μπορούσα να έχω κάνει καλύτερη επιλογή. Μετά έτυχε να διαβάσω μερικά βιβλία του Νίτσε, να εμβαθύνω στον Επίκουρο και, ευτυχώς, να διαβάσω τον υπέροχο Irvin Yalom (Στον Κήπο του Επίκουρου, Όταν Έκλαψε ο Νίτσε, Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία). Όλα αυτά βοήθησαν πάρα πολύ, περισσότερο όμως όλων με βοήθησε η - γενναία όσο και απαραίτητη - απόφαση να ξεκινήσω ψυχοθεραπεία, η οποία με τη σειρά της με οδήγησε αργότερα σε μια δύσκολη μεν, υπέροχη δε θεραπευτική ομάδα. 

Δεν είναι βεβαίως ότι έχω 'ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου', αυτό μάλλον δεν θα συμβεί ποτέ, έχω όμως ξεπεράσει τον σχετικό τρόμο. Έχω συμβιβαστεί με το πεπερασμένο της ύπαρξης και προσπαθώ να απολαμβάνω κάθε ημέρα σαν ένα νέο δώρο. 

Θέλησα λοιπόν με το άρθρο αυτό να κάνω την εξής δημόσια επισήμανση: Η ψυχοθεραπεία δεν είναι ούτε ντροπή, ούτε πολυτέλεια. Αντίθετα είναι μια φροντίδα, μια επιμέλεια εαυτού, που αξίζει και δικαιούται κάθε άνθρωπος. Μη διστάσετε να την προσφέρετε στον εαυτό σας και να ενθαρρύνετε τους δικούς σας να κάνουν το ίδιο.

Αφού λοιπόν ξόδεψα χρόνο στο παρελθόν και στο παρόν, μετά σχεδόν υποχρεωτικά κοίταξα στο μέλλον. Με τις επικούρειες διδαχές, προσπάθησα να είμαι όσο πιο αντικειμενικός και ρεαλιστής γίνεται. Φαίνεται πως τα επιστημονικά δεδομένα μου δίνουν αρκετές πιθανότητες να περάσω τα 80, ίσως μάλιστα ακόμα και τα ενενήντα:


Ξέρω πολύ καλά βέβαια πως αυτά δεν είναι παρά πιθανότητες. Πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο ενός ατυχήματος ή μιας απρόβλεπτης ασθένειας που μπορεί να σημάνουν την αναχώρηση από τα εγκόσμια πολύ νωρίτερα. Σε κάθε περίπτωση, είναι λογικό να νιώθω πως είμαι 'πάνω-κάτω' στα μισά του δρόμου. Έτσι λοιπόν αναρωτήθηκα τι είναι αυτό που έχει σημασία για μένα σήμερα. Κατέληξα σε κάποιες σκέψεις όπως οι παρακάτω:
  • Να φροντίσω όσο μπορώ την οικογένεια και τους φίλους μου
  • Να προσπαθήσω να είμαι χρήσιμος και εποικοδομητικός άνθρωπος στην κοινωνία
  • Να εξελίξω την επιχείρησή μου σε έναν οργανισμό με συλλογική κουλτούρα και 'νοημοσύνη', με σκοπό να συνεχίσει να υπάρχει, να δημιουργεί και να προσφέρει μετά από εμένα και χωρίς εμένα
  • Να μην σταματήσω να εξελίσσομαι σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο
Το καλοκαίρι που μας πέρασε είχα την τύχη να συναντήσω έναν αγαπημένο καθηγητή μου από το πανεπιστήμιο. Όπως λοιπόν τα λέγαμε αναφέρθηκε σε κάτι που είχε εκείνος ακούσει σε νεώτερη ηλικία: Ένας άντρας στη ζωή του οφείλει να κάνει ένα παιδί, να χτίσει ένα σπίτι και να γράψει ένα βιβλίο.

Νομίζω πως η σύντομη αυτή φράση συμπυκνώνει πολλή σοφία (σημειώνοντας πως, προφανώς - ελπίζω, τα ίδια ισχύουν φυσικά και για μια γυναίκα) και αναμφίβολα μου έδωσε έμπνευση και ιδέες για πράγματα που θα επιχειρήσω να κάνω τα επόμενα χρόνια.

Επιθυμώ να κλείσω αυτό το άρθρο λέγοντας και πάλι πως νιώθω τυχερός και ευγνώμων στους τόσους πολλούς ανθρώπους που με έχουν βοηθήσει μέχρι σήμερα. Είναι πλούτος αληθινός που δεν τον αλλάζω με τίποτα. Ταυτόχρονα νιώθω όλο και περισσότερο το 'χρέος' για το οποίο μιλά ο Καζαντζάκης: Πρέπει στ' αλήθεια να αφήσουμε τον κόσμο αυτό λίγο καλύτερο απ' ότι τον βρήκαμε και αυτή η σκέψη δεν πρέπει να βρίσκει χώρο μόνο προς το τέλος της ζωής μας, όπως συμβαίνει συχνά. Θα ήθελα να πιστεύω λοιπόν πως μαζί με τα καθημερινά θέματα που πάντα θα υπάρχουν, θα μπορέσω και εγώ να συνεισφέρω ουσιαστικότερα στην κατεύθυνση αυτή. 

Αν μη τι άλλο σήμερα, την ημέρα των τεσσαρακοστών τετάρτων γενεθλίων μου, εκεί μου φαίνεται πως βρίσκεται ο καταλύτης για το πέρασμα από τη ζωή στον βίο.

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2021

Έλληνες ή Γραικοί;

Όλο και συχνότερα βλέπω πολλούς, πολλές φορές ιδιαίτερα αξιόλογους, συμπολίτες μας να διαμαρτύρονται για την χρήση των όρων "Greece" και "Greek" όσον αφορά τη χώρα μας και να προωθούν τα - κάπως γραφικά στην αγγλική τους απόδοση - "Hellas", "Hellenic" και "Hellene". 

Στην αρχή η σχετική θέση μου φαινόταν λογική και μάλιστα προσπάθησαν να χρησιμοποιήσω και εγώ τους σχετικούς όρους. Δεν μπορώ να κρύψω όμως ότι γρήγορα μου φάνηκε πολύ άβολο. Θυμήθηκα εξάλλου πως στο Δημοτικό Σχολείο μαθαίναμε τα τελευταία λόγια του ήρωα της επανάστασης Αθανασίου Διάκου:

"Εγώ γραικός γεννήθηκα, γραικός θε να πεθάνω"

Γιατί λοιπόν να μας ενοχλεί τόσο πολύ; Στη συνέχεια έκανα μια αναζήτηση στο διαδίκτυο για την ετυμολογία του όρου "γραικός" / "γραικία". Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, "Ο Αριστοτέλης, το Πάριο χρονικό, ο Απολλόδωρος κ.α. αναφέρουν ότι οι Έλληνες πριν λέγονταν Γραικοί, πρβ: «πρώτον μεν Γραικοί νυν δε Έλληνες» (Πάριο Χρονικό). Ειδικότερα, ο Απολλόδωρος λέει ότι οι πέτρες που πετούσαν πίσω τους ο Δευκαλίωνας και η γυναίκα του Πύρρα και γίνονταν άνθρωποι λέγονταν Γραικοί και μετά μετονομάστηκαν σε Έλληνες από τον βασιλιά Έλληνα, γιο του βασιλιά Δευκαλίωνα".

Με λίγα λόγια, πρώτα ονομαστήκαμε Γραικοί και μετά Έλληνες.

Συνέχισα λίγο την αναζήτησή μου και είδα ότι οι Λατίνοι τη χώρα μας την έλεγαν "Graecia" και τους Έλληνες "Graeci". Εδώ πραγματικά αξίζει να γίνει η εξής παρατήρηση, χωρίς να θέλω να μπω στα χωράφια των ιστορικών: Εάν υπάρχει σήμερα η ανάμνηση του ελληνικού μεγαλείου της κλασικής εποχής, αυτό αναμφίβολα το οφείλουμε στους Ρωμαίους. Το οφείλουμε σε τέτοιο βαθμό που, μέσα από τη δημιουργία του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, οι όροι Ρωμαίος (Ρωμιός) και Έλληνας, έφτασαν να ταυτίζονται, όπως και η ρωμιοσύνη με τον ελληνισμό.

Θα έλεγα λοιπόν πως οι σχετικές ενοχλήσεις μάλλον στερούνται ιστορικού υποβάθρου. Πολύ περισσότερο θα πρότεινα όλοι μας να μελετήσουμε βαθύτερα τον ρόλο που έπαιξε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ιδιαίτερα η ανατολική μετεξέλιξή της, στη διάσωση και τη διάδοση του ελληνικού πνεύματος.

Όχι, δεν μας υποτιμά κανείς αναφέροντάς μας σαν "Greeks" και την όμορφη χώρα μας σαν "Greece". Κάθε άλλο, χρησιμοποιούν τον πιο αυθεντικό, παλιότερο ορισμό μας. Αντίθετα, αυτό που μας υποτιμά, ίσως και μας προσβάλλει, είναι η επιφανειακή αντιμετώπιση των πραγμάτων, η οποία φοβάμαι πως είναι πλήρως αντίθετη με τον ελληνικό λόγο.

Ένα νοητικό πείραμα περί ευτυχίας

Για πολλούς ανθρώπους η ευτυχία είναι το νόημα της ζωής. Σίγουρα, αν δεν είναι το βασικό της νόημα, είναι ένας καταλύτης ή ίσως ένας ακριβής δείκτης που μας δείχνει εάν ο βίος που διάγουμε ανταποκρίνεται στις αληθινές μας επιθυμίες. Σε κάθε περίπτωση, πάει καιρός που κάποιος συνάντησε άνθρωπο ο οποίος δεν ήθελε να αισθάνεται ευτυχής.

Παρότι είναι ίσως δύσκολο να ορίσουμε 'τι είναι η ευτυχία', μπορούμε σχετικά εύκολα να δώσουμε παραδείγματα καταστάσεων και συναισθημάτων που δεν είναι ευτυχία. Ο φόβος, ο άγχος, η αγωνία, η αβεβαιότητα, ο πόνος, η ματαίωση, η θλίψη, η αποτυχία, η στενοχώρια, η πείνα, η ασθένεια αποτελούν καλά παραδείγματα απουσίας ευτυχίας ή ακόμα και δυστυχίας.

Αν κάνει κάποιος μια επίσκεψη σε ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο, είτε σε φυσικό χώρο ή ψηφιακό, θα βρει δεκάδες βιβλία που πραγματεύονται αυτό το ζήτημα: Του πως κανείς να είναι ευτυχισμένος. Ψυχολόγοι, φιλόσοφοι, οικονομολόγοι, γιατροί, γκουρού του μάνατζμεντ και των επιχειρήσεων, καλλιτέχνες, πολιτικοί, επιστήμονες, ένα τεράστιο φάσμα ειδικοτήτων γράφει περί της ευτυχίας. Για να γράφονται όμως τόσες χιλιάδες βιβλία για το ζήτημα κάθε χρόνο σε παγκόσμια κλίμακα, θα έλεγε κανείς πως μάλλον απέχουμε από την οριστική λύση του προβλήματος της ευτυχίας.

Γιατί συμβαίνει αυτό;

Σε μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε μια πιθανή απάντηση, θα ήθελα να σας καλέσω σε ένα νοητικό πείραμα. Ανεξάρτητα των πιθανών θρησκευτικών ή φιλοσοφικών πεποιθήσεων και εμπειριών σας, ας κάνουμε την εξής υπόθεση:

  • Δεν υπάρχει κανείς άλλος κόσμος πέρα από τον αισθητό. Είμαστε θνητοί, η ύπαρξή μας αρχίζει με τη σύλληψη και ολοκληρώνεται οριστικά και αμετάκλητα με τον θάνατό μας. Δεν πρόκειται να υπάρξουμε ποτέ ξανά στον αιώνα των άπαντα, μας προσμένει μόνο μια παντοτινή ανυπαρξία.

  • Επίσης δεν υπάρχει ψυχή. Αυτό που ονομάζουμε 'ψυχή' δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση που έχει να κάνει με τις νοητικές και άλλες σωματικές λειτουργίες του οργανισμού μας. Ο οργανισμός μας δεν είναι τίποτα άλλο παρά 'υλικό' και 'λογισμικό' (κατά μερικούς, μόνο λογισμικό), που εκτελεί έναν συγκεκριμένο κύκλο. 

  • Τέλος, δεν υπάρχει Θεός ή κάποια άλλη Ανώτερη Δύναμη, όπως την έχουν αντιληφθεί χιλιάδες διαφορετικές θρησκείες στην ανθρώπινη ιστορία.

Ξαναλέω, πρόκειται για ένα νοητικό πείραμα. Καταλαβαίνω πως σε πολλούς οι παραπάνω θέσεις είναι ιδιαίτερα ξένες, ίσως και ενοχλητικές. Αξίζει όμως να δοκιμάσουμε να κάνουμε αυτές τις υποθέσεις και να δούμε πως θα αισθανόμασταν εάν ήταν αληθινές.

Ισχυρίζομαι πως για να μπορέσει κάποιος να νιώσει ευτυχισμένος πρέπει να μπορέσει να το κάνει θεωρώντας πως ισχύουν οι παραπάνω προϋποθέσεις. Στο κάτω-κάτω, ακόμα κι αν δεν ισχύουν, ακόμα κι αν υπάρχει Θεός ή αν υφίσταται η έννοια της ψυχής, τα πράγματα θα είναι καλύτερα από τα οριζόμενα στο νοητικό αυτό πείραμα.

Μόνο λοιπόν εάν κανείς εμπεδώσει τη βεβαιότητα του επικείμενου θανάτου (δεν έχει σημασία αν έρχεται σε μια ώρα ή σε έναν αιώνα - έρχεται και είναι τελεσίδικος) και παρά ταύτη καταφέρει να νοηματοδοτήσει τον βίο του, τότε μόνο θα απαλλαχθεί από τον προαιώνιο φόβο του τέλους και θα καταφέρει να βιώσει την κατάσταση της ευτυχίας.

Πολλοί συγγραφείς ανά τους αιώνες λίγο πολύ υποστήριξαν πως ο άνθρωπος είναι κάτι σαν τρόφιμο αναμορφωτηρίου. Ότι χρειάζεται το φόβητρο της Θείας Δίκης για να μπορέσει να 'αυτοπεριοριστεί', να κρατηθεί δηλαδή στη 'νομιμότητα', προσμένοντας βεβαίως στην ανταμειβή της αιώνιας ζωής.

Είναι όμως αλήθεια τελικά; Για σκέψου, αγαπητέ αναγνώστη, η συνειδητοποίηση της απόλυτης ματαιότητας και της τόσο προσωρινής διάστασης της ύπαρξης, οδηγεί τελικά τον άνθρωπο προς το 'καλό' ή προς το 'κακό';

Ισχυρίζομαι πως η συνειδητοποίηση αυτή μας οδηγεί αποκλειστικά και μόνο προς το καλό. Όχι μόνο δεν καταρρέουμε από την επίγνωση της θνητότητας με τρόπο τελεσίδικο, αλλά αυτή ακριβώς η συνειδητοποίηση μας κάνει καλύτερους ανθρώπους. Ακούγεται λίγο ειρωνικό, δεν έχω ειλικρινά καμία τέτοια διάθεση, αλλά οι συνθήκες του παραπάνω νοητικού πειράματος μας κάνουν 'καλούς χριστιανούς'.

Τελικά το καλό έχει αξία από μόνο του. Αντίθετα η αξία του μειώνεται δραματικά, εκφυλίζεται θα έλεγε κανείς, εάν το πράττεις εν αναμονή κάποιας ανταμοιβής. Ο σχετικός θαυμασμός του Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος προς τον μελλοθάνατο Νίκο Μπελογιάννη είναι ιδιαίτερα διδακτικός.

Μια τελική παρατήρηση έχει να κάνει με τον πλούτο. Δισεκατομμύρια άνθρωποι αναλώνονται στο κυνήγι του πλούτου και εν τω μεταξύ οι ζωές τους περνούν χωρίς εκείνοι να το συνειδητοποιούν. Ο Επίκουρος έλεγε πως αν έχει ψωμί να φάει και νερό να πιει, αν είναι προστατευμένος από τις καιρικές συνθήκες και τα άγρια θηρία, τότε μπορεί να παραβγεί στην ευτυχία τον ίδιο τον Δία. Αξίζει πραγματικά να σκεφτούμε καλά τα λόγια του κορυφαίου φιλοσόφου του αρχαίου κόσμου. 

Προφανώς τα υλικά αγαθά χρειάζονται για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά, πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός κανείς όμως με τα άγχη και τις στενοχώριες που συχνά συνοδεύουν την προσπάθεια αυτή.


Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

Σε θυμάμαι

Σε θυμάμαι


Σε θυμάμαι να κατεβαίνεις τη Σαλαμίνος κοντά στο σπίτι
Ίσως γυρίζεις απ’ το σχολείο ή μπορεί να είχες πάει για ψώνια
Κουρασμένη φαντάζεις όμως χαμογελάς
Τη δουλειά πάντα χαιρόσουν

«Τι κάνεις Δημήτρη μου;» με ρωτάς
Με τρόπο που κάνει το σύμπαν να γεμίζει αγάπη
Φορτίο βαρύ
Και συνάμα ενέργεια αστείρευτη

Δεν είναι εύκολο να αγαπάς
Μα είναι σίγουρα το καλύτερο

«Να γίνεις ένας καλός και χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία»
Μου πες ένα πρωί τα πρώτα χρόνια του ογδόντα
Κι αυτή η προτροπή η τόσο απλά ειπωμένη
Αντηχεί ακόμα στα αυτιά μου
Νομίζω συνέχεια και πιο δυνατά
Σαν μελωδία γλυκιά και σαν πυξίδα ακριβείας

«Δεν γίνεται να μην υπάρχει θεός»
Μου είχες πει λίγο καιρό πριν το τέλος
Κι αυτή η απόλυτη σιγουριά σου
παράξενη τότε πολύ μου ακούστηκε

Μα τώρα πια καταλαβαίνω
Το σωστό έχει αξία από μόνο του
Θεός δεν μπορεί να μην είναι
Γιατί ο Θεός είναι μέσα μας
Οι πράξεις μας οι ίδιες τον φτιάχνουν

Γρήγορα ή αργά
Ο χρόνος την αλήθεια πάντα στο φως θα τη φέρει

Έφυγες μα είσαι παντού
Πως μπορούν οι νεκροί μιλάνε;
Δέκα χρόνια κι όλα μοιάζουν σαν χθες
Το ‘χες γράψει εξάλλου κι εσύ
Μόνο τότε πεθαίνουνε, όταν τους λησμονάνε

Σε θυμάμαι, μαμά
Σε θυμάμαι

Ασπρόπυργος, 27 Σεπτεμβρίου 2021

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2021

Για 'κείνον που πολέμησε τον Δεκέμβρη

Αντιγραφή της ομιλίας του ΓΓ της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα, στην τελετή αποχαιρετισμού του Μίκη Θεοδωράκη την Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2021, την οποία προσυπογράφω απολύτως:


Βροντάνε στράτες κι αγορές» μετά την είδηση του χαμού σου, αγαπημένε μας Μίκη.

Πλήθος ανθρώπων από όλες τις ηλικίες, απ’ όλες τις γενιές βρίσκονται τις τρεις αυτές μέρες εδώ για να σε αποχαιρετήσουν.

Σεμνά, μα όχι βουβά.

Με τα τραγούδια σου σε αποχαιρετάμε, όπως αξίζει σε εκείνους που λεβέντικα ροβόλισαν τον κόσμο.

Και ένας ψίθυρος περνά από στόμα σε στόμα: «Χωρίς τον Μίκη θα ήμασταν αλλιώς».

Και έτσι είναι. Χωρίς εσένα θα ήμασταν αλλιώς.

Φράγμα μεγαλόπρεπο στη λήθη, ένα δοξαστικό στην εποποιία του λαού μας τον 20ο αιώνα, είναι το έργο σου.

Αποστόμωσε όσους προσπαθούν να μαυρίσουν τη μνήμη της, διόρθωσε τα ψέματα, έκανε έναν ολόκληρο λαό να νιώθει περηφάνια για την κληρονομιά του και θαυμασμό για εκείνους που με τον αγώνα τους την τιμούν και προσπαθούν να τη μεγαλώσουν.

Ορμητική, επαναστατική, φλογισμένη από το πάθος, μια κατάφαση είναι η μουσική σου ότι ο κόσμος μας χρειάζεται και μπορεί ν’ αλλάξει.

Με το αστραφτερό σπαθί της, εκτοπίζοντας τον φόβο, την ηττοπάθεια, την αδιαφορία, σαλπίζει νέο ξεκίνημα, πυρπολεί τα όνειρα, «πολιορκεί το “κοίταζε τη δουλειά σου”», γεμίζει με ήλιο τις καρδιές.

Μας έδειξες τη δύναμη του ελληνικού λαού, τη δύναμη των λαών του κόσμου.

Χωρίς αμφιβολία ήξερες καλά να εδραιώνεις την πίστη πως το δίκιο, η ειρήνη, η ευτυχία, είναι πράγματα κατορθωτά.

Όσο ρωμαλέα και στιβαρά αναμετριέται η τέχνη σου με την αδικία, τόσο τρυφερά και απαλά ξέρει να θωπεύει τα όμορφα και τα καλά στη ζωή και τον κόσμο.

Έσμιξες «τους τρανούς αητούς με τους χρυσούς αγγέλους», μαθαίνοντάς μας πως για να είσαι δυνατός, πρέπει να είσαι ευαίσθητος.

Με ιερή αφοσίωση καλλιέργησες αυτή την ευαισθησία μας, μάς έμαθες, πως μέσα στις καταιγίδες, μπορούμε να κρατηθούμε από ένα λουλούδι.

Είχες εμπιστοσύνη στο λαό.

Πίστευες, κι όχι άδικα, πως μόνο ο λαός μπορεί να κατανοήσει και να κατακτήσει τα ανώτερα δημιουργήματα του ανθρώπου, τέτοια όπως η τέχνη, η ποίηση, η μουσική.

Αρκεί να του δώσει κάποιος τα κλειδιά.

Γι’ αυτό δεν μελοποίησες μόνο έξοχα τον ποιητικό λόγο, χωρίς να τον προδίδεις. Τον αναδημιούργησες και τον παρέδωσες με εκείνη τη μορφή που μπαίνει κατ’ ευθείαν στη λαϊκή ψυχή.

«Έφερες την ποίηση στο τραπέζι του λαού, πλάι στο ποτήρι και το ψωμί του», όπως έγραφε για σένα ο Γιάννης Ρίτσος.

Δεν είναι μόνο ο «Επιτάφιος», η ανεπανάληπτη αυτή συνομιλία της μουσικής σου με την ποίηση του Ρίτσου, που μέσα και από τις συγκλονιστικές ερμηνείες του Μπιθικώτση και του Χιώτη, έγινε ένας διαχρονικός λαϊκός θρήνος και ύμνος μαζί στον θάνατο που γονιμοποιεί το μέλλον.

Πέτυχες να μιλήσεις με την υψιπετή ποίηση στη λαϊκή ψυχή, ακόμα και μέσα από απαιτητικές και ασυνήθιστες στο λαϊκό αυτί μουσικές φόρμες, όπως αυτές

-στο «Άξιον Εστί» του Ελύτη,

-στο «Επιφάνεια - Αβέρωφ» του Σεφέρη,

-στο «Πνευματικό Εμβατήριο» του Άγγελου Σικελιανού,

-στο «Κάντο Χενεράλ» του Πάβλο Νερούδα κ.ά.

Δίχως άλλο, χωρίς εσένα οδηγητή και πρωτεργάτη αυτής της νέας τέχνης, η μουσική θα ήταν αλλιώς.

Βαθύς ποταμός, ακόμα ανεξερεύνητος είναι το έργο σου.

Σ’ αυτό συνυπάρχουν όλα σχεδόν τα είδη της μουσικής:

Από τους λαϊκούς δρόμους και το δημοτικό τραγούδι ως την αρχαία τραγωδία, το βυζαντινό μέλος, τη συμφωνική μουσική, το κλασσικό τραγούδι, τα ορατόρια.

Σου το χρωστάμε λοιπόν, να φροντίσουμε να ανοιχτούν διάπλατα στον κόσμο όλοι οι θησαυροί της μουσικής σου.

Σου το χρωστάμε να συνεχίσουμε να διεκδικούμε το μεγάλο όνειρό σου να φτάσουν στο λαό οι θησαυροί σε όλη την ιστορία της μουσικής, μέχρι αυτό ατόφιο να εκπληρωθεί σε μια ανώτερη μορφή κοινωνίας, όπου όλα τα μέλη της θα μπορούν να κατανοούν και να απολαμβάνουν την τέχνη. Ακόμα και το πιο δύσκολο και αφηρημένο είδος της, τη μουσική, αυτή την τέχνη που από μικρό παιδί, από τότε που πρωτοάκουσες την 9η Συμφωνία του Μπετόβεν, σου πήρε το μυαλό και σ’ έκανε να βλέπεις με τα μάτια της τον κόσμο.

«Οι αγώνες και η μουσική είναι τόσο δεμένα πια μέσα μου, ώστε δεν μπορώ να φανταστώ ούτε αγώνες χωρίς τραγούδι, ούτε τραγούδι χωρίς αγώνα» έλεγες.

Σ’ όλη τη ζωή σου με το ένα χέρι κρατούσες το τουφέκι και με το άλλο τις παρτιτούρες σου.

Και αυτό δεν είναι αλληγορία.

Μέχρι και στη Μακρόνησο, σ’ αυτό τον εφιαλτικό τόπο των μαρτυρίων, εσύ έγραφες μουσική.

Εκεί έγραψες και το πρώτο συμφωνικό έργο σου, τη Συμφωνία για τη Μακρόνησο.

Εκεί κατάλαβες πόσο ευεργετική είναι η δημιουργία, όταν πρέπει να αντέξεις τον πόνο και την κτηνωδία, πόσο ευγενική γίνεται για τους γενναίους, αυτούς που μένουν όρθιοι και δε χαμηλώνουν το βλέμμα τους.

Στο ερώτημα για ποιόν δημιουργείς, πάντα απαντούσες: Για το λαό.

«Και όταν ακόμα συνθέτω συμφωνικά έργα πάντοτε έχω στο νου μου το λαό. Φιλοδοξώ να γίνω κατανοητός από τους απλούς εργαζόμενους ανθρώπους, γιατί έχω πίστη ότι αυτοί αποτελούν τη βασική δύναμη που σπρώχνει μπροστά την ιστορία», είχες δηλώσει όταν σου απονεμήθηκε το βραβείο Λένιν.

Κι έπειτα πάλι συνήθιζες συχνά να επαναλαμβάνεις πως «Ό,τι φτιάξαμε το πήραμε από το λαό και στο λαό το επιστρέφουμε».

Και δεν ήταν σεμνοτυφία.

Είχες βαθιά συνείδηση ότι για το προσωπικό καλλιτεχνικό σου επίτευγμα, σπουδαίο ρόλο έπαιξε η εποχή σου, ότι στον ιδιαίτερο τρόπο της τέχνης σου, αντανακλούσαν οι πράξεις του λαού.

Αυτό άλλωστε είναι το μυστικό της μεγάλης, της αληθινής τέχνης, της τέχνης που συλλαμβάνει τον σφυγμό της εποχής και αφουγκράζεται το επερχόμενο.

Να αντλεί τη δύναμή της από την ανθρωπιά, από τα βάσανα, τους καημούς, τις μνήμες και τις ελπίδες του λαού, και αυτή την ανθρωπιά να την επιστρέφει πάλι στους δημιουργούς της.

Μια βαθύτερη όμως συνείδηση της ανθρωπιάς: Τη συνείδηση της δύναμης, που μόνο ο άνθρωπος μέσα σε όλα τα πλάσματα διαθέτει, να υποτάσσει τον κόσμο γύρω του, στην ανάγκη του για δίκιο και ευτυχία, να τον μετασχηματίζει στα μέτρα του.

Έτσι, γράφοντας για τον δικό σου λαό, είδες τη μουσική σου να σπάει τα σύνορα της χώρας, καθώς η γλώσσα της έχει την οικουμενικότητα από τα κοινά βάσανα, τις ελπίδες, τα οράματα «όλων των τίμιων ανθρώπων της Γης που αγωνίζονται ενάντια στην τυραννία, τη βία και την εκμετάλλευση», αγγίζει τις καρδιές όλων των λαϊκών ανθρώπων ανεξάρτητα από εθνικότητα, γλώσσα, θρησκεία, φυλή.

Γι’ αυτό δεκάδες συλλυπητήρια μηνύματα καταφτάνουν αυτές τις μέρες από όλες της γωνιές της Γης από Κομμουνιστικά, από Εργατικά Κόμματα, από πολλές άλλες προοδευτικές οργανώσεις από όλες τις ηπείρους.

Από κείνους που νοιώθουν σαν να έχασαν έναν δικό τους άνθρωπο.

«Ο καλλιτέχνης, που ζει και δημιουργεί μέσα στην πάλη, εξασφαλίζει ξεχωριστή θέση για το έργο του» δήλωνες.

Και πράγματι το έργο σου έκανε θρύψαλα τον μύθο, ότι η δέσμευση καταστρέφει την τέχνη.

Το έργο σου είναι τρανή απόδειξη ότι η μεγάλη τέχνη είναι πάντα πολιτική, είτε το γνωρίζει είτε δεν το γνωρίζει ο δημιουργός της.

Πίστευες ακλόνητα πως η συμμετοχή σου στη λαϊκή δράση, ήταν αυτή που “έδινε ρεύμα”, που “έβαζε φωτιά” στη δημιουργία σου, πως δεν αρκεί ο καλλιτέχνης μόνο με το έργο του να είναι κοντά στο λαό, αλλά και με την ίδια του τη ζωή.

«Να μην ξεχωρίζει τη ζωή του από τη ζωή του εργαζόμενου, από τη ζωή του πρωτοπόρου λαϊκού αγωνιστή», «να είναι ένας απλός στρατιώτης στην ακατάβλητη στρατιά των λαϊκών ανθρώπων» που μάχονται για τη ζωή.

Δικά σου τα λόγια.

Έτσι, πορεύτηκες κι εσύ μαζί με τους αδικημένους σε δρόμους που έκαιγαν.

Από νωρίς, «πήρες του ήλιου το δρόμο, κρεμώντας τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο», για το λαό μας, για όλους τους λαούς, ως άλλος Σολωμός, ως άλλος βάρδος της ελευθερίας, με όλα τα προτάγματα της δικής μας εποχής.

Από 17 κιόλας χρονών οργανώθηκες στο ΕΑΜ και λίγο μετά στο ΚΚΕ παίρνοντας μέρος στην Εθνική μας Αντίσταση.

Τον Δεκέμβρη του ΄44 πολέμησες στη μάχη της Αθήνας, με τον 1ο Λόχο του 1ου Τάγματος του Εφεδρικού ΕΛΑΣ.

Και ήταν τόση η περηφάνια σου για τη συμμετοχή σου σ’ αυτή την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στη χώρα μας, που πολλά χρόνια αργότερα θα πεις πως «αν υπήρχε επιτύμβιο επίγραμμα που θα επιθυμούσες να χαραχτεί στον τάφο σου, θα ήταν: Πολέμησε τον Δεκέμβρη».

Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, μοιράστηκες με τους συντρόφους σου τις άγριες διώξεις του αστικού κράτους εξόριστος στην Ικαρία και έπειτα στη Μακρόνησο όπου βασανίστηκες φρικτά.

Εκεί είναι, με τα δικά σου λόγια, που έσπασε το «εγώ» και έγινε τελεσίδικα «εμείς».

Στη συνέχεια αγωνίστηκες μέσα από την ΕΔΑ και τους Λαμπράκηδες για την κοινωνική και πολιτιστική αναγέννηση, ενώ «πλήρωσες» με νέες δοκιμασίες, φυλακές και εξορίες, την παράνομη δράση σου ενάντια στη δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967.

Με τις αμέτρητες συναυλίες σου στο εξωτερικό μέχρι την πτώση της δικτατορίας μετέφερες σε όλο τον κόσμο το μήνυμα της αντίστασης και της λευτεριάς, και έπειτα σε όλη την Ελλάδα.

Τα τραγούδια σου, που τα λέγαμε μυστικά όλα τα μαύρα εκείνα χρόνια, κατέκλυσαν τα πάντα, τις ταβέρνες, τα γιαπιά, τα σχολειά, τα πανεπιστήμια, τις εκδρομές, τις συντροφιές, τις διαδηλώσεις.

Στις συγκλονιστικές συναυλίες σου και στα Φεστιβάλ της ΚΝΕ, μέσα σε μια μέθεξη της μουσικής σου με τον κόσμο, αποθεωνόταν η πίστη πως με τους αγώνες μας θα αλλάξουμε τον κόσμο για να ξημερώσει ένα καλύτερο αύριο.

Τα χρόνια αυτά έδωσες τη μάχη ως υποψήφιος του ΚΚΕ για το δήμο της Αθήνας, ενώ το 1981 και το 1985 ως βουλευτής του Κόμματος υπερασπίστηκες τα δικαιώματα των εργαζόμενων, του λαού. Από κάθε μετερίζι στη σκέψη σου πρυτάνευε ο αγώνας για την “ενότητα των Ελλήνων”.

Πολύπλευρος και πολυτάλαντος, διανοούμενος καθώς ήσουν, δεν περιορίστηκες στη μουσική, αλλά με το χαρισματικό λόγο σου έγραψες ένα σωρό βιβλία εκείνα τα χρόνια.

Το ξεχωριστό, όμως, στην περίπτωσή σου είναι ότι η καλλιτεχνική ιδιοφυΐα σου συναντήθηκε με μια προσωπικότητα ανήσυχη και άγρυπνη, που ένοιωθε πάντα την ανάγκη να ξεπερνά τον εαυτό της.

Έτσι συνέχιζες μέχρι το τέλος να το δίνεις το «παρών» σε όλες τις κρίσιμες στιγμές που ακολούθησαν, παίρνοντας το μέρος της αλήθειας και της δικαιοσύνης.

Μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού και τη νίκη της αντεπανάστασης στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, δεν λύγισες.

«Κι όμως σταθήκαμε όρθιοι κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ, πως το οφείλουμε στα δάκρυα και τις θυσίες αυτών των χιλιάδων και χιλιάδων πρωτοπόρων αγωνιστών, που έπεσαν ακολουθώντας τις σημαίες και τα λάβαρα με το κόκκινο αίμα, που φλόγιζαν, εξακολουθούν να φλογίζουν, τις καρδιές όσων πάλευαν και παλεύουν για την ελευθερία, την ειρήνη, το δίκαιο, τα δικαιώματα του λαού μας και όλων των λαών της γης», είχες πει τότε.

Σταθερά στις επάλξεις του διεθνισμού, ασταμάτητα υποστήριζες την αδερφική φιλία του ελληνικού με τον τούρκικο λαό και το δίκαιο αγώνα του Παλαιστινιακού λαού.

Πολεμώντας «τους λύκους που διψούν για αίμα και σεργιανούν στην περιοχή μας» διοργάνωσες το 1999 την ιστορική συναυλία με τη συμμετοχή όλων των μεγάλων Ελλήνων τραγουδιστών ενάντια στην ιμπεριαλιστική επέμβαση και τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία, και καταδίκασες, με τις ξεκάθαρες δημόσια εκφρασμένες θέσεις σου τις κρίσιμες στιγμές, τα «τσακάλια του αντικομμουνισμού», όπως τα ονόμασες, τα αντικομμουνιστικά μνημόνια του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ανιστόρητη εξομοίωση «των θυμάτων με τους θύτες, των εγκληματιών με τους ήρωες, των κατακτητών με τους απελευθερωτές και των ναζιστών με τους κομμουνιστές».

Παρών δήλωσες και στη δίκη της εγκληματικής, ναζιστικής οργάνωσης Χρυσής Αυγής.

Παρών και στο δίκαιο αγώνα του λαού μας για την κατάργηση των μνημονίων και όλων των αντεργατικών εφαρμοστικών νόμων τους.

Η αλήθεια είναι, όπως και γνωστό σε όλους, πως δεν συμφωνούσαμε πάντα με τις πολιτικές πρωτοβουλίες σου, όμως αυτό που μένει, το υστερόγραφο της δόξας, είναι η τεράστια παρακαταθήκη του έργου σου και η πολιτική διαθήκη που μας άφησες, “σβήνοντας τις λεπτομέρειες” και κρατώντας τα “Μεγάλα Μεγέθη”.

Το ότι “τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά, τα ώριμα χρόνια σου τα πέρασες κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ”.

Δεν σε αποχαιρετούμε σύντροφε Μίκη, γιατί εσύ δεν έφυγες.

Μέσα στις φλέβες μας είσαι. Θα ’σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά πολέμησες, θα ’σαι για πάντα σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου.

Κι όταν “θα πάρουν τα όνειρα εκδίκηση” και γύρω μας θα λάμπει η λιόλουστη ζωή θα είσαι κι εσύ, τρανός, όπως πάντα, στις μεγάλες στιγμές, παρών.

Γιατί το έργο σου έγινε ελπιδοφόρος αναγεννητικός «ανάκουστος κελαηδισμός» για τον ελληνικό λαό, για όλους τους λαούς, στη σύγχρονη ιστορική εποχή της ανατολής της νέας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Για την Ελευθερία σε όλες της τις μορφές: Πνευματική, ηθική, πολιτική, κοινωνική, για την πλήρη, αληθινή ελευθερία.

Στο φέρετρό σου σηκώνεται, υψώνει τη γροθιά της «κι αντριεύει και θεριεύει» η Ελλάδα!

Σύντροφε Μίκη,

Είσαι «φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη»!

Φως επαναστατικό «στην κορφή του Ολύμπου αριστερά»… Φως που «ολούθε λαμπυρίζει», όπως έγραψαν αυτές τις μέρες γερμανικές εφημερίδες.

Ένα «φως που καίει». «Τέκνο της ανάγκης κι ώριμο τέκνο της οργής»!

Όπως ήθελες θα γίνει, όπως το προδιέγραψες με την πολιτική διαθήκη σου «στους μεγάλους δρόμους κάτω από τις αφίσσες», με τα αθάνατα τραγούδια σου.

Θα τον «σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα». Θα τον «σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο».

Όταν απόψε το πλοίο θα σαλπάρει από τον Πειραιά, για να διασχίσει τα γαλάζια νερά της ελληνικής θάλασσας για να σε οδηγήσει στην τελευταία σου κατοικία, στον τόπο καταγωγής σου, στο Γαλατά Χανίων, στην αγαπημένη σου Κρήτη, σύμφωνα με την επιθυμία σου, όλη η Ελλάδα θα σε συνοδεύει με τα τραγούδια σου.

Γιατί για σένα, για να δανειστούμε στίχους από το μεγαλείο του Σολωμού, «ο ουρανός καμάρωνε κι η γη χειροκροτούσε»…

Αθάνατος Μίκη!

Ως τη Νίκη, Πάντοτε, Μιχάλη Χαραλαμπίδη

Αγαπημένε Δάσκαλε Μιχάλη Χαραλαμπίδη, Ήταν Ιούνιος του 1996, διάβαζα μαθηματικά για τις πανελλήνιες εξετάσεις της επόμενης μέρας. Στιγμή ιερ...