Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

Η εταιρεία του μέλλοντος από την οπτική γωνία της επικοινωνίας

Στο άρθρο αυτό αναφέρομαι στην κουλτούρα επικοινωνίας που οφείλουν να αναπτύξουν οι νεοφυείς επιχειρήσεις ώστε να μπορέσουν να αναπτυχθούν ανταποκρινόμενες στις προσδοκίες των ιδρυτών τους, των πελατών τους, των εργαζομένων τους, των προμηθευτών τους αλλά και της κοινωνίας ευρύτερα.

Εάν λοιπόν μια νεοφυής επιχείρηση θέλει να κάνει τη διαφορά, εάν πρέπει με λίγους πόρους να κερδίσει μεγάλους παίκτες, τότε πρέπει οι άνθρωποί της να κάνουν το βήμα παραπάνω. Σίγουρα δεν πρέπει να νιώθουν πως δουλεύουν σε φάμπρικα και πως έχουν μια απλή εμπορική σχέση με τον εργοδότη τους περιγραφόμενη περίπου ως "πουλάνε τον χρόνο τους με αντάλλαγμα τον μισθό τους".

Στην περίπτωση αυτή όμως, όπου πραγματικά η νεοφυής επιχείρησης δεν θέλει οι εργαζόμενοι της να νιώθουν πως δουλεύουν σε φάμπρικα, υποχρεωτικά πρέπει να αναπτυχθεί ένας ηθικός & συναισθηματικός δεσμός μεταξύ εργαζομένου και εταιρείας. Τότε, μεταξύ άλλων, η  επικοινωνία δεν μπορεί να είναι μόνο μονόδρομη. Πρέπει να αναπτυχθούν κοινότητες μέσα στις οποίες οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν, επικοινωνούν, αναπτύσσονται και εξελίσσονται.

Αυτό βεβαίως και εμπεριέχει ρίσκο όσον αφορά την επίτευξη του επιχειρηματικού σκοπού. Μπορεί η διαδικασία να παρεκτραπεί και να έχει αντίθετα αποτελέσματα από το επιθυμητό, καθώς διαλυτικά και αρνητικά στοιχεία υπάρχουν σε οποιαδήποτε ομάδα. Με σωστή οργάνωση και διαχείριση όμως τέτοια φαινόμενα μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά ενώ αυτή η δημιουργία των κοινοτήτων εντός της εταιρείας μπορεί να φέρει εκπληκτικά αποτελέσματα. Η εταιρεία του μέλλοντος είναι η "δημοκρατική" εταιρεία, όπου ο άνθρωπος παράγει, συζητά, εξελίσσεται και κάθε εργαζόμενος είναι ambassador ολόκληρου του οργανισμού (και όχι μόνο του brand, όπως ανούσια διαβάζουμε συχνά).

Χωρίς καμία αμφιβολία βέβαια, αυτό προϋποθέτει έναν οργανισμό που έχει από τη μία ενστερνιστεί την αξιοκρατία σε όλα τα επίπεδα και από την άλλη φροντίζει όλοι οι εργαζόμενοι του να έχουν ένα δίκαιο μερίδιο στην υπεραξία της εργασίας τους. Ευτυχώς, τόσο για την αξιοκρατία όσο και για τη συμμετοχή στην υπεραξία, το σύγχρονο management παρέχει μια σειρά εργαλείων που μπορούν να δώσουν πολύ καλές λύσεις και μάλιστα με σχετική ευκολία.

Τέλος, επειδή θα παραπάνω γίνονται σχεδόν αδύνατα εάν ένας οργανισμός μεγαλώσει από ένα μέγεθος και επάνω, πρέπει οι ίδιες οι εταιρείες να φροντίζουν να διασπώνται σε περισσότερους οργανισμούς όταν ξεπεράσουν κάποιο κρίσιμο μέγεθος, καθώς μόνο έτσι θα μπορέσουν να παραμείνουν συνεπείς με τις αρχές τους και δεν θα εκφυλιστούν σε απρόσωπους οργανισμούς αναλώσιμων ανθρώπων. 

Η βαθιά συνειδητοποίηση αυτής της θέσης, ότι η αέναη ανάπτυξη και η αέναη μεγέθυνση, που δυστυχώς προσομοιάζει στην συμπεριφορά του καρκινικού κυτάρου οπότε δύσκολα μπορεί να οδηγήσει και σε συλλογικούς οργανισμούς με χαρακτηριστικά βιωσιμότητας, απαντά τελικά και στο ερώτημα του πως μπορούν να υλοποιηθούν οι παραπάνω μηχανισμοί σε εταιρείες πολύ μεγάλου μεγέθους: Πολύ απλά, όταν μια εταιρεία περάσει ένα μέγεθος (εξαρτώμενο από πολλές συνθήκες), πολύ καλά θα κάνει να διασπαστεί ώστε να παραμείνει υγιής και με θετικό αποτύπωμα τόσο στις ομάδες ιδρυτών, πελατών, εργαζομένων και προμηθευτών όσο και στην κοινωνία συνολικά.

Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

Περί βάσεων εισαγωγής και άλλων δαιμονίων

Στα φοιτητικά μου χρόνια ήμουν πρόεδρος του Συλλόγου Φοιτητών του Τμήματος Επιστήμης Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Μεταξύ άλλων, μαζί με άλλους συμφοιτητές μου, εκπροσωπούσαμε τους φοιτητές στη Γενική Συνέλευση του Τμήματος - Μια ιδιαίτερα χρήσιμη εμπειρία πρέπει να πω η οποία με βοήθησε πολύ στη συνέχεια του επαγγελματικού μου βίου. Σε μια από αυτές τις συνεδριάσεις με μεγάλη έκπληξη άκουσα πως κάθε χρόνο το Υπουργείο Παιδείας "ρωτούσε" το Τμήμα πόσους εισακτέους  φοιτητές ήθελε να έχει στο επόμενο έτος. Το Τμήμα πάντοτε απαντούσε "40" και τότε, μιλάμε για τα τέλη της δεκαετίας του 1990, το Υπουργείο σταθερά, με το "έτσι θέλω" αποφάσιζε "60".

Όταν μπήκα εγώ στο Τμήμα αυτό, πράγματι πέρναμε 60 νέους φοιτητές κάθε χρόνο, οι οποίοι όμως τελικά γίνονταν σχεδόν 70, αφού επιπλέον πέρναμε από διάφορες άλλες κατηγορίες, όπως ομογενείς, κλπ. Ο λόγος που το Τμήμα μας ζητούσε να έχει 40 φοιτητές δεν ήταν άλλος ότι τόσους νόμιζε πως μπορούσε να υποστηρίξει παρέχοντας ένα υψηλότατο επίπεδο σπουδών. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ο αυταρχισμός του ελληνικού κράτους που απαιτούσε να πάρει 50% περισσότερους φοιτητές δίχως να αυξήσει αντιστοίχως την χρηματοδότηση.

Ένας πολιτικός για τον οποίον έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά θετικά και πολλά αρνητικά, παρ' ολίγον πρωθυπουργός της χώρας μετά το 53-53-50 του Ιανουαρίου του 1996, ήταν ο Γεράσιμος Αρσένης (ο "50" στην παραπάνω τριπλέτα, όπου τα "53" ήταν του Σημίτη και του Άκη). Δεν είναι σκοπός μου στο άρθρο αυτό να κάνω μια συνολική αποτίμηση του έργου του Γεράσιμου Αρσένη, μπορώ όμως μετά βεβαιότητας να πω ότι στον χώρο της παιδείας βαρύνεται με ένα μεγάλο έγκλημα, έγκλημα μάλιστα που (ως συνήθως) βαφτίστηκε με ένα ωραίο όνομα: "Άνοιγμα του Πανεπιστημίου στην Κοινωνία".

Το 1995 και το 1996 που έδως πανελλήνιες οι πιθανότητες να περάσει κανείς σε ΑΕΙ ή ΤΕΙ ήταν σχετικά μικρές (και ήταν πολύ δύσκολο να περάσεις σε σχολές υψηλής προτίμησης - ένα πολύ ταλαιπωρημένο ζήτημα που έχω πολλές φορές θίξει σε αυτό το ιστολόγιο). Αν θυμάμαι καλά, στην πρώτη δέσμη (τώρα νομίζω λέγεται θετική-τεχνολογική κατεύθυνση) περνούσε περίπου ένας στους τρεις, ενώ στην τέταρτη δέσμη (οικονομικές σχολές κλπ) περνούσε ένας στου έξι. 

Μετά το κατά Αρσένη άνοιγμα του πανεπιστημίου στην κοινωνία, έπρεπε πραγματικά να προσπαθήσεις για να μην περάσεις, καθώς υπήρχαν θέσεις για ένα ποσοστό της τάξης του 85% με 90% των υποψηφίων. Το ερώτημα βέβαια είναι "που θα περάσεις;". Ξαφνικά γέμισε η Ελλάδα με νέα τμήματα ΑΕΙ και ΤΕΙ τα οποία προκαλούσαν τόσο γέλιο όσο και κλάμα. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου στην Τρίπολη που βρέθηκε με δυο (!) σχεδόν ταυτόσημα τμήματα πληροφορικής, απλώς το ένα υποτίθεται είχε έμφαση στις τηλεπικοινωνίες... (ευτυχώς μετά από χρόνια συγχωνεύτηκαν). 

Πανεπιστήμια και ΤΕΙ ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια, δίχως όμως να έχουν τις απαραίτητες υποδομές, δίχως να υπάρχει ο απαραίτητος προϋπολογισμός, δίχως να έχουν το απαραίτητο διδακτικό-ερευνητικό προσωπικό και, εννοείται, δίχως η χώρα να έχει οποιαδήποτε εκπαιδευτική και ερευνητική στρατηγική. Αυτό που συνέβαινε ήταν κάτι αντίστοιχο με την "οικονομική πολιτική των στρατοπέδων": Τα ακαδημαϊκά αυτά ιδρύματα δημιουργούνταν κατά βάση για να "στηρίξουν" άκουσον-άκουσον τις κατά τόπους οικονομίες με έναν ιδιαίτερα χαμηλής ποιότητας τρόπο (ενοίκια, κατανάλωση), καθώς βεβαίως και για να εξυπηρετήσουν διάφορα ρουσφέτια (είναι πολύ χαριτωμένη συχνά η ανθρωπογεωγραφία πολιτικών και άλλων "προσωπικοτήτων" που είναι, ο Μεγαλοδύναμος να τους κάνει, και "πανεπιστημιακοί").

Στο σημείο αυτό να σημειώσω πως δεν ήταν μόνο τα αμέτρητα ανούσια νέα Τμήματα αλλά και η δραματική αύξηση των εισακτέων στα υφιστάμενα: Το Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών που μετά βίας τα έβγαζε πέρα (για να έχει υψηλότετο επίπεδο, πάντα) με 60 εισακτέους, αναγκάστηκε να υποδεχτεί τελικά περί του 150 κάθε έτος!

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να καταλάβει πως μια τόσο τεράστια αύξηση της προσφοράς θέσεων θα είχει υποχρεωτικό επακόλουθο να πέσει η τιμή της θέσης, που στο συγκεκριμένο σύστημα είναι η βάση εισαγωγής. Πέρα από αυτό βέβαια δημιουργήθηκαν μια σειρά από παρακμιακά φαινόμενα, καθώς φτάσαμε να έχουμε τμήματα - σφραγίδες, ιπτάμενους καθηγητές, ανύπαρκτους φοιτητές και πολλά άλλα. Γιατί έγιναν όλα αυτά; Διότι το κατ' όνομα και μόνο "άνοιγμα του πανεπιστημίου στην κοινωνία" πολύ απλά είχε μοναδικό αποτέλεσμα την απόλυτη απαξίωση του πανεπιστημίου.

Καθώς κανείς δεν είχε τη δύναμη να θίξει την ουσία του ζητήματος, ότι δηλαδή ο αριθμός των εισακτέων πρέπει να μειωθεί σημαντικά, ότι πρέπει να έχουμε πολύ λιγότερα τμήματα και ότι αυτά τα λιγότερα τμήματα πρέπει να τα χρηματοδοτήσουμε πολύ, πολύ καλύτερα τόσο από τον τακτικό προϋπολογισμό για βασική έρευνα και εκπαιδευτικές δραστηριότητες όσο και με σειρά άλλων προγραμμάτων για εφαρμοσμένη έρευνα, επειδή λοιπόν κανείς δεν είχε τη δύναμη να μιλήσει την γλώσσα της αλήθειας, εφευρέθηκε το τέχνασμα της "βάσης του 10".

Οι πανελλήνιες εξετάσεις είναι απλά ένα φίλτρο κατάταξης. Δεν έχει σημασία ο απόλυτος βαθμός. Μπορεί μια χρονιά να έχει (πολύ) δύσκολα θέματα και ένας άριστος μαθητής να γράψει μαθηματικά 14. Μπορεί μια άλλη χρονιά να έχει (πολύ) εύκολα θέματα και ένας μέτριος μαθητής να γράψει μαθηματικά 17. Το απόλυτο νούμερο δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Η διαδικασία απλώς κατατάσσει τους υποψήφιους φοιτητές σε μια σειρά και μετά ανάλογα με τις προτιμήσεις τους και τις διαθέσιμες θέσεις, εισάγονται στα τμήματα.

Το πρόβλημα είναι ότι οι διαθέσιμες θέσεις είναι πάρα, πάρα πολλές, σε τμήματα που κανείς πραγματικά δεν θέλει να πάει, οπότε σε μια χρονιά με (σχετικά) δυσκολότερα θέματα θα δει κανείς φαινόμενα όπως αυτό που συζητήθηκε έντονα φέτος με το μαθηματικό της Σάμου, να περνά κανείς με πολύ χαμηλή βαθμολογία. Επειδή λοιπόν η γαλαζοπράσινη κακιστοκρατία δεν μπορούσε να πει στους τοπικούς κομματάρχες "ξέρεις, αυτό το Τμήμα που έχετε στο χωριό σας πρέπει να κλείσει", προσπάθησε να τους το πει πλαγίως "θα το κλείσουμε διότι δυστυχώς κανείς δεν περνάει τη βάση του 10 για να έρθει". Μιλάμε δηλαδή για απίστευτες γραφικότητες.

Η ορθολογική αντιμετώπιση του θέματος λοιπόν πρώτα και κύρια είναι η σημαντική μείωση του αριθμού τμημάτων και ταυτόχρονα η μείωση των εισακτέων ανά τμήμα. Παράλληλα, πρέπει επιτέλους να γίνει μια μακροπρόθεσμη εκπαιδευτική και ερευνητική στρατηγική για να δούμε πόσους νέους επιστήμονες τελικά χρειαζόμαστε σε κάθε γνωστικό πεδίο. Κατά τη διάρκεια του Erasmus μου στη Σουηδία μου είχε κάνει εντύπωση ο πολύ χαμηλός αριθμός των φοιτητών ανά έτος στο Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης. Τον συνέκρινα τότε με τους χιλιάδες νέους φοιτητές μαθηματικών που είχαμε κάθε χρόνο στην Ελλάδα (θυμάμαι είχα μετρήσει το 1998 τμήματα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Πάτρα και Ηράκλειο και όλοι μαζί είχαν > 1.000 νέους φοιτητές κάθε χρόνο, όταν η Στοκχόλμη είχε < 100). Το ερώτημα προκύπτει ξεκάθαρα: Γιατί συνέβη αυτό;

Συνέβη λοιπόν γιατί η κακιστοκρατία που κυβερνά την Ελλάδα τα τελευταία 50 χρόνια είχε μόνο δυο σταθερές:
- Οι πανελλήνιες είναι αδιάβλητες
- Από το δημόσιο δεν απολύεσαι ποτέ

...αυτή η στρέβλωση οδήγησε στην παρανοϊκή έννοια του "αδιόριστου πτυχιούχου" και της "επετηρίδας". Ήταν δηλαδή το κράτος υποχρεωμένο να προσλάβει τους πτυχιούχους, για αυτό και η ελληνική οικογένεια έκανε τέτοια τεράστια προσπάθεια να μπουν τα παιδιά της στο πανεπιστήμιο. Όχι για να μορφωθούν, αλλά για να αποκατασταθούν;

Που φτάσαμε λοιπόν; Φτάσαμε στο τραγελαφικό οι σχολές που τελικά "διορίζονται", επί παραδείγματι οι αστυνομικοί, να έχουν υψηλότατες βάσεις, ενώ άλλες, που "δεν διορίζονται" να είναι πρακτικά στα αζήτητα.

Αν κατάφεραν λοιπόν κάτι οι γαλαζοπράσινοι κύριοι και κυρίες που με απύθμενο θράσος σήμερα μας κουνάνε το δάχτυλο, ήταν μόνο εξής: Πλέον στις διαδηλώσεις μπορείς να φας ξύλο από αριστούχους, αφού τέτοιοι βαθμοί χρειάζονται για να μπει κάποιος στα τμήματα που οδηγούν στην Ελληνική Αστυνομία (βέβαια, επειδή οι αριστούχοι καμιά φορά χρησιμοποιούν και τον εγκέφαλό τους και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο για την κακιστοκρατία, φυσικά άνοιξαν και την πίσω πόρτα για είσοδο ημετέρων στην Ελληνική Αστυνομία μέσω ειδικών φρουρών κλπ).

Έχοντας κάνει λοιπόν σαφή τη θέση μου, ότι δηλαδή θέλουμε λιγότερα τμήματα, λιγότερους φοιτητές ανά τμήμα, πολύ (εννοώ πολύ) μεγαλύτερη χρηματοδότηση ανά τμήμα και (επιτέλους) μια ολοκληρωμένη εθνική εκπαιδευτική & ερευνητική στρατηγική, θα ήθελα να σημειώσω και το εξής:

Ζούμε σε μια κατάσταση βαθιάς παρακμής όπου οι διευθύνουσες ομάδες που κατέχουν τους θεσμούς (κράτος), είναι στην πραγματικότητα εναντίον του έθνους (ή του λαού, αν προτιμάτε). Αυτή λοιπόν η διευθύνουσα ομάδα, ενώ θεωρητικά θα ήθελε να ενισχύσει τους θεσμούς (πχ το Πανεπιστήμιο), στην πραγματικότητα της είναι εντελώς αδιάφορο πλέον. Όπως κάνουν οι πλούσιοι στις τριτοκοσμικές χώρες, η ομάδα αυτή είναι αυστηρά διαχωρισμένη από την υπόλοιπη κοινωνία: Τα παιδιά της πάνε σε ιδιωτικά σχολεία, εξετάζονται στα ΙΒ και σπουδάζουν στα πανεπιστήμα του εξωτερικού, κοιτώντας  με λύπηση ή βδελυγμία εμάς τους βαλκάνιους ιθαγενείς. 

Μέσα από την τάση αυτή, που αρχικά υπήρχε μόνο στην κορυφή της πυραμίδας αλλά σιγά σιγά πηγαίνει και προς την (και πάλι, ο Μεγαλοδύναμος να την κάνει) ανώτερη-μεσαία τάξη, θα σπάσει ίσως το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολίτευσης γύρω από τις πανελλήνιες και τον διορισμό στο δημόσιο. Θα σπάσει όμως μέσα από μια διαδικασία αποσάθρωσης η οποία δεν θα αφήσει τίποτα λειτουργικό πίσω της, παρά μόνο κάποιες νησίδες επιστημονικής και ερευνητικής αριστείας αποκλειστικά και μόνο χάρη στην αυταπάρνηση ορισμένων καθηγητών, ερευνητών και φοιτητών. 

Είναι ένας κίνδυνος που πρέπει άμεσα να τον δει πρώτα και κύρια η νεολαία και να απαιτήσει τον εκσυγχρονισμό, την αναδιάρθρωση και την ισχυροποίηση των εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων της χώρας, διαδικασία που οπωσδήποτε πρέπει να έχει τα χαρακτηριστικά που περιγράφησαν παραπάνω. Τέλος, αν και θα χρειαζόταν ένα (ή και περισσότερα) άρθρο μόνο για αυτό, δεν γίνεται να μην πει κανείς ότι πρέπει να γίνει και μια πολύ σοβαρή αυτοκριτική στη μέση εκπαίδευση για το επίπεδο των σπουδών που παρέχει. Η αυτοκριτική αυτή οφείλει να ξεκινήσει (και ευελπιστώ ότι θα το κάνει) από την κοινότητα των ίδιων των καθηγητών.

Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

Μια δεύτερη ανάγνωση στον Έκτορα υπό το πρίσμα του Επίκουρου

Η μορφή του Έκτορα με έχει ενθουσιάσει από τα γυμνασιακά μου χρόνια καθώς πάντα μου φαινόταν η πιο ενδιαφέρουσα, η πιο διδακτική θα έλεγα στην Ιλιάδα, ίσως και σε όλη την ελληνική μυθολογία. Το 2016 έγραφα στο ιστολόγιο αυτό το άρθρο με τίτλο  Ἕκτωρ, Αἴας και Αἰνείας: Διδάγματα για τη σύγχρονη Ελλάδα, από το οποίο αντιγράφω τα εξής:

"Είναι ιδιαίτερα διδακτική η πορεία της μονομαχίας. Ο Έκτορας σταθμίζει τα δεδομένα. Έρχονται στο προσκήνιο η λογική και το συναίσθημα. Η απόφασή του είναι πάρα πολύ δύσκολη, μα είναι δεδομένη και οριστική. Θα μονομαχήσει, γνωρίζοντας πως θα ηττηθεί. Μετά κυριαρχεί το ένστικτο. Δειλιάζει, φοβάται. Τρέχει να σωθεί. Καταφέρνει όμως να συγκροτήσει τις σκέψεις του, να σταθεί στα πόδια του και να κάνει το καθήκον του. Το κάνει μάλιστα πάρα πολύ καλά. Μόνο εύκολος αντίπαλος δεν ήταν για τον Αχιλλέα! Προσεκτική ανάγνωση της ιστορίας οδηγεί στο ότι ο ημίθεος των Αχαιών είχε διπλή παρέμβαση υπέρ του από την Αθηνά ώστε τελικά να επικρατήσει. Στο τέλος, ξεψυχώντας ο Έκτορας προβλέπει το τέλος του Αχιλλέα."

Οι σκέψεις αυτές εξακολουθούν να με εκφράζουν. Είχα προσεγγίσει το θέμα από την σκοπιά του "χρέους", από την ανάγκη να πράξει ο άνθρωπος το "δέον γενέσθαι", ένας τρόπος σκέψης κατ' εξοχήν ελληνικός, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα - ή τέλος πάντως, μέχρι σχεδόν σήμερα, αφού πάει καιρός από τότε που ο μέγας Καζαντζάκης είπε "να αγαπάς την ευθύνη".

Νομίζω όμως πως τελικά υπάρχει κάτι πολύ πιο βαθύ.

Χθες το βράδυ όμως, περπατώντας σε μια συνοικία της Αθήνας μου δημιουργήθηκε η σκέψη πως ο τυφλός τραγουδιστής ο Χιώτης ίσως να ήθελε να πει και κάτι παραπάνω, ίσως να θέλησε να αγγίξει το θέμα αυτό που καθορίζει την ανθρώπινη ύπαρξη: Τον φόβο του θανάτου.

Γενιόμαστε μια φορά, ζούμε μια φορά, πεθαίνουμε μια φορά και αυτό είναι όλο. Η ορθολογική προσέγγιση θα ήταν να ζούμε την κάθε μέρα "σαν να ήταν η τελευταία" - τουλάχιστον σε κάποιες πτυχές της. Είχα ακούσει μια ομιλία του μεγάλου διανοητη Μιχάλη Χαραλαμπίδη πάνω στα ζητήματα της γαστρονομίας και την αρχιτεκτονικής (θέματα με τεράστιες πολιτικές διαστάσεις που η κακιστοκρατία των Αθηνών δεν αντιλαμβάνεται καθόλου), κι έλεγε πως οι αρχαίοι Έλληνες "έχτιζαν σπίτια σαν να μην επρόκειτο να πεθάνουν ποτέ και μαγείρευαν σαν να πρόκειται να πεθάνουν αύριο".

Μήπως όμως αυτή η ίδια η φράση εμπεριέχει την καρδιά του προβλήματος; Μήπως η φευγαλέα ελπίδα ότι "δεν θα πεθάνουμε ποτέ", που με το που γεννιέται ταυτόχρονα διαψεύδεται, στην πραγματικότητα επιδεινώνει ένα ήδη δύσκολο πρόβλημα;

Είναι βλέπετε αυτός ο φόβος ο βαθύς, αυτός ο πηγαίος τρόμος που σε κατακλύζει την στιγμή που σκέφτεσαι πως αργά ή γρήγορα θα έρθει η αιώνια ανυπαρξία, που δεν σε αφήνει να χαρείς το δώρο της ζωής. Τότε που θα κλείσεις τα μάτια και δεν πρόκειται να τα ανοίξεις ποτέ ξανά, στον αιώνα των άπαντα. Η αρχέγονη πηγή του φόβου, απ' όπου πηγάζουν όλοι οι μικροί και μεγάλοι φόβοι και φοβίες της καθημερινότητάς μας. 

Ο Επίκουρος περιγράφει υπέροχα τον ενοχλητικό συνδαιτυμόνα που κάθεται στο τραπέζι της ζωής, απολαμβάνει λαίμαργα τα εδέσματά της ξανά και ξανά, αρχίζει να φουσκώνει και να ταλαιπωρείται, κουράζεται και κουράζει. Άνθρωποι γύρω του έρχονται και φεύγουν και όμως αυτός εκεί, επιμένει να μην σηκώνεται και να στερεί τη θέση από κάποιον που θέλει να κάτσει ενώ ούτε να απολαύσει πια μπορεί και οι γύρω του τον βαριούνται. Τόσο θλιβερή και γελοία είναι η εικόνα του ανθρώπου που θέλει να ζήσει "για πάντα".

Πόσοι όμως μπορούμε να φτάσουμε στο πνευματικό μεγαλείο του Επίκουρο; Ο μέγιστος των φιλοσόφων έγραψε μια επιστολη λίγο πριν πεθάνει και ξεκινούσε λέγοντας "Αυτήν την ευτυχισμένη τελευταία μέρα της ζωής μου ...". Μπορεί να υπάρξει άραγε μεγαλύτερη ευτυχία; Ένα κύριο δίδαγμα της επικούρειας φιλοσοφίας είναι πως κανείς δεν μπορεί να είναι πραγματικά ευτυχισμένος εάν δεν ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου.

Έτσι λοιπόν εχθές το βράδυ κάποια στιγμή μου φάνηκε σίγουρο: Ο χιώτης ραψωδός μιλούσε αλληγορικά. Ο Έκτορας είναι ο άνθρωπος και η αναπόφευκτη ήττα από τον ημίθεο Αχιλλέα, μια νομοτέλεια όσο κι αν ο Έκτορας προσπαθήσει - και προσπάθησε πολύ, δεν είναι τίποτα άλλο από τον βέβαιο θάνατο. Ο Έκτορας στην αρχή θέλει να τον αποφύγει με κάθε τρόπο. Δεν μπορεί όμως. Είναι αδύνατον να μην τη δώσει αυτήν τη μάχη. Μόλις κάνει το πρώτο βήμα προς την αντιπαράθεση, τον κυριεύει ο τρόmος και το βάζει στα πόδια. Είναι το συναίσθημα που έχουμε νιώσει όλοι όταν σκεφτόμαστε την στιγμή εκείνη από την οποία και μετά δεν θα υπάρχουμε: Το βάζουμε στα πόδια και απλώς σπρώχνουμε την σκέψη αυτή κάτω απ' το χαλάκι του μυαλού μας. 

Μετά από λίγο όμως (όχι και τόσο λίγο εδώ που τα λέμε - για αρκετή ώρα έτρεχε να ξεφύγει γύρω από τα τείχη της Τροίας), ο Έκτορας ανακτά τον αυτοέλεγχό του. Παίρνει απόφαση πως αφού το τέλος είναι δεδομένο, αυτό που αξίζει είναι η διαδικασία. Αποφασίζει να παλέψει με όλες του τις δυνάμεις, αδιαφορώντας για το τελικό αποτέλεσμα. Είναι αυτό που όλοι έχουμε κάνει: Το σωστό αναγνωρίζοντας τη ματαιότητά του. Είναι ο Νίκος Μπελογιάννης που εντυπωσίασε τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σπυρίδωνα με την ηρεμία που περίμενε την εκτέλεση της ποινής του: «Έχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο και από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή».

Αυτό είναι τελικά το βήμα του ανθρώπου προς τη θεϊκότητα: Να κάνει το σωστό απλώς και μόνο επειδή είναι σωστό, δίχως να περιμένει να ανταμειφθεί για την καλοσύνη του με μια θέση στον παράδεισο. Δεν είναι εμπορική συναλλαγή η ευτυχία.

Ο Έκτορας το έκανε το βήμα προς τη θεϊκότητα, βίωσε την αληθινή ευτυχία, βρήκε το νόημα της ζωής μέσα στη ματαιότητά της. Πάλεψε τόσο καλά που ο ημίθεος αντίπαλός του χρειάστηκε δυο φορές την παρέμβαση της θεάς Αθηνάς ώστε στο τέλος μετά βίας να επικρατήσει. Ο Έκτορας δεν μπορούσε να ξεφύγει από την θνητότητά του, όπως δεν μπορεί κανένας μας. Κατάφερε όμως να βρει το δικό του νόημα για τη ζωή του, κάτι που είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για καθένα από εμάς, όπως πολύ όμορφα μας διδάσκει και ο Viktor Frankl στο "Man's Search for meaning".

Ίσως τελικά το ουσιωδέστερο των ερωτημάτων να είναι αυτό που πριν κάποια χρόνια επιτακτικά έθετε ένα graffiti σε δρόμο της Αθήνας: "Υπάρχει ζωή πριν τον θάνατο;".

Ένα συγκλονιστικό ερώτημα που καθένας μας είναι καταδικασμένος να το απαντήσει μόνος.

Ως τη Νίκη, Πάντοτε, Μιχάλη Χαραλαμπίδη

Αγαπημένε Δάσκαλε Μιχάλη Χαραλαμπίδη, Ήταν Ιούνιος του 1996, διάβαζα μαθηματικά για τις πανελλήνιες εξετάσεις της επόμενης μέρας. Στιγμή ιερ...