Σήμερα, παραμονή πρωτοχρονιάς του 2021, μας άφησε ο θείος μου, μικρός και αγαπημένος αδερφός της μητέρας μου, Κώστας Μπουγιατιώτης σε ηλικία 81 ετών. Απεβίωσε μετά από σύντομη νοσηλεία στο Θριάσιο Νοσοκομείο λόγω επιπλοκών του νέου κορωνοϊού. Η δύσκολη αυτή στιγμή γίνεται ακόμα δυσκολότερη από το γεγονός της αδιανόητης μοναξιάς που βιώνουν τα θύματα της πανδημίας στο τελευταίο στάδιο της ζωής τους.
Σχεδόν ολόκληρη η οικογένεια του θείου μου νοσεί από τον κορωνοϊό. Η σύζυγος, τα παιδιά και τα εγγόνια του. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε απότομα, έγινε εισαγωγή στο νοσοκομείο και μόλις δυο μέρες αργότερα εξέπνευσε. Βάσει των κανονισμών για τον περιορισμό της πανδημίας, δεν μπορούσε να έχει συνοδό στο νοσοκομείο. Επίσης, δεδομένου ότι η οικογένειά του νοσεί, δεν θα μπορέσουν να τηρηθούν τα νεκρικά έθιμα και οι σχετικές παραδόσεις της περιοχής και στην εξόδιο ακολουθία δεν θα μπορέσουν να παρευρεθούν οι στενοί συγγενείς του. Μια μοναξιά που αναμφίβολα γεννά μεγάλη θλίψη.
Ο Κώστας Μπουγιατιώτης γεννήθηκε στον Ασπρόπυργο το 1939, τρίτο παιδί του Φώτη Μπουγιατιώτη και της Σιδερής Τσίγκου. Ο παππούς μου χάρηκε που "επιτέλους έκανε παιδί", αφού είχε ήδη δυο κόρες, την Ξανθή το 1935 και την Ελένη το 1936, φράση που στα αυτιά μας τώρα ηχεί απολύτως απαράδεκτη, τότε όμως ήταν απολύτως φυσιολογική.
Η οικογένεια ήταν πολύ φτωχή και τα παιδιά χρόνια δύσκολα. Ο παππούς μου ήταν τσοπάνος και τα πρόβατα σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν σταθερό εισόδημα ενώ η εκμετάλλευση που υφίσταντο οι κτηνοτρόφοι της εποχής από τους μεσάζοντες ξεπερνά τη χειρότερη σημερινή φαντασία. Οι μεγάλες δυσκολίες της παιδικής ηλικίας όμως είχαν και μια θετική συνέπεια: Τα τρία αδέρφια, η Ξανθή, η Ελένη και ο Κωστάκης (καθότι ο μικρός της οικογένειας, συνεχίσαμε να τον αποκαλούμε έτσι μέχρι τα γεράματά του) ανέπτυξαν έναν ισχυρότατο δεσμό. Μια σχέση αλληλοϋποστήριξης και ενδιαφέροντος που συχνά έφτανε στην αυταπάρνηση. Έχω την εντύπωση πως σήμερα ένας ειδικός θα έκρινε την σχέση αυτή ως 'υπερβολική', ότι ίσως έφτανε μερικές φορές να είναι βάρος παρά βοήθεια. Σε κάθε περίπτωση ήταν απαραίητη για την επιβιωσή τους στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και στα μαύρα χρόνια που την ακολούθησαν.
Το ενδιαφέρον ήταν πως ο Κωστάκης εξελίχθηκε σε άριστο μαθητή. Ήμουν περίπου 25 ετών όταν έτυχε να δω τον θείο μου, που εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος στα Ναυπηγεία Σκαραμαγά, να γράφει ένα χειρόγραφο σημείωμα και εξεπλάγην από τον άριστο γραφικό του χαρακτήρα και την ορθογραφία του - Σίγουρα κάτι πολύ ανώτερο εκείνου που περιμένεις από έναν άνθρωπο με τη δική του τυπική μόρφωση και επάγγελμα.
Δυστυχώς όμως η φτώχεια είναι σκληρή: Η μητέρα μου ήταν άριστη μαθήτρια, όπως και ο θείος. Ήταν όμως πρακτικά αδύνατον για οικονομικούς λόγους να σπουδάσουν και οι δυο, η οικογένεια χρειαζόταν χέρια στις δουλειές. Ο Κωστάκης έκανε πίσω και εκείνη που σπούδασε ήταν η μητέρα μου, η Ελένη. Είναι τόσο περίεργο να συνειδητοποιώ πως η ίδια μου η ύπαρξη εν τέλει καθορίστηκε από μια απόφαση που πάρθηκε σε ένα φτωχό κτηνοτροφικό σπίτι στις αρχές της δεκαετίας του '50. Πέρα από κάθε αμφιβολία, αν η μητέρα μου δεν είχε σπουδάσει θα είχε ζήσει μια εντελώς διαφορετική ζωή, με ότι αυτό συνεπάγεται. Ξέρω ότι η μητέρα μου ένιωθε μέχρι το τέλος της ζωής της μεγάλη ευγνωμοσύνη για το γεγονός αυτό, που ίσως συνετέλεσε στο πόσο δεμένοι που φαινόταν με τον αδερφό της.
Η συνέχεια για τον θείο μου ήταν η εξής: Στα τέλη της δεκαερίας του '50 έκανε τη θητεία του στην αεροπορία όπου ειδικεύτηκε ως ηλεκτρολόγος ενώ συνέχισε την εκπαίδευσή του στο ίδιο αντικείμενο, στην αρχή της δεκαετίας του '60 στις "Τεχνικές Σχολές Αθηνών και Περιστερίου 'Ο Αϊνστάιν'". Εργάστηκε στη συνέχεια σαν ηλεκτρολόγος σε ένα νοσοκομείο των Αθηνών και κάποια στιγμή προσελήφθη στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά την εποχή που εκείνα άνηκαν στον Σταύρο Νιάρχο και εξειδικεύτηκε στην ηλεκτρολογία της ναυπηγικής. Έζησε όλη τη διαδρομή της μεγάλης αυτής επιχείρησης, που εν τέλει έγινε προβληματική, ένα διάστημα έμεινε κλειστή και στη συνέχεια πέρασε στο ελληνικό δημόσιο - τα προβλήματά της όμως συνεχίζονται μέχρι σήμερα, δυστυχώς.
Το 1976 ο Κώστας Μπουγιατιώτης παντρεύτηκε την Φωτεινή Αγαθή και έκανε μια πολύ όμορφη οικογένεια αποκτώντας μάλιστα δυο κόρες, την Ισιδώρα και την Κατερίνα. Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές έρχεται στο μυαλό μου ένας ορμητικός χείμαρρος αναμνήσεων από τα παιδιά μου χρόνια, τις επισκέψεις στο πατρικό της μαμάς για να δούμε τον παππού και τη γιαγιά, τις εκδρομές 'στο μαντρί' που κάναμε κάθε χρόνο την Καθαρά Δευτέρα και την πρωτομαγιά, τον τρύγο που γινόταν στα αμπέλια στα Σκούρτα και αμέτρητες άλλες βόλτες, εκδρομές και διακοπές που κάναμε μαζί. Νιώθω πραγματικά πολύ τυχερός που οι άνθρωποι αυτοί εμπλούτισαν την παιδική μου ηλικία, ενώ μεγαλώνοντας έβλεπα στον θείο μου έναν άνθρωπο με τον οποίο μπορούσα πάντοτε να κάνω μια αξιόλογη συζήτηση, με τον λόγο του να είναι πάντα σοβαρός, ρεαλιστικός και μετρημένος.
Τα εργασιακά προβλήματα βέβαια συνεχίστηκαν και κάποια διαστήματα εντάθηκαν ιδιαίτερα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ που κάποια στιγμή στα μέσα της δεκαετίας του '80 τα ναυπηγεία είχαν μείνει κλειστά για πολλούς μήνες και οι εργαζόμενοί τους πρακτικά ήταν άνεργοι. Σε κάποια στιγμή απόγνωσης, άκουσα τον θείο μου να λέει στον πατέρα μου ότι "το να παίρνεις μικρό μισθό, είναι πρόβλημα αλλά κάπως παλεύεται. Το να είσαι άνεργος όμως και να μην παίρνεις τίποτα, όχι, δεν παλεύεται". Πρέπει να ήμουν ίσως 8 ή 9 ετών τότε όταν είδα στα μάτια και στον τόνο της φωνής ενός δικού μου ανθρώπου τι σημαίνει η ανεργία.
Ευτυχώς δόθηκε κάποια λύση τότε στα αδιέξοδα των ναυπηγείων και ο θείος μου συνέχισε να εργάζεται μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε. Εργαζόμενος σκληρά και με πενιχρά μέσα, κατάφερε να κάνει ένα πραγματικό άλμα στο βιοτικό επίπεδο της οικογένειάς του: Και οι δυο του κόρες απέκτησαν ανώτερη μόρφωση και βρήκαν μια καλή εργασία, έχτισε ένα υπέροχο σπίτι επαρκές για να στεγάσει την οικογένειά του και αργότερα τις οικογένειες των παιδιών του και, όταν πλέον είχε συνταξιοδοτηθεί, έφτιαξε έναν καταπληκτικό ελαιώνα στα κτήματα που ο πατέρας του παλιότερα χρησιμοποιούσε για τα πρόβατα.
Διάβασα πρόσφατα ένα γνωστό μυθιστόρημα, τον "Στόουνερ" του John Williams. O ήρωας του μυθιστορήματος εκείνου εκ πρώτης όψεως ζει μια απλή, προβλέψιμη, για κάποιους ίσως μέτρια και βαρετή ζωή. Μετά από λίγο όμως καταλαβαίνει ο αναγνώστης πως αυτή ακριβώς η "ζωή του απλού ανθρώπου" μπορεί να είναι έμπλεη νοήματος και συναισθημάτων σε βαθμό που δύσκολα μπορεί κανείς να περιμένει, ενώ αντίθετα άνθρωποι που πέτυχαν την καταξίωση, την αναγνωρισιμότητα και την προβολή μπορεί εν τέλει να στερήθηκαν αυτά ακριβώς τα βασικά: Το νόημα και το συναίσθημα.
Ο θείος μου έζησε μέχρι τα 81 του χρόνια. Είδε δυο εγγόνια, τα οποία σήμερα είναι 11 ετών. Είδε τα παιδιά του να προοδεύουν και να είναι ευτυχισμένα. Σίγουρα αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες και οη ζωή του είχε συχνά προκλήσεις και εντάσεις. Έζησε όμως αληθινά, έζησε με νόημα και με αξιοπρέπεια. Πάλεψε σε συνθήκες πολύ δύσκολες επιδεικνύοντας ακεραιότητα χαρακτήρα που όσα λόγια θαυμασμού κι αν γράψω, δεν θα είναι επαρκή. Αντιμετώπισε με λεβεντιά τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν τα τελευταία χρόνια και δεν λύγισε ποτέ, ούτε όταν ήρθε αντιμέτωπος με τον κορωνοϊό.
Πάντα εκεί στις δύσκολες στιγμές, ο Κώστας Μπουγιατιώτης ήταν ένας άνθρωπος αξιόπιστος και ειλικρινά καλοπροαίρετος στον οποίο μπορούσες να βασιστείς. Ήταν ένας εξαίρετος γιος, αδερφός, σύζυγος, πατέρας και παππούς. Σίγουρα ήταν και ένας ιδιαίτερα αγαπημένος θείος που θα τον θυμάμαι με αγάπη μέχρι το τέλος της ζωής μου.
Ο θείος μου, Κώστας Μπουγιατιώτης στις αρχές της δεκαετίας του '90 |