Των Φώτων σήμερα και το πρωί, ίσως επειδή θα ήταν η γιορτή του, η σκέψη μου πήγε στον παππού μου, τον πατέρα της μητέρας μας, Φώτη Μπουγιατιώτη. Ο μπάρμπα-Φώτης, "Φωτ' Ραμπάκος" όπως ήταν γνωστός στον Ασπρόπυργο, γεννήθηκε το 1900, στην αυγή του τελευταίου αιώνα της 2ης χιλιετίας.
Αν δεν κάνω λάθος, ήταν το μεγαλύτερο παιδί του Κώστα Μπουγιατιώτη και της Ξανθής Μαυράκη. Το ζευγάρι αυτό είχε πολλά παιδιά, ίσως πάνω από δέκα (δώδεκα, είχα ακούσει κάποια στιγμή). Η Ξανθή πέθανε νέα, ίσως κοντά στο 1920, στα βουνά της Φυλής, καθώς περιέθαλπτε κάποιο από τα παιδιά της που είχε προσβληθεί από φυματίωση και, όπως συμβούλευαν τότε, είχε πάει στο βουνό για να αναρρώσει. Αντίθετα ο Κωτσ' Ραμπάκος έφτασε σε μεγάλη ηλικία και απεβίωσε κοντά στο 1950 - η μητέρα μου έλεγε πως ήταν λίγο πριν τελειώσει το γυμνάσιο (δηλαδή το λύκειο της εποχής).
Ο παππούς μου ο Φώτης λοιπόν περί το 1934 παντρεύτηκε τη Σιδερή Τσίγκου και απέκτησαν τρία παιδιά: Την Ξανθή, την Ελένη (τη μαμά μου, δηλαδή!) και τον Κώστα. Η μαμά μου διηγούταν πως όταν γεννήθηκε, η γιαγιά Σιδερή την έκρυψε, καθότι φοβόταν ότι ο παππούς Φώτης, που ήθελε πολύ αγόρι, δεν θα άφηνε το νεογνό να ζήσει. Τελικά ο παππούς απέκτησε το αγόρι που τόσο ήθελε λίγα χρόνια αργότερα και με τη μητέρα μου σφυρηλάτησε μια απίστευτα δυνατή σχέση μέχρι το τέλος της ζωής του.
Δεν είχε πάει στο σχολείο και δεν ήξερε καθόλου γράμματα. Όταν η μητέρα μου σπούδαζε, τον έμαθε να υπογράφει ως εξής: "Φωτ. Μπουγιατιώτης, ποιμήν". Βάζοντας και το επάγγελμά του που δεν ήταν άλλο από τσοπάνος. Τα πρόβατα του τα είχε στην περιοχή 'Ζάστανι', στα σημερινά Νεόκτιστα Ασπροπύργου, που εκτείνονται πίσω από την περιοχή των διυλιστηρίων.
Η οικογένεια ήταν πολύ φτωχή, τα έφερνε βόλτα με μεγάλη δυσκολία. Όταν η μητέρα μου ανακοίνωσε την επιθυμία της να σπουδάσει, αυτό σήμαινε πως το τρίτο παιδί της οικογένειας, επίσης εξαίρετος μαθητής, έπρεπε να κατευθυνθεί προς κάποιο τεχνικό επάγγελμα, παρότι είχε κάθε δυνατότητα να αποκτήσει κι εκείνος πανεπιστημιακή μόρφωση. Οι περιγραφές που άκουσα στην παιδική μου ηλικία για την καθημερινότητα ενός τσοπάνου προπολεμικά είναι δύσκολο να αποδοθούν. Θα πω μόνο ότι στο πέρασμα προς την Αθήνα, στο σημερινό Δαφνί, είχαν την έδρα τους ένοπλοι ληστές οι οποίοι εξουσίαζαν την περιοχή μέχρι περίπου και τη δεκαετία του 1930 ενώ καθόλου δεδομένο δεν ήταν πως η οικογένεια θα είχε επαρκή ποσότητα φαγητού καθημερινά. Το ρεύμα και το νερό ήρθαν μετά τον πόλεμο και τα καινούργια ρούχα & παπούτσια ήταν κάτι ιδιαίτερα σπάνιο.
Στον παππού μου άρεσε το κρασί. Πήγαινε συχνά στην ταβέρνα και από εκεί απευθείας στο μαντρί, με τις φήμες της εποχής να λένε πως το άλογο είχε μάθει απ΄έξω τον δρόμο και είχε τη νοημοσύνη να σταματάει στις γραμμές αν άκουγε να έχετε το τραίνο (ενώ ο παππούς του έδινε παράγγελμα να προχωρήσει!). Αυτή η συνήθεια οδήγησε τον παππού μου σε ένα βαρύ έλκος στομάχου σε μεγάλη ηλικία και τη μητέρα μου σε μια απόλυτη απέχθεια προς οποιαδήποτε μορφή αλκοόλ (την οποία, δυστυχώς, δεν κληρονόμησα εγώ).
Είχε πολεμήσει στη μικρασιατική εκστρατεία, από την οποία γύρισε όπως-όπως με την κατάρρευση του μετώπου. Κυκλοφορούσε πάντα με το ντουφέκι του, πράγμα που θεωρούνταν απόλυτα λογικό για έναν βοσκό της εποχής εκείνης.
Προπολεμικά ο παππούς μου υποστήριζε το λαϊκό κόμμα, όπως οι περισσότεροι κτηνοτρόφοι της περιοχής. Μεταπολεμικά ήταν στη δεξιά παράταξη, ουδέποτε όμως υιοθέτησε ακραίες θέσεις. Ο πατέρας μου τον θαύμαζε γιατί 'είχε φάει ξύλο στην κατοχή, αλλά δεν μίλησε', καθώς ναζί, γερμανόφωνοι και ελληνόφωνοι, τον βασάνιζαν για να αποκαλύψει κρησφύγετα των ανταρτών στο Ποικίλον Όρος, το οποίο όμως δεν έκανε ποτέ.
Οι δεκαετίες του '50 και του '60 έφεραν πολύ μεγάλη οικονομική πίεση. Η μητέρα μου πρωτοδιορίστηκε το 1963 και για πολλά χρόνια ένα σημαντικό μέρος του μισθού της αποπλήρωνε τον δανεισμό προς την αγροτική τράπεζα. Πολλές φορές κινδύνεψε να χάσει το ζωικό του κεφάλαιο, ευτυχώς όμως ο συνδυασμός σκληρής δουλειάς και στήριξης εντός τη οικογένειας απέτρεψε το γεγονός αυτό.
Γύρω στο 1980, μπαίνοντας στην ένατη δεκαετία της ζωής του, η υγεία του άρχισε να χειροτερεύει. Είχε διάφορα ατυχήματα στο βουνό με τα πρόβατα, όπου έχανε την ισορροπία του και έπεφτε. Για να τον προστατεύσουν, τα παιδιά του αποφάσισαν να πουλήσουν τα πρόβατα. Αυτό όμως είχε δραματικές συνέπειες στην ψυχολογία του παππού. Ένιωσε ότι η ζωή του δεν είχε πια νόημα. Η υγεία του πήρε την κάτω βόλτα. Θυμάμαι της αφήγηση των γονιών μου σχετικά με μια επίσκεψη ενός Καθηγητής Καρλαύτης, πολύ γνωστός γιατρός της εποχής, ο οποίος διέγνωσε πως 'ο παππούς πάσχει από ψυχικό αρνητισμό'. Σήμερα θα λέγαμε μάλλον πως είχε γεροντική κατάθλιψη που οδήγησε σε νευρική ανορεξία.
Ο παππούς μας άφησε στις 16 Ιουλίου του 1984. Παραμονή του πανηγυριού της Αγιά-Μαρίνας, που ήταν πολύ σημαντικό για τους τσοπάνηδες. Η μητέρα μου για χρόνια περιέγραφε με δέος της επιθανάτια σκηνή: Ο παππούς αν και απόλυτα καταβεβλημένος, είχε πλήρη διαύγεια. Ζητάει να κάνει ένα τσιγάρο. Η μαμά μου κλαίει και τον ρωτάει "τώρα τι κατάλαβες;" (εννοώντας, που σταμάτησε να τρώει ...). "Μην με μπερδεύεις!", απαντά αυστηρά εκείνος. Τελειώνει το τσιγάρο, τους κοιτάζει όλους, τους αποχαιρετά σιωπηρά και αναχωρεί για την αιωνιότητα. Η μαμά μου δεν μπορεί να το διαχειριστεί και λιποθυμά.
Χρόνια αργότερα μου έλεγε πως είχε μετανιώσει για δυο πράγματα: (α) που συμφώνησε να του πουλήσουν τα πρόβατα ('ας πέθαινε όρθιος, στο βουνό' μου έλεγε, καλύτερα θα ήταν) και (β) που στενοχωρήθηκε τόσο πολύ, δυσκολεύοντας τον παππού μου και καταστρέφοντας την υγεία της (μάλλον εκείνη η λιποθυμία ήταν το πρώτο καρδιολογικό επεισόδιο, πρώιμο σημάδι της καρδιοπάθειας που 27 χρόνια αργότερα πήρε και τη δική της ζωή). "Τι πιο φυσιολογικό", έλεγε, "από το να φτάσει στο τέρμα της ζωής του έναν άνθρωπος 84 ετών, ένας γέρος..." συνέχιζε με παράπονο. Της πήρε πολλά χρόνια όμως να το καταλάβει.
Παρότι δεν είχα κλείσει τα επτά χρόνια όταν μας άφησε ο παππούς μου και μάλιστα δεν ζούσαμε στο ίδιο σπίτι, έχω πολύ έντονες αναμνήσεις από εκείνον. Ξέρω ότι ερχόταν στο πατρικό μου και μας πρόσεχε όταν ήμουν ίσως 2 ετών. Θυμάμαι να πηγαίνουμε συχνά στο πατρικό της μαμάς να τον δούμε. Με φώναζε "Μητσάκη" και με αγαπούσε πολύ. Ο μπαμπάς μου πάντα έλεγε με πόση αγάπη ο παππούς συμφώνησε να με ονομάσουν Δημήτρη, προς τιμήν του αδικοχαμένου θείου μου, αντί για Φώτη, όπως θα έλεγε το άγραφο πρωτόκολλο της εποχής.
Ο Φώτης Μπουγιατιώτης έζησε τη ζωή του σε συνθήκες που είναι πρακτικά αδύνατο να φανταστούμε εμείς. Όταν γεννήθηκε, η Ελλάδα μετά βίας έφτανε στη Θεσσαλία και όταν απεβίωσε ήταν ένα πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έζησε δυο παγκόσμιους πολέμους, τη ναζιστική κατοχή, τον εμφύλιο και τη δικτατορία ενώ πολέμησε στη μικρασιατική εκστρατεία και ήταν αυτόπτης μάρτυρας της καταστροφής. Η οικονομική δυσπραγία ήταν η σταθερά της ζωής του.
Μέσα από τις τεράστιες αυτές δυσκολίες, κατάφερε να ζήσει με αξιοπρέπεια και να δημιουργήσει μια πολύ δεμένη οικογένεια, καθοδηγούμενη από αρχές. Τα παιδιά του προόδευσαν όλα και τα εγγόνια του επίσης. Σήμερα, 123 χρόνια από τη γέννηση του, είμαστε πολλοί αυτοί που τον θυμόμαστε με αγάπη και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε όσο ζούμε.
Αυτός ο χαρακτήρας, με τα προτερήματα και τα ελαττώματα του, θεωρώ πως είναι πολύ χαρακτηριστικός για τον Έλληνα του 20ου αιώνα. Ενός ανθρώπου που γεννήθηκε στον τρίτο κόσμο, ίσως και κάτω από αυτόν με τα σημερινά δεδομένα, και παρέδωσε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία.
Θα ήθελα πολύ, το 2100, 123 χρόνια από τη δική μου γέννηση, να μπορεί κάποιος να πει το ίδιο και για τη δική μας γενιά. Ότι επιτύχαμε μια ανάλογη πρόοδο. Θα το ήθελα πολύ, δεν είμαι όμως καθόλου σίγουρος ότι θα το καταφέρουμε. Το σίγουρο είναι ότι θα το προσπαθήσουμε. Αυτό εξάλλου θα μας ζητούσε και ο παππούς Φώτης.
|
Από αριστερά: Γιώργος Τσίγκος (μπαμπάς), Φώτης Μπουγιατιώτης (παππούς), Βασίλης Τσίγκος (αδερφός), Δημήτρης Τσίγκος (yours truly) και Ελένη Μπουγιατιώτου (μαμά) - Φωτογραφία περί το 1980 |