H ώρα ήταν περίπου 16:30. Είμαι στο γραφείο μου με τον Θανάση και τον Γιώργο. Το τηλέφωνο χτυπάει, στη γραμμή ο Βασίλης: "Κάτι τρέχει με τον μπαμπά, δεν είναι πολύ καλά". Πάρε τώρα τη Λία και έλα σπίτι. Παίρνω τηλέφωνο στο σπίτι, η Λία απαντά. Η φωνή της έχει χρώμα αγωνίας Μου περιγράφει τα συμπτώματα. Με βάση τις οδηγίες του γιατρού, ρωτάω για τον κορεσμό οξυγόνου. "Περίπου 78 αλλά πέφτει" είναι η απάντηση. Πολύ δύσκολα τα πράγματα. Φεύγω αμέσως.
Τρέχω προς τα πάρκινγκ, μπαίνω στο αυτοκίνητο και οδηγώ όσο πιο γρήγορα μπορώ. Ευτυχώς στο ρεύμα εξόδου από Αθήνα προς Ασπρόπυργο δεν έχει κίνηση.
Θυμάμαι, χθες το βράδυ τον είχαμε σηκώσει και, με τεράστια δυσκολία και συνεχή βοήθεια, είχε καταφέρει να περπατήσει. Το μεσημέρι είχα μιλήσει με τη Λία, μου είπε πως είχε φάει κανονικά. Βέβαια, από τα μέσα Δεκεμβρίου, λίγο μετά τα γενέθλιά μου, η κατάσταση είχε επιδεινωθεί πολύ και ήταν σαφές πως χειροτέρευε συνέχεια. Προχθές το βράδυ μιλούσα με τον γιατρό. "Έχω την εντύπωση πως έχει επιδεινωθεί απότομα η άνοια", του λέω. Η απάντηση δεν μου άρεσε, καθόλου. "Είναι πολύ πιθανό να έχει κάνει εγκεφαλικές μεταστάσεις".
Φτάνω στο σπίτι περίπου 5:10. Στο δρόμο μίλησα με τον γιατρό, δεν μου έδωσε καθόλου θάρρος. Ανεβαίνω επάνω, τον ετοίμαζαν ήδη για να φύγουμε. Η εικόνα που βλέπω εντελώς αποκαρδιωτική. Αναπνέει με δυσκολία. Έχει έναν πολύ περίεργο θόρυβο η αναπνοή του. Είναι σχεδόν αδύνατον να τον μετακινήσεις. Μέσα σε όλα, βλέπω ότι η μπουκάλα οξυγόνου στο σπίτι είχε εξαντληθεί. Απελπισία.
Αποφάσεις πρέπει να ληφθούν γρήγορα. Με μια τιτάνια προσπάθεια του Ιωσήφ κατεβαίνουμε κάτω, λίγο πριν τις 5:20 μπαίνουμε στο αυτοκίνητο. Ο μπαμπάς στο κάθισμά του συνοδηγού, η Λία από πίσω να τον στηρίζει. Αποφασίζω να πάμε στην Κεντρική Κλινική στην Αθήνα που νοσηλευόταν συχνά αυτό το διάστημα. Εκεί μας περίμεναν ήδη, ενώ στο διπλανό Θριάσιο φοβήθηκα πως θα χάσουμε πολύ χρόνο με διατυπώσεις και εξηγήσεις.
Με το -πραγματικά, εξαιρετικό - ΕΚΑΒ είχα μιλήσει ήδη. Εξηγώντας το περιστατικό κατάλαβα πως κατά κάποιο τρόπο δεν ήταν απόλυτη προτεραιότητα. Σήμερα καταλαβαίνω πως αυτό είναι σωστό - τότε είχα γίνει έξω φρενών. Οι πόροι πρέπει να δίνονται σε περιστατικά που η βοήθεια μπορεί να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Ξεκινάμε για Αθήνα. Οδηγώ όπως δεν έχω οδηγήσει ξανά στη ζωή μου. Σήμερα δεν ξέρω αν έκανα καλά. Ίσως να μην έκανα. Το βάρος της ευθύνης να πάμε στην Αθήνα και όχι στο διπλανό νοσοκομείο, τεράστιο. Η ιδέα ότι ο πατέρας μου θα καταλήξει δίπλα μου και εγώ ανήμπορος να παρακολουθώ από το διπλανό κάθισμα καρφώνεται στην σκέψη μου. Με τεράστια προσπάθεια πείθω τον εαυτό μου ότι όλα θα πάνε καλά.
Η ώρα είναι τώρα 5:25. Δεν μπορούσε να ήταν χειρότερα. Είναι Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017. Χιλιάδες εργαζόμενοι στην περιοχή του Θριασίου έχουν μόλις ολοκληρώσει την εργασία τους και επιστρέφουν στα σπίτια τους στο λεκανοπέδιο της Αθήνας. Ο κεντρικός δρόμος του Ασπροπύργου κολλημένος. Μπαίνω στους αγροτικούς δρόμους, βγαίνω γρήγορα στην εθνική, στο ρεύμα όμως προς Ελευσίνα. Ελάχιστη κίνηση προς τα έξω, σε ένα λεπτό είμαι Ελευσίνα και κάνω αναστροφή. Εδώ ξεκινά το πρόβλημα.
Ανάβω alarm, το δεξί μου χέρι κολλημένο στην κόρνα, οδηγώ συνεχώς στη ΛΕΑ ή στο πεζοδρόμιο. Αδιαφορώ για το χρώμα των φαναριών και για όλες τις προβλέψεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας.
Συμβαίνει κάτι πολύ περίεργο όμως: Κανείς, ή για την ακρίβεια ελάχιστοι, δεν διαμαρτύρεται. Οι άνθρωποι βλέπουν. Βλέπουν το μπαμπά, βλέπουν το πρόσωπό μου και το πρόσωπο της Λίας. Ανοίγουν όλοι. Σταματάνε ενώ έχουν πράσινο να περάσουμε με κόκκινο.
Συγκινούμαι. Όχι, δεν έχει αποκτηνωθεί η κοινωνία μας. Είμαστε άνθρωποι, ζούμε μαζί με ανθρώπους.
Σε δέκα λεπτά, ή και λιγότερο, έχω φτάσει στον Σαρακάκη στην αρχή της Καβάλας, Περνάω το φανάρι Σπύρου Πάτση και δεν ανεβαίνω στη γέφυρα που ήταν κολλημένη. Από τα πεζοδρόμια φτάνω στην πλατεία Καραϊσκάκη στο μεταξουργείου. Εκεί όμως απελπισία. Μπροστά μας όλα κολλημένα, σαν ένα τεράστιο πάρκινγκ. Βλέπω το ρολόι, 5:42. Μπαίνω στην οδό Σατωβριάνδου. Κάνω μια προσπάθεια να ανέβω ξανά στο πεζοδρόμιο. Αδύνατον. Έχω κολλήσει. Απελπίζομαι ολοκληρωτικά.
Η αναπνοή του μπαμπά όλο και πιο δύσκολη. Βλέπω να πλησιάζει μια μοτοσυκλέτα της αστυνομίας. Καταλαβαίνω ότι έχω περάσει πάνω από δέκα κόκκινα φανάρια, ότι οδηγούσα σε πεζοδρόμια και στη ΛΕΑ με μεγάλη ταχύτητα, ότι είμαι τώρα πάνω σε πεζοδρόμιο και τώρα κινούμε πάνω σε πεζοδρόμιο.
Κατεβάζω το παράθυρο και ετοιμάζομαι να εξηγήσω. Ξαφνικά ακούω το εξής:
"Που πηγαίνετε;"
Οι άνθρωποι είχαν καταλάβει. Είναι τρεις ζητάδες. Οι μηχανές μπαίνουν μπροστά και αρχίζουν να κάνουν μαγικά. Δεν μπορώ να το περιγράψω ακριβώς. Δεν καταλαβαίνω ούτε το κάνουν ούτε φυσικά πως. Βλέπω όμως ότι εκεί που ήμουν ακινητοποιημένος και ίσως να χρειαζόμουν ίσως μέχρι και 45 λεπτά με μία ώρα να φτάσω στην κλινική, ξαφνικά πήγαινα σταθερά με 30-40 χκμ/ώρα χωρίς να σταματώ πουθενά.
Σε ένα με δύο λεπτά, στην κυριολεξία, είμαστε στην κλινική. Σταματάω με alarm στην Ασκληπιού. Οι τραυματιοφορείς περιμένουν. Σε δευτερόλεπτα ο μπαμπάς είναι στο ΤΕΠ και η προσπάθεια αντιμετώπισης της κατάστασης ξεκινά εντατικούς ρυθμούς.
Βγαίνω από το ΤΕΠ και επιστρέφω στο αυτοκίνητο. Οι ζητάδες είναι εκεί. Τους ευχαριστώ από καρδιάς. Τους λέω "παιδιά σας παρακαλώ, θέλω να σας ευχαριστήσω εμπράκτως. Παρακαλώ θερμά, δώστε μου ονόματα ή κάποιο άλλο στοιχείο“. Η απάντηση τους με αφήνει άφωνο: «Είμαστε η ομάδα Ζ, κύριε. Ευχόμαστε περαστικά στον πατέρα σας». Με χαιρετούν και φεύγουν.
Μένω σύξυλος. Δεν ξέρω τι να πω. Ακόμα και σήμερα, έναν χρόνο μετά, δεν ξέρω τι να πω. Παρά μόνο ένα μεγάλο ευχαριστώ στα παιδιά αυτά και σε όλους τους Δημόσιους Λειτουργούς που αντιλαμβάνονται την έννοια του καθήκοντος.
Οι άνθρωποι αυτοί, οι ζητάδες που έσωσαν εκείνη την ημέρα τη ζωή του πατέρα μου, έγιναν το πρότυπο μου.
Μετά από λίγες ώρες ή κατάσταση του πατέρα μου είχε σταθεροποιηθεί. Η αγωνία, η ταλαιπωρία, ήταν πια παρελθόν. Βέβαια, η πορεία ήταν πια προδιαγεγραμμένη. Μετά από ολιγοήμερη νοσηλεία ο μπαμπάς γύρισε σπίτι. Ήρεμος και γαλήνιος, το πρωινό του Σαββάτου 18 Φεβρουαρίου 2017, στα 89 του χρόνια, πέρασε στη αιωνιότητα, μέσα στην αγκαλιά των παιδιών του.
Δεν ξέρω αν ένας άνθρωπος μπορεί να έχει πιο ευλογημένο τέλος. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στους συνανθρώπους μας που μας βοήθησαν να φτάσουμε έγκαιρα στην κλινική εκείνο το απόγευμα της 7ης Φεβρουαρίου.
Θέλω από τα βάθη της καρδιάς μου να τους ευχαριστήσω όλους. Τη Λία και τον Ιωσήφ. Οδηγούς, γιατρούς, νοσηλευτές, και πάνω απ'όλα εκείνους τους τρεις δημόσιους λειτουργούς, τους τρεις ζητάδες που προσέφεραν σε έναν συνάνθρωπο τους που δεν γνώριζαν το ύψιστο των αγαθών: Ένα ανθρώπινο, ανώδυνο και γαλήνιο τέλος ανάμεσα στα αγαπημένα του πρόσωπα.